Μοναδική αρχιτεκτονική, υπέροχες ακτές, νησιωτική παράδοση και φιλόξενη διάθεση. Η Σύμη σε κερδίζει με την πρώτη ματιά και σε κυριεύει για πάντα.
Πρωτοταξίδεψα στη Σύμη μέσα από το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου «Ερως – Θέρος – Πόλεμος». Ακολούθησα τη 12χρονη Μαρία, τη μητέρα της συγγραφέως, στην ανηφορική Καλή Στράτα, τον φαρδύ ασβεστωμένο δρόμο με τα περίπου 500 μεγάλα σκαλοπάτια, που ξεκινούν μέσα από τον γραφικό Γιαλό και καταλήγουν στην πλατεία του Χωριού. Μια Στράτα Καλή, επειδή κοσμείται από νεοκλασικά με ζωγραφισμένα ταβάνια – αρχοντόσπιτα που πρωτοκατοίκησαν οικογένειες καπεταναίων και σφουγγαράδων. Ακόμη και σήμερα, οι απόγονοί τους καλωσορίζουν τον διαβάτη προσφέροντάς του κέρασμα. Πολλοί κάτοικοι είναι ξένοι που ήρθαν στο νησί και έμειναν, αναστήλωνοντας με σεβασμό τα σπιτικά που αγόρασαν. Το Χωριό είναι ο μεγαλύτερος οικισμός. Κάποτε η Σύμη είχε πληθυσμό 25.000 – σήμερα μόλις που αγγίζει τις 3.000.
Αξίζει να σουρτουκέψετε στα λιθόστρωτα καλντερίμια, περνώντας από το παλιό δημοτικό φαρμακείο Σπετσαρία, το Αρχαιολογικό και Λαογραφικό Μουσείο, να διασχίσετε τις μικρές πλατείες και να περάσετε κάτω από τα «διαβατά» (τις πετρόχτιστες καμάρες-δωμάτια που «αιωρούνται» πάνω από τα σοκάκια). Ενα φιδίσιο σοκάκι ανεβαίνει στην κορυφή του Χωριού με το ερειπωμένο Κάστρο, την Παναγιά και το γενναιόδωρο πανόραμα.
Η μικρή ηρωίδα της Φακίνου ήταν η πρώτη στην ποιμενική οικογένεια που θα πήγαινε σχολείο. Ετσι, κάθε μέρα, κατηφόριζε το βουνό από μια άλλη, εξίσου πλανεύτρα Στράτα, τον Καταρράκτη, που ξεκινάει από τη ρομαντική, μοναχική γειτονιά του Χωριού Εκεί Πίσω -η οποία «ατενίζει» από ψηλά το λιμάνι- και διασχίζει το άγριο τοπίο της πλαγιάς, καταλήγοντας στο Γιαλό. Στο λιμανάκι δένουν ημερόπλοια από Ρόδο και Τουρκία, ιστιοφόρα, σκαριά παλιά και κότερα υπερσύγχρονα, με διάφορες σημαίες. Οι κατάμεστες ψαροταβέρνες στέλνουν στο μελτέμι συντροφιά ελληνικές και τουρκικές μελωδίες.
Κοντά στη βοτσαλωτή αυλή της μητρόπολης θα βρείτε το εργαστήρι του νεαρού φαναρά Γιάννη Πατσάκη. Με πάθος συνεχίζει την παλιά τέχνη του παππού του, σε πείσμα των καιρών της μαζικής παραγωγής. Ανοίγει μόνο μεσημέρι, αφού τις υπόλοιπες ώρες εργάζεται ως μάγειρας. Ο πασίχαρος καροτσέρης, με την κατάλευκη άμαξα και τα πορφυρά, βελούδινα καθίσματα, περιμένει στο πέτρινο γεφυράκι να σας πάει καροτσάδα πλάι στο κύμα. Θα περάσει κάτω από το ρολόι του λιμανιού και από το μοναδικό αρχιτεκτονικό απομεινάρι της Ιταλοκρατίας (που στεγάζει την αστυνομία). Θα χωθεί στη γειτονιά Χαράνι μες στον παλιό ταρσανά και θα τερματίσει στην παραλία Νος με τα ομπρελίνια και τις ξαπλώστρες του καφέ-ταβερνείου Παράδεισος με το ατμοσφαιρικό μουσικό ρεπερτόριο, που συνδυάζει Εντιθ Πιαφ και Τζουγανάκη.
Ποδαράτη η επιστροφή, με θέα την πολιτεία-κόσμημα του Γιαλού να αντικατοπτρίζεται στο νερό. Αετώματα, κεραμοσκεπές, δίπατες χρωματιστές προσόψεις. Θαμώνες των ουζερί βουτούν στα λαχταριστά νερά ανάμεσα στις ψαρόβαρκες. Το παρδαλό τρενάκι του δήμου φτάνει ώς το γαλήνιο Νημποριό. Εδώ ζει ο 85χρονος καμπανοποιός Τάσος Αναστασιάδης. Στο χυτήριο του 1865, ο γιος του, Φιλήμων, συνεχίζει την ίδια τέχνη. Ο κυρ Τάσος με χιούμορ μοιράζεται τις αναμνήσεις αλλά και τις ιστορικές του γνώσεις. Μας έδειξε το πρωτότυπο έγγραφο εράνου που τύπωσαν το 1914 οι Δωδεκανήσιοι, προκειμένου να αγοραστεί το θωρηκτό «Αβέρωφ», και άλλα ιστορικά έγγραφα και αντικείμενα. Το χυτήριο μοιάζει με μουσείο. Η ατμομηχανή του είναι από τις πρώτες στη χώρα μας.
Φεύγοντας από το Χωριό, ο δρόμος στη λοφογραμμή οδηγεί στον Πανορμίτη. Πάνω από την Αγία Τριάδα η θέα συγκλονίζει, αφού στην «ποδιά» της χωράει ολόκληρο το Χωριό, που μοιάζει να κρέμεται σε δύο πλαγιές. Η μια πλαγιά «ρέει» προς το λιμάνι του Γιαλού και η άλλη προς το γραφικό ησυχαστήριο Πέδι, με τα περιβόλια, τα αμπέλια και το παλιό λιμάνι.
Η ματιά μας συναντάει τα μικρασιατικά παράλια, που απέχουν έξι ναυτικά μίλια. Συνεχίζοντας προς Πανορμίτη, στην περιοχή Αγ. Κωνσταντίνος στρίβουμε αριστερά προς Χαμές και ανεβαίνουμε στο ύψωμα του μοναστηριού του Κοκκιμήδη, για να θαυμάσουμε το μεγαλείο του κυπαρισσόδασους. Επιστρέφουμε στο δρόμο για Πανορμίτη. Στο μοναστήρι του Σωτήρος, το μονοπάτι οδηγεί στα έντεκα αρχαία και αναστηλωμένα πέτρινα πατητήρια Κουρκουνιώτη. Πριν καταλήξει στον Πανορμίτη, ο δρόμος έχει διακλάδωση αριστερά για την παραλία της Μαραθούντας με αρμυρίκια, αγριοκάτσικα, βότσαλα και μια ψαροταβέρνα (Τ/22460-71.425), που προσφέρει ομπρέλες και ξαπλώστρες.
Από ψηλά προβάλλει πρώτα ο σαλιγγαρωτός δρόμος, που κατεβαίνει σε έναν κλειστό κόλπο, όπου δεσπόζει το μοναστήρι του Ταξιάρχη Μιχαήλ (Πανορμίτη). Στο λιμάνι αποβιβάζονται πλήθη επισκεπτών. Ενα περίτεχνο, ξυλόγλυπτο τέμπλο, τάματα που σκεπάζουν την εικόνα, βοτσαλωτές αυλές, λουλουδιασμένες μπροστά στη θάλασσα και η καμπάνα 750 κιλών κατασκευασμένη από τον κ. Αναστασιάδη.
Οι παραλίες της Σύμης, προσβάσιμες κυρίως από θαλάσσης, σου κόβουν την ανάσα. Το πρωί σαλπάρουμε με το καΐκι «Ποσειδώνας» και τον γλυκύτατο καπετάν Γιάννη Γιαννίκο (Τ/6973-220.215) πρόθυμο να μας κάνει το γύρο του νησιού. Στο σκιερό κατάστρωμα πηγαδάκια με τους ξένους… ντόπιους. Από πανεπιστημιακοί του Κέμπριτζ μέχρι καλλιτέχνες της Φλωρεντίας απολαμβάνουν το ουζάκι με τα τουρσιά που κερνάει ο καπετάνιος. Ηλιοθεραπεία και αγνάντι γύρω από τα ενεργειακά βράχια. Αγκυροβόλι και βουτιές μπροστά στο πάλλευκο μοναστηράκι του Αγίου Αιμιλιανού. Ενα από τα περίπου 350 μοναστήρια του νησιού που ανήκουν σε οικογένειες προκειμένου να συντηρούνται. Αν ζητήσετε τα κλειδιά, μπορείτε να μείνετε. Μια λωρίδα γης ενώνει το ξωκλήσι της μονής με το νησί.
Εδώ λήγει η πεζοπορία μιας ομάδας περιηγητών, που με συνοδό τον κ. Γιαννίκο ήρθαν από το Γιαλό για να συνεχίσουν με το καΐκι. Στο ακατοίκητο νησάκι Σεσκλί ανεβείτε να δείτε τα αρχαία ευρήματα. Κάτω από τα αρμυρίκια, το πλήρωμα του Ποσειδώνα μάς προσκαλεί σε ένα τσιμπούσι με όλα τα καλούδια, θαλασσινά, σπαγκέτι και κρεατικά, όσπρια και σαλατικά. Βίρα τις άγκυρες για τον επιβλητικό βράχο ύψους 300 μέτρων, του Αϊ-Γιώργη Δυσάλωνα, που πέφτει κάθετα πάνω στην παραλία με τα εντυπωσιακά νερά που δεν τα χορταίνεις. Λένε ότι ο Αντονι Κουίν γύρισε εδώ μερικές σκηνές από την επική ταινία «Τα κανόνια του Ναβαρόνε». Στη βοτσαλωτή παραλία Νανού θα πάτε με πλωτό ταξί. Μέσα από τα σμαραγδένια, βαθιά νερά, θα απολαύσετε τη λοφοπλαγιά, που «διχάζεται» η μισή στο πευκοδάσος και η άλλη μισή στη σταχτιά πέτρα.
Μάρω Κουρή Καθημερινή