Την Πέμπτη 7 Μαΐου το απόγευμα, μιλώντας σε συνέδριο στις Βρυξέλλες, ο υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, διαβεβαίωνε ότι «σίγουρα θα πληρώσουμε το ΔΝΤ» την Τρίτη, στις 12 του μήνα. Λίγες ώρες αργότερα, την Παρασκευή 8 Μαΐου, από το Μέγαρο Μαξίμου έφευγε επιστολή του κ. Τσίπρα προς τους επικεφαλής των θεσμών (Γιουνκέρ, Λαγκάρντ, Ντράγκι), στην οποία ο πρωθυπουργός «προειδοποιούσε» ότι εάν δεν βρεθεί κάποιος τρόπος παροχής ρευστότητας στην Ελλάδα άμεσα, δεν θα πλήρωνε τη δόση στο Ταμείο.
Σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές, στην επιστολή του ο κ. Τσίπρας, αφού έκανε μια ανασκόπηση των εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις και της θετικής συμβολής της Αθήνας σε αυτές, υπογράμμιζε ότι η Ελλάδα καλύπτει για πολλούς μήνες τις υποχρεώσεις της, χωρίς να λάβει χρηματοδότηση από τους θεσμούς, με αποτέλεσμα να εξαντλούνται οι εγχώριες πηγές άντλησης ρευστότητας.
Τέσσερις εναλλακτικές
Στη συνέχεια, ζητούσε από τους παραλήπτες της επιστολής να δώσουν λύση στο πρόβλημα, προτείνοντας τέσσερις εναλλακτικές:
1. Να αυξήσει η ΕΚΤ το όριο των εντόκων γραμματίων που μπορούν να έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι ελληνικές τράπεζες.
2. Να εκταμιευθεί κάποιο μέρος από τα 7,3 δισ. ευρώ των δόσεων των πιστωτών (ΔΝΤ, Ευρωζώνη).
3. Να καταβληθούν τα κέρδη που είχε η ΕΚΤ από ελληνικά ομόλογα και τα οποία ανέρχονται σε 1,9 δισ. ευρώ.
4. Να επιστραφούν στην Ελλάδα τα 1,18 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που επεστράφησαν –αν και δεν έπρεπε– στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSF) μαζί με τα υπόλοιπα κεφάλαια του ΤΧΣ, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Η επιστολή του πρωθυπουργού κατέληγε ότι αν δεν βρεθεί άμεσα τρόπος χρηματοδότησης από τους πιστωτές, η Αθήνα δεν θα είναι σε θέση να καταβάλει τη δόση των 740 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ, στις 12 Μαΐου.
Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιού και τον ενημέρωσε για τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Η επιστολή Τσίπρα προκάλεσε εκνευρισμό στους πιστωτές, οι οποίοι, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, φρόντισαν να διαμηνύσουν στην Αθήνα τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια εξέλιξη. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε συνέντευξή του στην κυριακάτικη έκδοση της Frankfurter Allgemeine Ζeitung και αναφερόμενος στην Ελλάδα, είπε ότι «η εμπειρία σε άλλα μέρη του κόσμου έχει δείξει ότι μια χώρα μπορεί ξαφνικά να γλιστρήσει σε πτώχευση». Στο Eurogroup της Δευτέρας, το θέμα της Ελλάδας «ξεπετάχθηκε» με μια ενημέρωση από τους εκπροσώπους των θεσμών. Είχε, πάντως, προηγηθεί νέα διαβεβαίωση του υπουργού Οικονομικών, το πρωί της ίδιας ημέρας, ότι δεν θα υπάρξει αθέτηση πληρωμών, αλλά κυρίως είχε βρεθεί η λύση, δηλαδή η κάλυψη της δόσης από το ειδικό αποθεματικό υπέρ του ΔΝΤ (SDR Holdings) που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Ετσι, η επιστολή Τσίπρα καταγράφηκε από τους πιστωτές ως «πιθανή μπλόφα», που άφησε αρνητικές εντυπώσεις και επιβάρυνε το κλίμα καχυποψίας που κυριαρχεί στις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Ενδέχεται όμως και να μην ήταν. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η απόφαση για πληρωμή του ΔΝΤ ελήφθη οριστικά το Σάββατο, όταν επιβεβαιώθηκε ότι το Ταμείο συμφωνεί στη χρήση των SDR Holdings και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους διαβεβαίωσε το Μέγαρο Μαξίμου ότι το ταμειακό κενό που απομένει μπορεί να καλυφθεί, ώστε να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις.
Χειρισμοί
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση έχει αρχίσει τις προπαρασκευαστικές ενέργειες για τον επικοινωνιακό χειρισμό της διαπραγμάτευσης, ανακαλύπτοντας εσωτερικούς εχθρούς, όπως για παράδειγμα ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, και διαρρέοντας πληροφορίες για τερατώδεις απαιτήσεις των δανειστών, ώστε το όποιο αποτέλεσμα να φαντάζει θετικό. Ετσι, κάποια κυβερνητικά στελέχη άφηναν να διαρρεύσει ότι οι πιστωτές προτείνουν ενιαίο συντελεστή ΦΠΑ 23%. Κάποια άλλα κατέβαζαν τον πήχη των απαιτήσεων των πιστωτών για το συγκεκριμένο θέμα στο 20%.
Ο γ.γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων δήλωνε ότι εάν εφαρμοστούν όσα ζητούν οι πιστωτές, οι συντάξεις θα συρρικνωθούν στα 300 ευρώ, ενώ ο υπουργός Οικονομικών είπε ότι οι θεσμοί θέλουν να μειωθούν οι μισθοί των εφοριακών στα 700 ευρώ. Πάντως, αν και τα παραπάνω δεν ισχύουν, οι θεσμοί, στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής τακτικής τους, θέτουν διάφορα ζητήματα που είναι αδύνατο να τα δεχθεί οποιαδήποτε κυβέρνηση, όπως για παράδειγμα να αποσύρει όλους τους νόμους που έχει ψηφίσει και αποτελούν μονομερείς ενέργειες, μεταξύ αυτών και η ρύθμιση των οφειλών στην Εφορία και στα Ταμεία. Κατά πάσα πιθανότητα, όπως συνέβη και στο παρελθόν, θα τα αποδεχθούν, ζητώντας άλλα μέτρα ως αντάλλαγμα.
Η Αθήνα, ταυτόχρονα με τις απειλές και τις μπλόφες, αναπροσαρμόζει τις πάλαι ποτέ «κόκκινες γραμμές» της. Ετσι, στα δημοσιονομικά, παράλληλα με τα χαμηλού πολιτικού κόστους μέτρα (όπως οι υποχρεωτικές συναλλαγές με «πλαστικό» χρήμα, η λοταρία των αποδείξεων) ή τα αμφιλεγόμενα (όπως η νομιμοποίηση αδήλωτων εισοδημάτων) έχει αποδεχθεί παράταση του ΕΝΦΙΑ, αύξηση της έκτακτης εισφοράς, αύξηση του φόρου πολυτελείας, καθιέρωση ενιαίου συντελεστή ΦΠΑ. Είναι ενδεικτικό ότι ο κ. Βαρουφάκης άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά μετά το καλοκαίρι. Ο ενιαίος συντελεστής πρέπει να είναι τουλάχιστον 18% με λίγες εξαιρέσεις, για να μην επιδράσει αρνητικά στα έσοδα. Οι πιστωτές θεωρούν ότι όλα αυτά τα μέτρα είναι ανεπαρκή για να καλύψουν το δημοσιονομικό κενό, που υπολογίζουν σε τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ. Επίσης, θα ζητήσουν να υπάρξει δέσμευση για ισοδύναμα μέτρα, εάν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες ότι το ΣτΕ έκρινε παράνομες τις περικοπές συντάξεων.
Πού υποχωρεί και πού όχι
Στο ασφαλιστικό η κυβέρνηση βάζει στο τραπέζι τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, θέτοντας ως μόνη «κόκκινη γραμμή» τα θεμελιωμένα δικαιώματα, για τα οποία εξάλλου υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις. Για τη 13η σύνταξη, που επρόκειτο να δοθεί σε όσους λαμβάνουν σύνταξη έως 700 ευρώ, εσχάτως κυβερνητικά στελέχη προσέθεσαν και εισοδηματικά κριτήρια. Η 13η σύνταξη θα θυμίζει περισσότερο προνοιακό επίδομα. Σε ό,τι αφορά τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις, αφήνεται πλέον ένα παράθυρο για περικοπές στις υψηλότερες. Βασικά, η κυβέρνηση θέλει να αποφύγει μειώσεις άμεσα, παραπέμποντας σε συνολικότερη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, την οποία θεωρεί αναγκαία, τον Σεπτέμβριο. Στο εργασιακό, η κυβέρνηση επιδιώκει την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, υπάρχουν περιθώρια ευελιξίας, είτε να «ξεχαστεί» εντελώς, αν αποτελέσει αντικείμενο της συλλογικής διαπραγμάτευσης, είτε να παραπεμφθεί για αργότερα, μ’ ένα ελαστικότερο χρονοδιάγραμμα. Υποχωρήσεις κάνει η κυβέρνηση, επίσης, στο θέμα της «κακής τράπεζας» και των ρυθμίσεων «κόκκινων» δανείων, ενώ σε ό,τι αφορά στους πλειστηριασμούς, τα όρια χαμηλώνουν. Στις ιδιωτικοποιήσεις, η κυβέρνηση έχει δεχθεί να προχωρήσει η υπόθεση του ΟΛΠ. Επίσης, κατά πάσα πιθανότητα θα ολοκληρωθεί κανονικά η πώληση των περιφερειακών αεροδρομίων.
Καθημερινή