Οταν έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα οι πρώτες μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του ’80, πολλοί προέβλεπαν πλήγμα για τις εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ανάλογες ήταν οι προβλέψεις και πολύ αργότερα, όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα μεγάλα εμπορικά κέντρα ή όταν το 2005 διευρύνθηκε το ωράριο των εμπορικών καταστημάτων. Οι τότε προβλέψεις έπεσαν όλες έξω, διότι το σοκ δεν ήταν τελικά τόσο ισχυρό και η ιδιωτική κατανάλωση έβαινε αυξανόμενη, ικανή να συντηρήσει πολλούς παίκτες στην αγορά, μικρούς και μεγάλους. Ο περίφημος «θάνατος του εμποράκου» επήλθε τελικά με την οικονομική κρίση και ο χάρτης του εμπορίου στην Ελλάδα αναδιαρθρώθηκε ίσως με τον πιο βίαιο τρόπο έως τώρα.
Από το 2008 έως το 2014 υπολογίζεται ότι «εξαφανίστηκαν» πάνω από 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εμπορικές κατά βάση, κάτι που συνιστά μείωση της τάξης του 25%. Από 820.185 επιχειρήσεις το 2008, το 2014 υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους έχει μειωθεί στις 614.000, ενώ και το 2015 τα «λουκέτα» συνεχίζονται.
Μόνο στο λιανεμπόριο τροφίμων έκλεισαν σε διάστημα τεσσάρων ετών, από το 2010 έως και το 2013, 3.660 σημεία πώλησης, με τη μείωση στα παραδοσιακά μεμονωμένα καταστήματα τροφίμων (κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, μανάβικα, αρτοποιεία) να ανέρχεται σε 27% και στα μίνι μάρκετ σε 20%. Το μεγαλύτερο μέρος του τζίρου αυτού μεταφέρεται πλέον στα σούπερ μάρκετ, τα οποία αυξάνουν ολοένα και περισσότερο τις κατηγορίες προϊόντων που διαθέτουν.
Τα αντίστοιχα ισχύουν και με τα υπόλοιπα καταστήματα του λιανεμπορίου: ο τζίρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των μικρών βιοτεχνιών που είχαν και λιανική πώληση έχει μεταφερθεί στις αλυσίδες και τα πολυκαταστήματα.
Η οικονομική κρίση, η οποία οδήγησε σε μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης την περίοδο 2008-2014 κατά 25%, είναι στην πραγματικότητα όχι η αιτία, αλλά ο παράγοντας που επιτάχυνε τις εξελίξεις στον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας, υπό την έννοια ότι σε πολλές περιπτώσεις επιχειρηματικής ανάπτυξης στην Ελλάδα υπήρχαν εγγενείς αδυναμίες οι οποίες αποκαλύφθηκαν με την κρίση. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην πλειονότητά τους αναπτύχθηκαν πάνω σε σαθρές βάσεις, χωρίς να επενδύσουν σταδιακά σε καινοτομία και εξωστρέφεια, έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστικές ανά πάσα στιγμή και κυρίως όταν η οικονομική συγκυρία είναι δυσχερής. Η πρόσβασή τους πλέον στη χρηματοδότηση είναι κάτι παραπάνω από δύσκολη, γεγονός που δεν τους επιτρέπει να έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια ούτε καν για να ανανεώσουν το εμπόρευμά τους, οδηγούμενες έτσι σε μαρασμό και τελικά στο «λουκέτο».
Μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις δεν «διάβασαν» καλά την ελληνική αγορά, με συνέπεια να αποχωρήσουν στις αρχές της κρίσης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την Aldi, την Fnac, την Carrefour. Το ίδιο συνέβη, βεβαίως, και με κάποιες μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες είχαν προβεί σε υπερδανεισμό τα προηγούμενα χρόνια, με συνέπεια να οδηγηθούν γρήγορα στην απαξίωση και την πτώχευση, όπως για παράδειγμα η αλυσίδα σούπερ μάρκετ Ατλάντικ, αλλά και η Sprider.
Από πέρυσι οι αναδιαρθρώσεις, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις έχουν ξεκινήσει πλέον να γίνονται με εντατικότερους ρυθμούς. Οι τράπεζες αποτελούν επί της ουσίας ισχυρό μοχλό συγκέντρωσης, καθώς θεωρούν ότι οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων θα δώσουν λύση στα προβλήματα υπερχρέωσης και θα μειώσουν τις επισφάλειες. Οι υγιείς επιχειρήσεις, από την άλλη, βρίσκουν τώρα την ευκαιρία να επενδύσουν με σκοπό τη γιγάντωσή τους.
Συγκέντρωση στον κλάδο των σούπερ μάρκετ
Το πλέον ίσως χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκέντρωσης είναι ο κλάδος των σούπερ μάρκετ. Μετά και την απόκτηση των δραστηριοτήτων του «Βερόπουλου» στην Ελλάδα από τον «Σκλαβενίτη», τρεις επιχειρήσεις («Μαρινόπουλος», «Σκλαβενίτης» και ο «ΑΒ Βασιλόπουλος») θα συγκεντρώνουν πλέον τζίρο πάνω από 6 δισ. ευρώ. Από το περασμένο φθινόπωρο, η εταιρεία που αριθμούσε περίπου εκατό καταστήματα και ήταν γνωστή μόνο στους κατοίκους του λεκανοπεδίου της Αττικής προχώρησε σε τρεις θεαματικές εξαγορές, αυτήν του 60% της κρητικής αλυσίδας «Χαλκιαδάκης», της Makro Cash & Carry Hellas και πριν από λίγες ημέρες του «Βερόπουλου».
Μόνο μέσα στο 2014 άλλαξαν χέρια επτά λιανεμπορικές αλυσίδες και 241 καταστήματα στην κατηγορία των σούπερ μάρκετ και ευρέως των καταναλωτικών ειδών.
Καθημερινη