H πρώτη απόφαση με την οποία αναστέλλεται η έκδοση αποφάσεων από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου επί αναγνωριστικών αγωγών του Ελληνικού Δημοσίου σε βάρος ιδιωτών και τραπεζών, με τις οποίες επιδιώκεται η αποκατάσταση της ιδιοκτησίας του σε ακίνητα που υφαπράχθηκαν με τη χρήση πλαστών αποφάσεων εκποίησης τους στο πλαίσιο του νόμου 719/1977, εκδόθηκε χθες.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση δυνάμει πλειονόντων αποφάσεων του Νομάρχη Δωδκανήσου, καταχωρίστηκαν στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου, μεταβιβάσεις λόγω εκποιήσεως ακινήτων υπέρ πλειόνων ιδιωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 719/1977, οι οποίες, όπως προέκυψε κατόπιν γενόμενου σχετικού ελέγχου, ουδέποτε εκδόθηκαν και υπογράφηκαν από αυτόν.
Ακολούθησαν πλείονες καταφατικές διατάξεις του Κτηματολογικού Δικαστή Ρόδου, με τις οποίες διατάχθηκαν αρχικά μεν οι καταχωρήσεις των διαφόρων ακινήτων στον εκάστοτε φερόμενο δικαιούχο, εν συνεχεία δε ακολούθησαν διαδοχικές μεταβιβάσεις, εγγραφές προσημειώσεων και υποθηκών, αλλά και συστάσεις πραγματικών δουλειών.
Κατά των ως άνω καταφατικών διατάξεων το Ελληνικό Δημόσιο έχει ασκήσει αγωγές κατά του Προϊσταμένου του Κτηματολογίου, ιδιωτών και τραπεζών με τις οποίες ζητείται η αποκατάσταση της ιδιοκτησίας του σε ακίνητα που υφαρπάχθηκαν με τη χρήση των ανυπόστατων αυτών αποφάσεων.
Επί των αγωγών αυτών, έχουν ήδη εκδοθεί από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου δύο αποφάσεις επί ισάριθμων αγωγών με αντιφατικό περιεχόμενο, ήταν η υπ’ αριθμ. 2/2015 και η υπ’ αριθ. 9/2015.
Με την υπ’ αριθ. 2/2015 έγινε δεκτό ότι η απόφαση του Νομάρχη, καίτοι ανυπόστατη, πρέπει να τύχει ακύρωσης η οποία θα ισχύει έναντι πάντων, προκειμένου να μην παράγει έννομα αποτελέσματα, εφόσον ήδη έτυχε εφαρμογής από την διοίκηση. Περαιτέρω με την ίδια ως άνω απόφαση έγινε δεκτή η ένσταση των εκεί εναγομένων ότι το άρθρο 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού τυγχάνει εφαρμογής και επί των κτηματολογικών εγγραφών και προβάλλεται κατ’ ένσταση και κατά των εξ’ αρχικής (θεμελιώδους καταγραφής τιτλούχων ακινήτου, που ισχυρίζονται ότι ουδέποτε απώλεσαν τα των ακινήτων δικαιώματά τους, αφού ο τίτλος βάσει του οποίου εκχώρησαν οι επακολουθήσαστες μεταβιβάσεις και συνακόλουθες μεταγενέστερες κτηματολογικές εγγραφές ήταν διοικητική πράξη (απόφαση του Νομάρχη Δωδεκανήσου), πλαστή και, ως εκ τούτου, ανυπόστατη και μη παράγουσα έννομες συνέπειες.
Αντίθετα, με την υπ’ αριθ. 9/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου έγινε δεκτό ότι η απόφαση του Νομάρχη, ως ανυπόστατη, δεν καλύπτεται από το τεκμήριο της νομιμότητας και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, ενώ περαιτέρω απορρίφθηκε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στο άρθρο 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού ένσταση απάντων των εκεί εναγομένων, με την αιτιολογία ότι η εν λόγω διάταξη, με την οποία προστατεύεται ο καλοπίστως αποκτήσας με επαχθή αιτία εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, έναντι του τρίτου που ασκεί πράξεις νομής με διάνοια κυρίου αξιώνοντας δικαίωμα κυριότητας σ’ αυτό μπορεί να προβληθεί είτε επί διεκδικητικής αγωγής, που ασκείται από εγγεγραμμένους τιτλούχους, ερειδομένης σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας ή επί αναγνωριστικής αγωγής ερειδομένης στην ίδια βάση, αποτελώντας αντένσταση αυτών (των εγγεγραμμένων τιτλούχων) στην ένσταση του εναγομένου τρίτου για την εκ μέρους του συμπλήρωση του νομίμου χρόνου της 15ετούς κτητικής παραγραφής για την κτήση της κυριότητας επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, είτε επί αγωγής, που ασκείται κατά εγγεγραμμένων τιτλούχων, ειρειδομένης στο άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού για την αναγνώριση της συμπλήρωσης, υπέρ των εναγόντων της αγωγής αυτής, της ως άνω 15ετούς κτητικής παραγραφής, αποτελώντας καταλυτική ένσταση κατά της αγωγής αυτής και όχι στοιχείο αυτής.
Κατά της υπ’ αριθ. 2/2015 απόφασης το Ελληνικό Δημόσιο έχει ασκήσει έφεσή του, η οποία βάλλει κατά της ως άνω απόφασης για τα δύο αυτά νομικά ζητήματα, ήτοι της εφαρμογής ή μη των ανυπόστατων αποφάσεων του Νομάρχη Δωδεκανήσου και της εφαρμογής ή μη του άρθρου 41 του Κτηματολογικού Κανονισμού.
Κρίθηκε έτσι ότι για την ενότητα της νομολογίας και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, συντρέχει, ευλόγως, περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ.
Κατόπιν αυτού, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης για το ως άνω ζήτημα από το Εφετείο Δωδεκανήσου.