Ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο «αιχμηρός θιασώτης της Θεωρίας των Παιγνίων», τέθηκε στο περιθώριο των διαπραγματεύσεων, το… παίγνιο της κρίσης όμως δεν τέλειωσε. Διότι το παιχνίδι «είναι πολιτικό και «όχι οικονομικό» και διότι οι αλήθειες που λέει ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών είναι «αδιαμφισβήτητες».
Μ’ αυτό το συμπέρασμα το New Yorker κάνει μια διαφορετική προσέγγιση της υπόθεσης Βαρουφάκη και της ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης και ο γνωστός αναλυτής του αμερικανικού περιοδικού Τζον Κάσιντι προειδοποιεί ότι εάν δεν αντιμετωπιστεί το θέμα του ελληνικού χρέους δεν θα υπάρξει και λύση του δράματος.
Ο Τζον Κάσιτνι, αφού παραθέτει το χρονικό του «ψαλιδίσματος» Βαρουφάκη, επισημαίνει ότι η κίνηση αυτή μπορεί βραχυπρόθεσμα να βοηθήσει και να κάνει σχετικά πιο εύκολο τον συμβιβασμό και για τις δύο πλευρές.
«Στη βάση», σημειώνει, «πως καμία πλευρά δεν θέλει να φύγει η Ελλάδα από την ευρωζώνη, υποστηρίζω σταθερά πως θα υπάρξει μιας μορφής συμφωνία την ενδεκάτη ώρα. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει νομοθεσία μέσα από την οποία θα εφαρμόσει κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις που ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως οι αλλαγές στον ΦΠΑ και οι ιδιωτικοποιήσεις λιμανιών και αεροδρομίων. Σε αντάλλαγμα, η Ευρώπη μπορεί να αφήσει στην άκρη, επί του παρόντος, ορισμένες απαιτήσεις όπως οι αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα και στα εργασιακά.
Αυτά τα ζητήματα, όμως, δεν πρόκειται να φύγουν, όπως δεν θα φύγει και η ελληνική χρηματοοικονομική κρίση. Σ’ αυτή τη φάση, στην πραγματικότητα, η παρατεταμένη κόντρα για τα 7,2 δισ. δολάρια αρχίζει να μοιάζει με λεπτομέρεια. Μόλις έρθει ο Ιούνιος, οι δύο πλευρές θα πρέπει να καταλήξουν σε μια άλλη συμφωνία για την αναδιάρθρωση, ή την αναχρηματοδότηση του χρέους της Ελλάδας που συνολικά φθάνει στο 175% του ΑΕΠ της χώρας. Με βάση τα όσα είδαμε τους τελευταίους μήνες, οι πιθανότητες αυτές οι διαβουλεύσεις να καταλήξουν σε συμφωνία είναι ελάχιστες.
Εκείνο που χρειάζεται, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι αντικειμενικοί αναλυτές, είναι μια μεγάλη διαγραφή χρεών κι ένα νέο πολιτικό μοντέλο που θα αποκαθιστά την οικονομική ανάπτυξη: Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλύονται σχεδόν όλες οι κρίσεις κρατικού χρέους. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως, η διάσωση του 2010, η οποία αναθεωρήθηκε το 2012, δεν επέβαλε κούρεμα στους πιστωτές της Ελλάδα, οι οποίοι ήταν κυρίως μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Σχεδιασμένη από την τρόικα – την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ – η διάσωση είχε στόχο «να προστατεύσει τις γερμανικές, και κυρίως τις γαλλικές, τράπεζες από μια διαγραφή δανείων». (Αυτό δεν το λέει ο Βαρουφάκης, το λέει ο Καρλ Οττο Πελ, πρώην πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας).
Επιπροσθέτως, πέραν του ότι επιβάρυνε την Ελλάδα με ένα ασήκωτο φορτίο χρέους, η τρόικα ανάγκασε την κυβέρνηση της Αθήνας να περικόψει τις δαπάνες και να μειώσει θεαματικά το διογκούμενο δημοσιονομικό της έλλειμμα. Τους στόχους αυτούς τους πέτυχε, αλλά με τεράστιο κόστος για την υπόλοιπη ελληνική οικονομία. Ανάμεσα στο 2010 και το 2014, το ΑΕΠ μειώθηκε περίπου κατά 25% και η ανεργία ανέβηκε πάνω από το 25%. Η δάσωση έφερε την μεγάλη ύφεση στην Ελλάδα.
Για όσους παρακολουθούν την ελληνική υπόθεση, αυτή η ιστορία είναι γνωστή αλλά μοιάζει να επαναλαμβάνεται. Από τότε που ανέλαβε υπουργός Οικονομικών, Βαρουφάκης έδειξε να υποκύπτει σε ευσεβείς πόθους, στην κωλυσιεργία και στην αυτο-δραματοποίηση. Όμως τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Βαρουφάκης για το ελληνικό δράμα και για τις καταστροφικές συνέπειες των πολιτικών λιτότητας που συνόδευσαν τα πακέτα διάσωσης του 2010 και του 2012 είναι αδιαμφισβήτητα.
Δυστυχώς, ούτε τώρα υπάρχουν ενδείξεις πως οι ηγέτες της ΕΕ είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν αυτές τις αλήθειες, ένα πρόβλημα που τόνισε πολύ ξεκάθαρα πρόσφατα και ο οικονομολόγος του Μ.Ι.Τ. και πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Κύπρου Αθανάσιος Ορφανίδης. Γιατί οι Ευρωπαίοι δείχνουν τόσο πείσμα; Δεν είναι ζήτημα μόνον λανθασμένης οικονομικής ανάλυσης, παρ’ ότι υπάρχει και μια τέτοια πλευρά. Το βασικό πρόβλημα είναι πολιτικό. Έχοντας εξαναγκάσει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη που πήραν πακέτα διάσωσης – Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος – να πιουν το φάρμακο της λιτότητας, οι θεσμοί της ΕΕ (και πολλές από τις κυβερνήσεις της) είναι πρόθυμες να κάνουν ο,τιδήποτε που θα φαινόταν ότι δίνει στην Ελλάδα, και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ, μια ανάσα.
Ένας τρόπος για να υπερκεραστεί αυτό το πρόβλημα θα ήταν να υιοθετηθεί πλέον μια νέα πανευρωπαϊκή πολιτική που θα είχε ως στόχο τη μείωση της υπερχρέωσης, όπως είναι οι προτάσεις για επαναγορές χρέους που παρουσίασε πρόσφατα το Center for Economic Progress του Λονδίνου. Αντί να κινηθούν όμως προς αυτήν την κατεύθυνση, οι πολιτικές ηγεσίες των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης επιμένουν να υποκρίνονται πως η Ελλάδα θα καταφέρει στο τέλος να αποπληρώσει όλα τα χρέη της.
Εάν αυτή η αντιπαράθεση συνεχιστεί, ανεξαρτήτως με το τί θα συμβεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες, είναι πιθανότατα απλά θέμα χρόνο το πότε η Ελλάδα θα αθετήσει κάποιες από τις υποχρεώσεις πληρωμών που έχει. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι επιλογές θα είναι είτε να κηρύξει χρεοκοπία και να πάει σε νέο νόμισμα ή να προσπαθήσει να χρεοκοπήσει χωρίς να εγκαταλείψει το ευρώ. Η πρώτη επιλογή θα περιλάμβανε μια ισχυρή δόση επώδυνων συνεπειών βραχυπρόθεσμα – περιορισμούς στις αναλήψεις από τις τράπεζες, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και, πιθανώς, εκτίναξη του πληθωρισμού.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, θα έδινε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την υποτίμηση ως δρόμο διαφυγής από την ύφεση και απόδρασης από τον κλοιό του χρέους. Η δεύτερη επιλογή θα ήταν περίπλοκη. Ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους οικονομολόγους, ο Charles Wyplosz του Centre for Economic Policy τονίζει ότι πολλά θα εξαρτηθούν τότε από το τι θα κάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εάν δεν δεσμευτεί, πριν κηρυχθεί χρεοκοπία, ότι θα συνεχίσει να λειτουργεί ως πιστωτής έσχατης καταφυγής, τότε στην Ελλάδα θα υπάρξει bank run και, πιθανώς, πλήρης χρηματοοικονομική κατάρρευση.
Εάν αυτό ακούγεται πολύ σκληρό, είναι επειδή όντως είναι σκληρό. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια απαίσια κατάσταση. Και το γεγονός ότι παρακάμφθηκε ένας ενοχλητικός, αδέξιος πελάτης δεν το αλλάζει αυτό.
tvxs.gr