Με ρυθμό χελώνας προχωρεί η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, παρά τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί για αυτόν τον σκοπό. Η Ελλάδα κατέχει τη 12η θέση ανάμεσα σε 29 χώρες στον ρυθμό ανάπτυξης ψυχιατρικών κλινών σε κοινοτικό επίπεδο – την πρώτη θέση κατέχει η Ρουμανία και την έβδομη θέση στη μείωση των κλινών στα ψυχιατρεία· εκεί την πρώτη θέση κατέχει η Μάλτα.
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσίασε την Τρίτη στο συνέδριο για την ψυχική υγεία ο ψυχίατρος – ψυχαναλυτής, καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός διευθυντής του ΕΠΑΨΥ κ. Στέλιος Στυλιανίδης. Θέμα της ομιλίας του ήταν «Η κρίση δυσχεραίνει την κοινωνική ενσωμάτωση των ψυχικά ασθενών».
Αύξηση εισαγωγών και αυτοκτονιών
Σύμφωνα με τον καθηγητή, στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (ΨΝΑ) οι εισαγωγές έχουν υπερβεί το 62%. «Εχουμε 751 φακέλους ασθενών και, με δυο λόγια, έχουμε το φαινόμενο της περιστρεφόμενης πόρτας» είπε. Σημείωσε δε ότι το 85% των ασθενών που βγαίνουν από τα ψυχιατρεία δεν παραπέμπονται πουθενά καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα διατομεακής φροντίδας και σύνδεσης με τις υπηρεσίες της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Ο κ. Στυλιανίδης αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία, σε αντίθεση με την Ελλάδα και παρά τα επίσης μεγάλα οικονομικά προβλήματά της, κατάφερε να δώσει μια συνέχεια στον τομέα της ψυχικής υγείας.
Ο καθηγητής εξέφρασε την ανάγκη αλλαγής ψυχιατρικής κουλτούρας και δημιουργίας ενός σχεδίου δράσης με διεθνή συμμετοχή για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, η οποία προκάλεσε σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Στοιχεία που παρουσίασε δείχνουν ότι υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση στον πληθυσμό σε θέματα ψυχικής υγείας εξαιτίας της κρίσης. Χρόνιοι ασθενείς μείωσαν κατά 30% τις επισκέψεις τους στους γιατρούς και πολλοί πάσχοντες έχουν μειώσει τις δόσεις της φαρμακευτικής θεραπείας τους.
Στο συνέδριο ειπώθηκε ότι στην Ελλάδα έχει καταγραφεί αύξηση στις αυτοκτονίες κατά 53% το διάστημα 1980-2013. Οπως είπε ο ομότιμος καθηγητής Γενικής και Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μιχάλης Μαδιανός, η συσχέτιση ανεργίας και αυτοκτονιών είναι στενά συνδεδεμένη με αποδεδειγμένο και αξιόπιστο τρόπο. Σημαντική επίσης είναι η διαπίστωση ότι ένας ασθενής παραμένει αβοήθητος από 15 ως 20 μήνες ώσπου να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού γιατρού.
Ξανθός: Στο όριο της κατάρρευσης οι ψυχιατρικές δομές
Μιλώντας στο συνέδριο ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας κ. Αντρέας Ξανθός παραδέχθηκε ότι «πολλές δομές βρίσκονται πλέον στο όριο της κατάρρευσης, ενώ η ανάπτυξη των τόσο αναγκαίων νέων δομών προσκρούει στην οικονομική ασφυξία που έχει επιβληθεί στη χώρα μας. Και αυτό τη στιγμή που έγκυρες μελέτες επισημαίνουν πως ο αριθμός των ατόμων που παρουσιάζουν ψυχιατρικά προβλήματα αυξάνεται διαρκώς και δημιουργούνται συνεχώς και νέες ανάγκες, κυρίως ως αποτέλεσμα της ανθρωπιστικής κρίσης και του κοινωνικού αποκλεισμού».
Ο κ. Ξανθός αναφέρθηκε σε μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών η οποία δείχνει πως ο επιπολασμός της μείζονος κατάθλιψης έχει αυξηθεί από το 3,3% που ήταν το 2008 στο 8,2% το 2011 και στο 12% το 2013. Επίσης, μια μεγάλη διεθνής μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα σε ένα από τα εγκυρότερα ιατρικά περιοδικά, το «BMJ», έδειξε με πολύ καλή τεκμηρίωση ότι στα χρόνια των μνημονίων αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός αυτοκτονιών στη χώρα μας και, το σημαντικότερο, η αύξηση αυτή του αριθμού των αυτοκτονιών συνδέθηκε με συγκεκριμένες χρονικές περιόδους κατά τις οποίες εφαρμόστηκαν συγκεκριμένα μέτρα λιτότητας.
Αλλη μελέτη της ερευνητικής ομάδας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων δείχνει ότι το 40% των ανθρώπων που πάσχουν από κάποιο χρόνιο σωματικό νόσημα και αναζητούν φροντίδα στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών των γενικών νοσοκομείων πάσχει από κάποια μείζονα ψυχιατρική διαταραχή, με το ένα τρίτο να παρουσιάζει μείζονα κατάθλιψη και το ένα τέταρτο να παρουσιάζει κάποιου βαθμού κίνδυνο αυτοκτονίας.
«Στο τοπίο αυτό θα πρέπει να προστεθεί και ένα πρόβλημα που αναδύεται μέσα στην κρίση: ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός εισαγγελικών εντολών και ακούσιων νοσηλειών, ο οποίος έχει φθάσει σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά και αφορά συχνά πάνω από το 60% των νοσηλειών στα ψυχιατρικά τμήματα είτε των ψυχιατρικών νοσοκομείων είτε των ψυχιατρικών κλινικών των γενικών νοσοκομείων. Υπολογίζεται πως χρειαζόμαστε πλέον τέσσερις κλίνες κάθε μέρα για κάθε εκατομμύριο πληθυσμού για ακούσιες νοσηλείες. Αυτό σημαίνει πως στην Αττική χρειαζόμαστε κατ’ εκτίμηση πάνω από 20 κλίνες κάθε μέρα μόνο για τη νοσηλεία ασθενών κατόπιν εισαγγελικής εντολής. Και όπως η καθημερινή εμπειρία δείχνει, κάτω από την πίεση αυτή η πλήρης αποδιοργάνωση των ψυχιατρικών κλινικών είναι πλέον γεγονός» αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας.
Επανασχεδιασμός της ψυχικής υγείας
Ο κ. Ξανθός τόνισε ότι είναι επιβεβλημένα ο επανασχεδιασμός της πολιτικής για την ψυχική υγεία, η θέσπιση νέων στόχων, η ενίσχυση των δημόσιων δομών παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας, ο ουσιαστικός έλεγχος των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των ιδιωτικών ψυχιατρικών κλινικών, η στήριξη του θεσμού των ΚΟΙΣΠΕ ως σχήμα επαγγελματικής και κοινωνικής επανένταξης και χειραφέτησης των ψυχικά ασθενών, η πραγμάτωση της τομεοποίησης και η επαναδιαπραγμάτευση των δεσμεύσεων της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.
«Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να μιλάμε για τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιβίωση αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα στη μόνη δυνατή κατεύθυνση, εκείνη της ολοκληρωμένης περίθαλψης με κύριο προσανατολισμό την κοινότητα και την εξατομικευμένη φροντίδα» ανέφερε.
Σκοπός, όπως προσέθεσε ο κ. Ξανθός, είναι να ενισχυθεί η κοινοτική φροντίδα και να δοθεί έμφαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και στην πρόληψη. «Το σύστημα πρέπει να λειτουργήσει πλέον στη βάση ενός δικτύου και η φορά της κατεύθυνσης των περιστατικών θα πρέπει να είναι φυγόκεντρη και όχι κεντρομόλος. Δηλαδή, από το γενικό νοσοκομείο προς την κοινότητα και το Κέντρο Ψυχικής Υγείας και όχι από την κοινότητα προς το γενικό νοσοκομείο».
Ο κ. Ξανθός προειδοποίησε ότι αν δεν αναπτυχθεί η πρωτοβάθμια φροντίδα ψυχικής υγείας και η διασύνδεσή της με τις υπόλοιπες υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και τη συνακόλουθη ανάπτυξη της συνεργατικής φροντίδας, αν δεν προωθηθούν στρατηγικές πρόληψης, αν δεν αλλάξει το κυρίαρχο ψυχιατρικό παράδειγμα και αν δεν ακούσουμε τις πραγματικές ανάγκες που αναδύονται από τα τραυματικά βιώματα των ασθενών, κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης θα παραμείνει κενό γράμμα και θα καταρρεύσει. Στη βάση αυτή, όπως είπε, θα επανεξεταστεί το θεσμικό πλαίσιο των ακούσιων εισαγωγών.
Το ΒΗΜΑ