«Ετσι ξεκινούν οι λαϊκές ιστορίες της Καρπάθου: Μια βολά τσ’ ένα τσαιρόν… Ακριβώς όπως όλα τα παραμύθια.
Τις προάλλες έψαχνα να διαβάσω κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν θα είχε καμία σχέση με την επικαιρότητα, καμία σχέση με προϋπολογισμούς και κονδύλια, διαπραγματεύσεις και μνημόνια.
Στράφηκα στη νοσταλγία των παιδικών χρόνων. Μ’ αρέσει να αφήνω τα «σοβαρά» αναγνώσματα –εφημερίδες, λογοτεχνία, επιστήμη και τέχνη- και πότε πότε να βουτάω στους μύθους.
Εκεί που ο άνθρωπος έκρυψε τη σοφία του, για να τη διαδώσει κι έτσι να τη σώσει, να την διαιωνίσει.
Είχα πολύ καιρό να διαβάσω παραμύθια –ήρεμα, ως αναγνώστρια και για δική μου απόλαυση, παρέα με ένα ζεστό τσάι, με κλειστή την τηλεόραση και μυαλό καθαρό. Οπως δηλαδή απαιτεί κάθε βιβλίο, κάθε έργο της ανθρώπινης διάνοιας.
Στην αρχή, επειδή δεν είμαι πια παιδί, επειδή οι ιστορίες είναι γραμμένες στην τοπική διάλεκτο, επειδή το να αφεθείς στην απόλαυση χρειάζεται μερικές φορές λίγο χρόνο, παρενέβαινα ασυνείδητα στη γλώσσα τους. Διάβαζα τον «γάαρο» γάιδαρο, το «βούι» βόδι, τις «(β)ουλειές» δουλειές, το «ογλήορα» γρήγορα, τον «άθθρωπο» άνθρωπο.
Αυτό διήρκεσε βέβαια τόσο όσο χρειάστηκε ώσπου να αφεθώ στη μαγεία των παραμυθιών, στις μικρές εκείνες κοινότοπες ιστορίες που με παραλλαγές κυκλοφορούν στον κόσμο και κάνουν τα μικρά παιδιά να ονειρεύονται, να τρομάζουν, αλλά και να μαθαίνουν τις πλευρές της ανθρώπινης ψυχής, τις καλές και τις κακές. Χαμογέλασα με το παραμύθι «Ο (γ)έρος τσ’ η γρα», θύμωσα με την «Κατσή (γ)ειτόνισσα», αλλά και απόλαυσα μια δίχως άλλο ερωτική κομεντί στη «Δασκάλα και το βασιλλόπουλο».
Εκεί που μια καπάτσα δασκάλα ταλαιπωρεί ένα ερωτοχτυπημένο βασιλόπουλο και τον υποβάλλει στου κόσμου τα δεινά ώσπου να την κατακτήσει. Πονηρά γαϊδουράκια, αθώες κόρες, καλόκαρδα βασιλόπουλα, δράκοι, μάγισσες, συμφεροντολόγοι γέροι και πανούργες γριές, όλα μαζί σε έναν χορό από αστεία, δράματα, περιπέτειες και διδάγματα.
Για λίγο άφησα πίσω, αλλά δεν έχασα τον κόσμο γύρω μου. Στον κουτοπόνηρο γάιδαρο είδα τον «έξυπνο» που πέφτει μόνος του στον λάκκο που σκάβει για τους άλλους, στην πονηρή γρα που ξεγελά τον δράκο βρήκα την ευφυΐα που γεννά η ανάγκη, αλλά και στο «Ρίφι» (το ερίφιο) διάβασα μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή –με οπωσδήποτε ευτυχισμένο τέλος- της Λίμνης των Κύκνων.
Το βύθισμα στα λαϊκά παραμύθια έμοιαζε λίγο με τη νοσταλγία που δημιουργούν οι παλιές ελληνικές ταινίες –μου άφησαν μια κάπως ασπρόμαυρη αίσθηση, κι ας ήταν γεμάτα περιγραφές με χρώματα.
Με τύλιξαν με μια χρυσόσκονη αθωότητας, με έβαλαν να περπατώ σε χωμάτινους δρόμους, να βλέπω έναν κόσμο που δεν είχε πλήρη συναίσθηση της φτώχειας του και του κόπου που απαιτούσε η καθημερινή ζωή, μιας κοινωνίας που και η πιο μικρή χαρά γινόταν αφορμή για γλέντι.
Στα παραμύθια ξέρεις από την αρχή πως τίποτα δεν είναι αληθινό: δεν μπορεί τα ζώα να μιλούν με ανθρώπινη φωνή, ούτε ξέρουν να δολοπλοκούν, όπως επίσης δεν υπάρχουν βασιλόπουλα και βασιλοπούλες. Ούτε συναντάς δράκους που τρώνε ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν ξωτικά που κλέβουν παιδιά, μικρά ανθρωπάκια-προστάτες των καλών ανθρώπων, γοργόνες που περπατούν στη γη, θαλάσσια πλάσματα που καταπίνουν πλοία και ναυτικούς.
Εχεις ωριμάσει, έχεις μάθει μετά πολλών κόπων τον κόσμο και ξέρεις πως πολύ συχνά το καλό χάνει στη μάχη με το κακό. Δεν είσαι πια παιδάκι, δεν γουρλώνεις έκπληκτος τα μάτια με το ερίφιο που μόλις βγάλει την ουρά του μεταμορφώνεται σε όμορφη κοπέλα.
Γαληνεύεις όμως –το ψέμα αυτό σε βοηθά να προχωράς και να αντέχεις. Κι ύστερα και τα παραμύθια σε είχαν προειδοποιήσει, ήθελες-δεν ήθελες να το καταλάβεις. Εκεί στο τέλος, την ώρα που οι ήρωές τους απολαμβάνουν τους καρπούς των κόπων τους και νικηφόροι τιμωρούν το κακό, κι εσύ χαιρόσουν που τελικά τα κατάφεραν, η γιαγιά σου έλεγε κλείνοντας τη διήγησή της: «Μη(τ)ε γιω μουν ετσει(δ)α, μη(τ)ε σεις να τα πιστέψετε».
(Αρχοντία Κάτσουρα)