Την υποβολή μαζικών αγωγών και μηνύσεων από επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στη ζώνη ευθύνης του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Δωδεκανήσου κατά της τότε διοίκησης του Δήμου Ροδίων και κατά του Υπουργείου Οικονομικών για την ακύρωση πράξεων επιβολής του Δημοτικού Φόρου Δωδεκανήσου είχε προτείνει ως τη μόνη ενδεδειγμένη αντίδραση στη θέσπιση του ο πρώτος τη τάξει δημοτικός σύμβουλος της πλειοψηφίας στο Δήμο Ροδίων, Αντιδήμαρχος Καθημερινότητας κ Γ. Γιαννακάκης από τη θέση του Α’ Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ΕΒΕΔ!
Όπως απεκάλυψε η “δ” την ίδια ώρα που η δημοτική αρχή του Δήμου Ροδίων αναθεματίζει την προσπάθεια που καταβάλλει το ΕΒΕΔ για την κατάργηση του δημοτικού φόρου, ερχόμενη σε ευθεία ρήξη με τη διοίκηση του, διαπιστώνεται ότι ο κ Γιαννακάκης, ως έμπορος και πρώην μέλος της διοίκησης του Επιμελητηρίου, ήταν αυτός που είχε πρωτοστατήσει στον αγώνα για την κατάργηση του Δωδεκανησιακού φόρου.
Υπενθυμίζουμε εξάλλου ότι ήταν εκείνος που είχε παραγγείλει στον ενδιαμέσως εκλιπόντα διακεκριμένο καθηγητή του Διοικητικού και Δημοσιονομικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Αναστασόπουλο, την εξέταση της νομιμότητας του ΔΗΦΟΔΩ και η γνωμοδότηση “φωτιά” του τελευταίου, αποτελεί πλέον ένα πρόσθετο στοιχείο που επικαλείται το ΕΒΕΔ σήμερα στην προσπάθεια που καταβάλλει για την ακύρωση του φόρου.
Τονίζεται δε ότι τις θέσεις του αυτές και την πολεμική του έναντι του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. δεν στηρίζει πλέον από τη θέση του δημοτικού συμβούλου της πλειοψηφίας γεγονός που διατράνωσε και την 4η Απριλίου 2009 ενώπιον των νέων μελών του ΕΒΕΔ.
Εν πάση περιπτώσει στη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 1993 του διοικητικού συμβουλίου του ΕΒΕΔ που ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με το θέμα του Δημοτικού Φόρου, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στο Εμπορικό Λιμάνι της Ρόδου, από τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ της τότε διοίκησης του δήμου και των κρεατεμπόρων ύστερα από την άρνηση των τελευταίων να καταβάλουν το φόρο, ο κ Γιαννακάκης είχε ζητήσει τα εξής:
“Εγώ θα έλεγα στον κ Δήμαρχο ότι δεν έχουμε αντίρρηση να πληρώσουμε το δημοτικό φόρο εφόσον όμως είναι νόμιμος και δίκαιος, σύμφωνα και με τα δικά μας στοιχεία. Δηλαδή να διερευνηθεί το νόμιμο καθεστώς του με γνωμοδότηση και του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εμπορίου και σύμφωνα και με την ισχύουσα Κοινοτική Νομοθεσία, η οποία, ως γνωστό, κατισχύει του Εσωτερικού Δικαίου. Στη συνέχεια, αφού εξαντληθεί το θέμα και εξακριβωθεί ότι πράγματι ο Δημοτικός Φόρος είναι παράνομος για συγκεκριμένους λόγους, να παροτρύνουμε τους επιχειρηματίες μας, να αυτοπροστατευθούν με μηνύσεις στα Ελληνικά και τα Ευρωπαϊκά ενδεχομένως δικαστήρια”.
Την 11η Μαρτίου 1993 σε άλλη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του ΕΒΕΔ κατά την οποία έγινε διαλογική συζήτηση επί των προτάσεων της επιστημονικής επιτροπής για το Δημοτικό Φόρο ο κ Γιαννακάκης ζήτησε τα εξής:
“…να τεθεί ως προϋπόθεση ότι τα έσοδα από το φόρο θα αξιοποιούνται σωστά, Γιατί κ Πρόεδρε σήμερα συμβαίνει το εξής: Εισπράττονται περίπου 2 -2,5 δισ. δρχ και δυστυχώς η καθαριότητα παραμένει πλημμελής. Ούτε καν ικανός αριθμός κάδων δεν υπάρχει”.
Την 23η Μαρτίου 1993 ο τότε Α’ Αντιπρόεδρος του ΕΒΕΔ κ Γιαννακάκης απέστειλε στον τέως Υπουργό Οικονομικών κ Ν. Παπαδόπουλο και στον τέως Υφυπουργό Οικονομικών κ Δ. Γεωργακόπουλο επιστολή, ζητώντας να προηγηθεί διαβούλευση με το Επιμελητήριο πριν την αποδοχή της πρότασης της ΤΕΔΚ Δωδεκανήσου για αντικατάσταση του δημοτικού φόρου 4% που ίσχυε στα Δωδεκάνησα με την επιβολή τέλους επί των ακαθαρίστων εσόδων αποκλειστικά και μόνο των επιχειρήσεων πράγμα για το οποίο δηλώνει κάθετα αντίθετος.
Αφορμή για την αποστολή της συγκεκριμένης επιστολής είχε αποτελέσει εξάλλου το γεγονός ότι την ίδια ημέρα είχε προγραμματιστεί συνάντηση του τότε Υπουργού με τον πρώην Δήμαρχο Ροδίων κ Μ. Κόκκινο και με εκπροσώπους της ΤΕΔΚ Δωδεκανήσου για τη νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος.
Την 3η Ιουνίου 1994 και ενώ οι αντιδράσεις του ΕΒΕΔ δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέλεσμα σε νέα συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου για το ίδιο θέμα ο κ Γιαννακάκης διατυπώνει την εξής άποψη:
“Νομίζω ότι η αποστολή μας πλέον σαν Επιμελητήριο είναι μόνο μία. Και θέλω να πω τα εξής: Ο νέος φόρος που πρόκειται να επιβληθεί από την 1η Ιουλίου εμπεριέχει πολλά μειονεκτήματα και εκ του γεγονότος ότι προκλητικά μας αγνόησε η ΤΕΔΚ κατά την προπαρασκευή της επιβολής του νέου φόρου αυτό επαναλαμβάνω ότι η αποστολή μας είναι μια.
Θα πρέπει να ενθαρρύνουμε τα μέλη μας από την εφαρμογή του να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη, καθώς και τους Εμπορικούς Συλλόγους. Νομίζω ότι έχει χρέος το Επιμελητήριο να τους χρηματοδοτήσει, ούτως ώστε αμέσως μετά την πρώτη Ιουλίου, να προσφύγουμε και αυτός ο άδικος φόρος να καταργηθεί στη γέννηση του. Αυτά είχα να σας πω. Ευχαριστώ”.
Στη γνωμοδότηση του καθηγητή Αναστασόπουλου για το ίδιο ζήτημα, η οποία διενεργήθηκε κατόπιν σχετικής παραγγελίας του κ Γιάννη Γιαννακάκη, επισημαίνονται συμπερασματικά…
“Έχω τη γνώμη ότι μπορεί να αμφισβητηθεί βάσιμα το αν ο επίμαχος φόρος συνάδει προς του Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, ιδίως το κοινό σύστημα ΦΠΑ, και αφετέρου στους κανόνες της φορολογικής ισότητας και καθολικότητας που καθιερώνονται στο Ελληνικό Σύνταγμα, σε συνδυασμό με τις δικαιοκρατικές αρχές της αναλογικότητας, συστηματικότητας και αναγκαιότητας”.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι περί του παρανόμου της επιβολής του Δημοτικού Φόρου έχει γνωμοδοτήσει το έτος 1994 μετά από εντολή της διοικητικής επιτροπής του ΕΒΕΔ και ο επικεφαλής σήμερα της μείζονος μειοψηφίας στο Νομαρχιακό Συμβούλιο, δικηγόρος κ Β. Υψηλάντης ενώ όμοιες θέσεις είχε διατυπώσει σε πολυσέλιδη γνωμοδότηση του στο ΕΒΕΔ και ο Οικονομολόγος – Νομικός Καθηγητής κ Κυριάκος Αρχοντάκης, πρώην πρόεδρος και νυν μέλος της παράταξης “Πρώτα η Ρόδος”.
Στη γνωμοδότηση Αρχοντάκη αναφέρονται συμπερασματικά τα εξής:
“Ο υπό σύσταση φόρος, με έντονα τα χαρακτηριστικά του έμμεσου φόρου, ευρίσκεται σε αντίθεση με τις κοινοτικές διατάξεις, ως φόρος ισοδύναμου αποτελέσματος. Η πρόκριση εξάλλου ως φορολογικής βάσης του κύκλου εργασιών, στοιχείου ουδετέρου ως προς τον προσδιορισμό της φορολογικής ικανότητος του υπόχρεου, καθιστά τον υπό σύσταση φόρο αντισυνταγματικό, αντιαναπτυξιακό, σωρευτικό και κοινωνικά άδικο, που θα επιφέρει οικονομικές διαστρεβλώσεις στην εφαρμογή του. Η εισαγωγή ως κριτηρίου των συντελεστών καθαρού κέρδους και η κλιμάκωση των συντελεστών του φόρου, επιβεβαιώνει την πρόθεση μετριασμού της κοινωνικής ανισότητας και αμβλύνει τις επιπτώσεις του επί του κύκλου εργασιών”…