«Τσίπρας, Βαρουφάκης και Σία: Οι εκβιαστές από την Αθήνα» („Handelsblatt“), “H Ελλάδα είναι που πρέπει να πληρώσει επανορθώσεις – αρχίζοντας από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου» („Frankfurter Allgemeine Zeitung“), «Φέρτε τον ψυχίατρο!» („Spiegel“): Αυτοί και άλλοι παρόμοιοι τίτλοι δείχνουν ότι ο προπαγανδιστικός πόλεμος των γερμανικών μέσων ενημέρωσης κατά της Αθήνας αναφορικά με το πρόγραμμα στήριξη και την κληρονομιά της Κατοχής, γίνεται όλο και επιθετικότερος.
Στον πολεμικό μέτωπο συμμετέχουν ενεργά και δευτεροκλασάτα στελέχη του κυβερνητικού στρατοπέδου, όπως ο Κουρτ Λάουκ, πρόεδρος του οικονομικού συμβουλίων των Χριστιανοδημοκρατών. «Οι θρασείς κατηγορίες των Ελλήνων εναντίον του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποβλέπουν μόνο σε αντιπερισπασμό για την αποτυχία τους στις διαπραγματεύσεις του Eurogroup» είπε. Τις κατηγορίες αυτές, πρόσθεσε, τις πιστεύει ίσως η πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά κανείς άλλος Ευρωπαίος.
Η γερμανική κυβέρνηση, αντίθετα, εξακολουθεί να αντιδρά «cool», ψύχραιμα στις δηλώσεις από την Αθήνα. «Πως αξιολογείτε την όξυνση του τόνου μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας; Σας ανησυχεί;» ρωτήθηκε την Τετάρτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Σάιμπερτ στο κυβερνητικό μπρίφινγκ. «Εκ μέρους της γερμανικής κυβέρνησης δεν διαπιστώνω κανέναν άλλον τόνο, από εκείνον που είχαμε πάντα» ήταν η απάντηση. «Είναι αντικειμενικός τόνος. Και αυτόν χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, και στο Eurogroup».
Στην πραγματικότητα βέβαια, ο τόνος γίνεται όλο και σκληρότερος. Αυτό αφορά καταρχάς τις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες: Η Ελλάδα, είπε ο κ.Σάιμπερτ, πρέπει να ακολουθήσει απαρέγκλιτα το δρόμο που αποφασίστηκε στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να «παραδώσει» (liefern), να τηρήσει δηλαδή όλες τις υποχρεώσεις της. «Αυτό περιμένουμε» πρόσθεσε. «Θέλουμε ευχαρίστως να συμπράξουμε σε αυτό. Αλλά πρέπει να έρθουν και μερικά πράγματα από την ελληνική πλευρά. Αυτό είναι που μετράει».
Σκληρή ήταν και η γλώσσα του υπουργείου οικονομικών σε ότι αφορά στις επανορθώσεις. «Δεν πρόκειται να κάνουμε συνομιλίες και διαπραγματεύσεις για το θέμα με την ελληνική πλευρά» τόνισε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Μάρτιν Γιέγκερ. Ταυτόχρονα, πρόσθεσε, ότι η όλη αυτή συζήτηση είναι λανθασμένη. «Αντί να κοιτάμε πίσω, ας κοιτάμε μαζί μπροστά» είπε. «Έχουμε να λύσουμε από κοινού δύσκολα προβλήματα. Η συναισθηματική αντιμετώπιση του (κατοχικού) προβλήματος … δεν βοηθά στη λύση του. Γι αυτό και η συμβουλή μου, να επικεντρωθούμε στα θέματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν σήμερα».
Το πιο αιχμηρό «αγκάθι» στο θέμα των επανορθώσεων είναι βέβαια η εξαγγελία του υπουργού δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου, ότι οι ελληνικές Άρχές ενδέχεται να κατασχέσουν περιουσιακά στοιχεία της Γερμανίας στην Ελλάδα προς όφελος των θυμάτων του Διστόμου.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αρνήθηκε να σχολιάσει το γεγονός. Όμως η γενική εντύπωσης στο Βερολίνο είναι, ότι η γερμανική κυβέρνηση θα κινηθεί άμεσα
νομικά και πολιτικά εναντίον τυχόν κατάσχεσης, όπως εξάλλου το δήλωσαν ευθέως και ορισμένοι χριστιανοδημοκράτες πολιτικοί – μεταξύ άλλων και ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής τους ομάδας Χάνς Μίτελμπαχ.
Προληπτικά πάντως, το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών παρέπεμψε με ανακοίνωσή του στο γεγονός, ότι το Διεθνές Ανώτατο Δικαστήριο της Χάγης απορρίπτει τέτοιες κατασχέσεις με το αιτιολογικό της «ετεροδικίας» – το γεγονός δηλαδή, ότι ένα κράτος δεν μπορεί να κριθεί και να καταδικαστεί για τις πράξεις του, όσο απεχθείς και αν είναι αυτές, από τα δικαστήρια ενός άλλου κράτους.
Κυβερνητική πηγή στο Βερολίνο εξέφραζε την απορία, γιατί η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να εγείρει θέμα επανορθώσεων σε μια στιγμή που οι διαπραγματεύσεις στο Eurogroup βρίσκονται στην πιο λεπτή φάση τους. «Αν το έκανε σε 4-5 εβδομάδες θα το καταλάβαινα, αλλά γιατί τώρα;» διερωτάτο. Το αποτέλεσμα θα είναι να αγανακτήσουν επιπλέον οι γερμανοί βουλευτές και να μην θέλουν να δώσουν την έγκρισή τους στην εκταμίευση χρημάτων σε περίπτωση ενδιάμεσης συμφωνίας για βοήθεια.
Η ίδια πηγή πάντως υποστήριζε, ότι η απόφαση του Βερολίνου, να μην δεχθεί διαπραγματεύσεις για τις επανορθώσεις, είναι οριστική και αμετάκλητη. «Ας πάει στα διεθνή δικαστήρια» έλεγε αναφερόμενη στην Αθήνα. «Αυτά θα αποφανθούν μετά από 15-20 χρόνια – και η απόφασή τους θα είναι πάλι αρνητική γι αυτήν».
Ταυτόχρονα άσκησε κριτική και στη διαπραγματευτική τακτική της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Eurogroup. «Τα σημεία που μας έφερε δεν έχουν καμιά σχέση με το καθαυτό ζητούμενο, το μνημόνιο» έλεγε. «Αυτό που ζητάμε εμείς είναι η εκπλήρωση των ακόμη ανεκπλήρωτων σημείων του, όχι κάποιες νέες ιδέες». Μερικές από τις τελευταίες, πρόσθεσε, όπως τα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, είναι γοητευτικές, δεν αποτελούν όμως επαρκές υποκατάστατο για τις μνημονιακές υποχρεώσεις και, επιπλέον, θα πρέπει να ενταχθούν – στο πλαίσιο της ευελιξίας του προγράμματος – επίσης στο μνημόνιο.
Οι πολιτικοί των κυβερνητικών κομμάτων, των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλημοκρατών, συντάσσονται λίγο ή πολύ με αυτή την κριτική και αποφεύγουν επιμελώς να μιλήσουν για grexit, για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Η Άνγκελα Μέρκελ συνεχίζει μάλιστα να δηλώνει, ότι θέλει την Ελλάδα στην νομισματική ένωση.
Πολύ πιο επιθετικά κατά του grexit τάχθηκε για άλλη μια φορά ο Χέλμουτ Σμιτ. Σε συνέντευξή του που θα δημοσιευθεί αύριο, Πέμπτη, στην «Bild Zeitung», ο σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος προειδοποιεί, μεταξύ άλλων, ότι η έξοδος θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για την γερμανική Κεντρική Τράπεζα Bundesbank, θα αποβεί δηλαδή τελικά εις βάρος των γερμανών φορολογουμένων.
Παρόμοια προειδοποίηση απεύθυνε και ο πρόεδρος της αυστριακής Κεντρικής Τράπεζας Έβαλντ Νοβόντνυ, ο οποίος χαρακτήρισε «αυταπάτη» την άποψη, ότι η έξοδος θα βοηθούσε την Ελλάδα ή την ευρωζώνη.
Το grexit παραμένει έτσι κυρίως θέμα ορισμένων γερμανικών μέσων ενημέρωσης, που τελευταία το «οσφραίνονται» όλο και συχνότερα. Προς το παρόν βέβαια είναι ακόμα στο περιθώριο του προπαγανδιστικού τους πολέμου, και όχι στο επίκεντρο μιας πολιτικής καμπάνιας, όπως εκείνη της «Bild Zeitung»
Το ΒΗΜΑ