«Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι», τονίζει ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα Le Monde, στέλνοντας σαφή μηνύματα ότι πρέπει να επικρατήσει η στρατηγική του ρεαλισμού για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δημοκρατίας.
Στο εκτενές άρθρο του με τίτλο: «Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι», ο κ. Τσίπρας σημειώνει ότι «μετά από τις σοβαρές παραχωρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης η απόφαση είναι στα χέρια όχι των θεσμών που άλλωστε -με εξαίρεση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- δεν εκλέγονται και δεν λογοδοτούν στους λαούς, αλλά στα χέρια των ηγετών της Ευρώπης». «Ποια στρατηγική θα επικρατήσει;», αναφέρει, και συνεχίζει: «Εκείνη του ρεαλισμού για μια Ευρώπη της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δημοκρατίας ή η στρατηγική της ρήξης και της διχοτόμησης;», για να σημειώσει ότι «αν κάποιοι, πάντως, νομίζουν ή, θέλουν να πιστεύουν, ότι η απόφαση αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο την Ελλάδα διαπράττουν μεγάλος λάθος». «Θα τους πρότεινα», συμπληρώνει, «απλώς να ξαναδιαβάσουν το αριστούργημα του Χέμινγουεϊ: “Για ποιον χτυπά η καμπάνα;”».
Οι δύο στρατηγικές
O κ. Τσίπρας επισημαίνει ότι «το ζήτημα της Ελλάδας δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά αποτελεί το επίκεντρο της σύγκρουσης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων στρατηγικών για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης». Η πρώτη στρατηγική επιδιώκει την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε ένα πλαίσιο ισότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των λαών και των πολιτών της. Η δεύτερη στρατηγική επιδιώκει τη διάσπαση και τον διχασμό της Ευρωζώνης και συνακόλουθα της ΕΕ.
Οι υπέρμαχοι της πρώτης στρατηγικής, σημειώνει ο πρωθυπουργός, «ξεκινούν από το δεδομένο ότι δεν είναι δυνατό να ζητείται από τη νέα ελληνική κυβέρνηση να κάνει τα ίδια με την προηγούμενη -η οποία, δεν πρέπει να ξεχνάμε, απέτυχε παταγωδώς». Και ξεκινούν από αυτό το δεδομένο, γιατί διαφορετικά, όπως σημειώνει ο κ. Τσίπρας, «θα έπρεπε να καταργήσουμε τις εκλογές σε όσες χώρες βρίσκονται σε πρόγραμμα», «να αποδεχτούμε, δηλαδή, να διορίζονται οι υπουργοί και οι πρωθυπουργοί από τους θεσμούς και οι πολίτες να αποστερούνται από το δικαίωμα του εκλέγειν μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος». Αυτό σημαίνει, συνεχίζει την ολοκληρωτική κατάργηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη, το τέλος κάθε προσχήματος και την αρχή μιας διάσπασης και ενός απαράδεκτου διχασμού της Ενωμένης Ευρώπης. «Σημαίνει εν τέλει την αρχή για τη δημιουργία ενός τεχνοκρατικού τερατουργήματος, που θα οδηγήσει σε μια Ευρώπη εντελώς ξένη προς τις ιδρυτικές της αξίες», τονίζει.
«Η δεύτερη στρατηγική επιδιώκει ακριβώς αυτό: Τη διάσπαση και τον διχασμό της Ευρωζώνης και συνακόλουθα της Ε.Ε.», σημειώνει. Ο κ. Τσίπρας τονίζει ότι «πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δημιουργία μιας Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων, όπου ο σκληρός πυρήνας θα θέτει σκληρούς κανόνες λιτότητας και προσαρμογής και θα διορίζει έναν Υπερυπουργό Οικονομικών της Ευρωζώνης με απεριόριστη εξουσία, με τη δυνατότητα δηλαδή να απορρίπτει ακόμη και προϋπολογισμούς κυρίαρχων κρατών που δεν ευθυγραμμίζονται με τα δόγματα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού».
Υπογραμμίζει ακόμα ότι για όσες χώρες αρνούνται να υποκύψουν στη νέα εξουσία «η λύση θα είναι απλή: Σκληρή τιμωρία. Υποχρεωτική λιτότητα. Και, ακόμη περισσότερο, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, πειθαρχικές κυρώσεις, πρόστιμα, ακόμη και παράλληλο νόμισμα. Έτσι οικοδομείται η νέα ευρωπαϊκή εξουσία με πρώτο θύμα την Ελλάδα η οποία στο μυαλό αρκετών αποτελεί χρυσή ευκαιρία παραδειγματισμού για όλους τους υποψήφιους απείθαρχους». Ο Έλληνας πρωθυπουργός τονίζει ότι, ωστόσο, το πρόβλημα που δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της η δεύτερη στρατηγική «είναι το υψηλό ρίσκο που επωμίζεται και τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί». «Διότι», επισημαίνει, «όχι μόνο διακινδυνεύει να αποτελέσει την αρχή του τέλους για το εγχείρημα της ενωμένης Ευρώπης, μετατρέποντας την ευρωζώνη από νομισματική ένωση σε ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά επίσης πυροδοτεί και μια διαδικασία οικονομικής και πολιτικής αβεβαιότητας που είναι πολύ πιθανό να μετασχηματίσει πλήρως τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες σε ολόκληρη τη Δύση».
Νέα συμφωνία για επιστροφή στην ανάπτυξη, εντός του ευρώ, με βιώσιμο οικονομικό πρόγραμμα
Ο πρωθυπουργός επισημαίνει ότι στις 25 Γενάρη ο λαός τόλμησε να αμφισβητήσει τον μονόδρομο της σκληρής λιτότητας του μνημονίου και να επιδιώξει μια νέα συμφωνία «που επιτρέπει στην Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη εντός του ευρώ με ένα οικονομικό πρόγραμμα βιώσιμο, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος». Σημειώνει ότι βασικός στόχος της κυβέρνησης τους τελευταίους τέσσερις μήνες είναι «να δοθεί τέλος σε αυτό τον φαύλο κύκλο, τέλος σε αυτή την αβεβαιότητα». Υπογραμμίζει ότι «μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία που θέτει ρεαλιστικούς στόχους πλεονασμάτων, ενώ ταυτόχρονα επαναφέρει την ατζέντα της ανάπτυξης και των επενδύσεων, μια οριστική λύση στο ελληνικό ζήτημα, είναι σήμερα πιο ώριμη και πιο αναγκαία από ποτέ», και πως μια τέτοια συμφωνία «θα σημάνει και το τέλος της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης που ξέσπασε επτά χρόνια πριν, κλείνοντας τον κύκλο της αβεβαιότητας για την Ευρωζώνη».
Επισημαίνει τα λάθη του παρελθόντος που πλήρωσε ακριβά ο ελληνικός λαός, παραπέμποντας στο σκαρφάλωμα της ανεργίας στο 28%, τη μείωση του μέσου εισοδήματος κατά 40%, τη μετατροπή της Ελλάδας στη χώρα της ΕΕ με τον υψηλότερο δείκτη κοινωνικής ανισότητας, αλλά και την αποτυχία του προγράμματος του παρελθόντος για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Οι πραγματικές προθέσεις και θέσεις της κυβέρνησης
Ο κ. Τσίπρας υπογραμμίζει ότι σήμερα η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα «να πάρει αποφάσεις που θα πυροδοτήσουν μια ραγδαία ανάκαμψη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας, δίνοντας τέλος στα σενάρια περί Grexit, που εμποδίζουν μια μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και μπορούν ανά πάσα στιγμή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη, τόσο των πολιτών όσο και των επενδυτών στο κοινό μας νόμισμα». Παράλληλα, απορρίπτει αιτιάσεις ότι η ελληνική πλευρά δεν βοηθάει σε αυτή την κατεύθυνση γιατί προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις αδιάλλακτη και χωρίς προτάσεις και με την παρέμβασή του, όπως αναφέρει, προχωρά σε αποκατάσταση της αλήθειας και της υπεύθυνης ενημέρωσης της παγκόσμιας κοινή γνώμης.
Ειδικότερα, τονίζει ότι η ελληνική κυβέρνηση:
– Στη βάση της απόφασης του Eurogroup της 20ης του Φλεβάρη, έχει καταθέσει ένα ευρύτατο πακέτο μεταρρυθμιστικών προτάσεων, με στόχο μια συμφωνία που θα συνδυάζει τόσο τον σεβασμό στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού όσο, όμως, και τον σεβασμό στους κανόνες και τις αποφάσεις που διέπουν τη λειτουργία της Ευρωζώνης. Βασική κατεύθυνση των προτάσεων είναι η δέσμευση σε χαμηλότερα -και ως εκ τούτου εφικτά- πρωτογενή πλεονάσματα το 2015 και το 2016 και σε υψηλότερα για τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι προσδοκά η κυβέρνηση ανάλογη αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
– Εξίσου βασικό σημείο των ελληνικών προτάσεων είναι η δέσμευση για αύξηση των δημοσίων εσόδων, μέσω, όμως, αναδιανομής των βαρών από τα χαμηλά και μεσαία στα υψηλά εισοδήματα, που μέχρι σήμερα απέφευγαν να πληρώσουν το δικό τους μερίδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης, «καθώς στη χώρα μου προστατεύτηκαν αποτελεσματικά, τόσο από την πολιτική ελίτ, όσο και από τα “στραβά μάτια” της τρόικας».
Ο κ. Τσίπρας σημειώνει ότι από την πρώτη στιγμή η νέα κυβέρνηση έδειξε αυτές τις προθέσεις και την αποφασιστικότητά της, νομοθετώντας συγκεκριμένη ρύθμιση που αντιμετωπίζει την απάτη των τριγωνικών συναλλαγών, εντατικοποιώντας τους τελωνειακούς και φορολογικούς ελέγχους, ώστε να περιοριστεί ουσιαστικά το λαθρεμπόριο και η φοροδιαφυγή. Επίσης, «για πρώτη φορά μετά από χρόνια καταλογίσαμε τα οφειλόμενα χρέη των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης προς το ελληνικό δημόσιο», αναφέρει και προσθέτει ότι η αλλαγή κλίματος στη χώρα είναι σαφής και αποδεικνύεται από το γεγονός ότι και τα δικαστήρια επιταχύνουν το έργο τους για την απονομή δικαιοσύνης σε υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής. «Οι ολιγάρχες, με άλλα λόγια, που είχαν συνηθίσει στην προστασία του πολιτικού συστήματος έχουν, πλέον, πολλούς λόγους να χάνουν τον ύπνο τους», τονίζει.
Εξειδικευμένες προτάσεις στις συζητήσεις με τους θεσμούς
Ο πρωθυπουργός σημειώνει ότι, παράλληλα, η κυβέρνηση έχει καταθέσει εξειδικευμένες προτάσεις στο πλαίσιο των συζητήσεων με τους θεσμούς «που έχουν καλύψει ένα τεράστιο μέρος της απόστασης που μας χώριζε πριν από μερικούς μήνες». Συγκεκριμένα:
– «Η ελληνική πλευρά έχει αποδεχθεί την υλοποίηση σειράς θεσμικών μεταρρυθμίσεων, όπως η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) και της Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης αλλά και παρεμβάσεις στις αγορές προϊόντων ώστε να αρθούν στρεβλώσεις και προνόμια», τονίζει.
– Επίσης, «παρά την κάθετη αντίθεσή μας στο μοντέλο ιδιωτικοποιήσεων που προωθείται από τους θεσμούς, γιατί δεν δημιουργεί αναπτυξιακή προοπτική και δεν μεταφέρει πόρους στην πραγματική οικονομία, αλλά στο, ούτως ή άλλως, μη βιώσιμο χρέος, αποδεχθήκαμε να ολοκληρώσουμε, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις, το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, αποδεικνύοντας έμπρακτα τη διάθεσή μας για βήματα προσέγγισης».
– «Συμφωνήσαμε, επίσης, να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στον ΦΠΑ απλοποιώντας το σύστημα και ενισχύοντας την αναδιανεμητική διάσταση του φόρου, ώστε να επιτύχουμε αύξηση τόσο της εισπραξιμότητας όσο και των εσόδων».
– Η κυβέρνηση κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις μέτρων που θα επιφέρουν περαιτέρω αύξηση των εσόδων: Έκτακτη εισφορά στα πολύ υψηλά κέρδη, φόρο στο ηλεκτρονικό στοίχημα, εντατικοποίηση των ελέγχων των μεγαλοκαταθετών/ φοροφυγάδων, μέτρα για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο, ειδικό φόρο πολυτελείας, διαγωνισμό για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες τις οποίες η τρόικα ξέχασε συμπτωματικά επί πενταετία και άλλα. Τα μέτρα αυτά όχι μόνο αυξάνουν τα έσοδα, αλλά ταυτόχρονα δεν δημιουργούν υφεσιακό αποτέλεσμα, αφού δεν μειώνουν ακόμη περισσότερο την ενεργό ζήτηση και δεν προσθέτουν περισσότερα βάρη στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
– «Συμφωνήσαμε, επιπλέον, να υλοποιήσουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα. Με την ενοποίηση ταμείων και την κατάργηση διατάξεων που κακώς επιτρέπουν τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, γεγονός που αυξάνει το πραγματικό όριο συνταξιοδότησης», αναφέρει, μεταξύ άλλων.
– «Τέλος και παρά τη δέσμευσή μας προς τους εργαζόμενους να αποκαταστήσουμε άμεσα την ευρωπαϊκή νομιμότητα στην αγορά εργασίας που αποδιαρθρώθηκε πλήρως την τελευταία πενταετία υπό το πρόσχημα της ανταγωνιστικότητας», αναφέρει, «αποδεχθήκαμε να υλοποιήσουμε την εργασιακή μεταρρύθμιση μόνο μετά από διαβούλευση με τον ILO, που ήδη έχει τοποθετηθεί θετικά στις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης».
«Γιατί ποιον λόγο αυτή η επιμονή;»
Κατόπιν αυτών, ο κ. Τσίπρας επισημαίνει ότι εύλογα αναρωτιέται κανείς «γιατί αυτή η επιμονή σε μονότονες δηλώσεις θεσμικών αξιωματούχων ότι η Ελλάδα δεν καταθέτει προτάσεις;». Διερωτάται «ποιον σκοπό εξυπηρετεί αυτή η παρατεταμένη στάση ρευστότητας προς την ελληνική οικονομία, τη στιγμή μάλιστα που η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι θέλει να σεβαστεί τις εξωτερικές της υποχρεώσεις, πληρώνοντας από τον Αύγουστο του 2014 περισσότερα από 17 δισ. ευρώ σε τόκους και χρεολύσια (περίπου 10% του ΑΕΠ της) χωρίς καμία απολύτως εξωτερική χρηματοδότηση;» αλλά και «ποια η σκοπιμότητα των συντονισμένων διαρροών ότι δεν είμαστε κοντά σε μια συμφωνία που θα βάλει ένα τέλος στην πανευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα που συντηρείται εξαιτίας του ελληνικού ζητήματος;».
Δίνοντας απάντηση στην ανεπίσημη, όπως αναφέρει, απάντηση από τη μεριά ορισμένων ότι δεν είμαστε κοντά σε συμφωνία επειδή η ελληνική πλευρά εμμένει στις θέσεις της για την αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αρνείται να προχωρήσει στην περαιτέρω μείωση των συντάξεων, ο κ. Τσίπρας διευκρινίζει αναφορικά με το πρώτο ζήτημα ότι: «Η θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι δεν είναι δυνατόν η νομοθεσία προστασίας των εργαζομένων στην Ελλάδα να μην ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά στάνταρ ή, πολύ περισσότερο, να παραβιάζει κατάφωρα την ίδια την ευρωπαϊκή εργατική νομοθεσία». «Αυτό που ζητάμε», υπογραμμίζει, «δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτά που ισχύουν σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Και γι’ αυτό άλλωστε, πρόσφατα, προχώρησα και σε κοινή δήλωση για το θέμα με τον πρόεδρο Ζ. Κλ. Γιούνγκερ».
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, των συντάξεων, διευκρινίζει ότι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι απολύτως τεκμηριωμένη και λογική: Στην Ελλάδα οι συντάξεις έχουν μειωθεί σωρευτικά στα χρόνια του μνημονίου από 20% μέχρι και 48%, ενώ αυτήν τη στιγμή το 44,5% των συνταξιούχων παίρνουν σύνταξη κάτω από το σταθερό όριο της σχετικής φτώχειας, ενώ και ένα ποσοστό, περίπου 23,1% των συνταξιούχων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ζει σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. «Είναι, λοιπόν, προφανές ότι αυτή η εικόνα, αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα», τονίζει.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογραμμίζει ότι «η μη επίτευξη συμφωνίας, μέχρι στιγμής, δεν οφείλεται σε μια υποτιθέμενη άτεγκτη, αδιάλλακτη και ακατανόητη στάση της Ελλάδας», «αλλά στην επιμονή ορισμένων θεσμικών παραγόντων να καταθέτουν προτάσεις παράλογες και να δείχνουν παντελή αδιαφορία τόσο στην πρόσφατη δημοκρατική επιλογή του ελληνικού λαού, όσο και στη δημόσια παραδοχή και των τριών θεσμών ότι θα υπάρξει η αναγκαία ευελιξία, ώστε να γίνει σεβαστή η λαϊκή ετυμηγορία».
«Για ποιον λόγο όμως αυτή η επιμονή;», ερωτά. Ο ίδιος, καθώς δεν μπορεί να πιστέψει ότι το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από το πείσμα ή την εμμονή κάποιων παραγόντων, εκτιμά ως ρηχή την προσέγγιση ότι αυτή οφείλεται στην επιθυμία ορισμένων να μη παραδεχθούν τα λάθη τους και να επιβεβαιώσουν εαυτούς παραγνωρίζοντας την αποτυχία τους».
Έχοντας αναπτύξει όλα τα παραπάνω, καταλήγει στο ότι «το ζήτημα της Ελλάδας δεν αφορά αποκλειστικά την Ελλάδα, αλλά αποτελεί το επίκεντρο της σύγκρουσης δύο εκ διαμέτρου αντίθετων στρατηγικών για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης», για να αναπτύξει εν συνεχεία τις δύο στρατηγικές και να θέσει κατόπιν το ερώτημα: «Ποια στρατηγική θα επικρατήσει;».
imerisia.gr