Εποχικότητα, χαμηλές εισπράξεις, αδύναμη εγχώρια ζήτηση, μικρή παρουσία στο internet, μεγάλη εξάρτηση από ξένα τουριστικά πρακτορεία, αυξημένες πτήσεις charter και ανεπαρκής αριθμός τακτικών αεροπορικών δρομολογίων, ελλιπείς υποδομές.
Αυτές είναι οι επτά ”πληγές” για τα ελληνικά ξενοδοχεία, όπως τις περιγράφει σχετική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η οποία, από ένα δείγμα 250 ξενοδοχείων, διαπίστωσε ότι μόνο τα μισά από αυτά κατάφεραν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους την περίοδο 2008- 2014 παρά τις αντιστάσεις που επέδειξε ο ελληνικός τουρισμός ακόμη και μέσα στην κρίση.
Με ετήσια έσοδα της τάξεως των 6 δισ. ευρώ για το 2014, η ”απεξάρτηση” από τα ξένα τουριστικά πρακτορεία θα μπορούσε να φέρει στους Έλληνες ξενοδόχους επιπλέον 900 εκατ. ευρώ άμεσων εσόδων και -αν αυτό συνδυαζόταν και με προσθήκη νέων κλινών- το αντίστοιχο νούμερο, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, θα ανέβαινε στο 1,8 δισ. ευρώ, με την προσέλκυση επιπλέον 2,1 εκατομμυρίων τουριστών.
Αναλυτικότερα, όπως επισημαίνεται στην μελέτη, ειδικά ως προς την υψηλή εποχικότητα, το 70% των αφίξεων αλλοδαπών τουριστών γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες (Ιούνιος-Σεπτέμβριος) έναντι 50% κατά μέσο όρο στην ΕΕ αλλά και στις βασικές ανταγωνίστριες χώρες. Ταυτόχρονα, η μέση δαπάνη ανά άφιξη έχει παραμείνει σταθερή σε ονομαστικούς όρους την τελευταία 15ετία (δηλαδή, μείωση σε πραγματικούς όρους), καθώς οι τουρίστες μας από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (8% των αφίξεών μας) είναι χαμηλού εισοδήματος, και οι δαπάνες των τουριστών από Ρωσία και Νότια Ευρώπη περιορίζονται διαχρονικά.
Tην ίδια στιγμή, η εγχώρια ζήτηση για τα ελληνικά ξενοδοχεία περιορίστηκε κατά 4% ετησίως την τελευταία πενταετία – δημιουργώντας έτσι σημαντικά κενά κυρίως σε χειμερινούς προορισμούς, καλύπτοντας το 34% της συνολικής το 2014, από 45% που ήταν το αντίστοιχο νούμερο πρίν από μία δεκαετία, το 2005.
Το on line booking
Μία ακόμη σημαντική τάση στην τουριστική αγορά της Ευρώπης είναι η πραγματοποίηση κρατήσεων μέσω διαδικτύου (online booking), είτε μέσω της ιστοσελίδας του ίδιου του ξενοδοχείο, είτε μέσω διαδικτυακών πρακτόρων (online travel agencies – π.χ. booking.com).
Τα ελληνικά ξενοδοχεία ακολούθησαν την ανοδική αυτή τάση, παραμένοντας ωστόσο σε χαμηλότερα επίπεδα και πραγματοποιώντας 6% των πωλήσεών τους μέσω διαδικτύου στο διάστημα 2011-2014, έναντι 23% στην Ευρώπη. Αντίθετα, εντονότερη ώθηση στις πωλήσεις των ελληνικών ξενοδοχείων δόθηκε από την αύξηση της – ήδη υψηλής – συνεισφοράς των πρακτορείων εξωτερικού.
Στο δείγμα των 250 ελληνικών ξενοδοχείων που έλαβαν υπόψη οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, η κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης φαίνεται να είναι ο μαζικός τουρισμός (καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των ξενοδοχείων που στηρίχθηκαν σε πρακτορεία εξωτερικού (79%) αύξησαν τις πωλήσεις τους έναντι περίπου 30% των υπολοίπων). Το φαινόμενο αυτό οδήγησε σε σημαντική αύξηση των υπηρεσιών all-inclusive σε όλες τις κατηγορίες ξενοδοχείων (καλύπτοντας πλέον κατά μέσο όρο το 23% των αφίξεων από 16% το 2008).
Δεδομένου ότι τα πρακτορεία εξωτερικού κατευθύνουν τους πελάτες τους κυρίως σε νησιωτικές περιοχές (καλύπτοντας περίπου το 60% των αφίξεων σε νησιά έναντι 20% σε λοιπές περιοχές), τα ξενοδοχεία στα νησιά ήταν οι κερδισμένοι της τελευταίας επταετίας (με το 79% των ξενοδοχείων στο Αιγαίο να δηλώνει αυξημένες πωλήσεις).
Παράλληλα, τα πρακτορεία εξωτερικού κατευθύνουν τους πελάτες τους κυρίως σε ξενοδοχεία 4 ή 5 αστέρων (καλύπτοντας το 1/2 των αφίξεων έναντι 27% σε ξενοδοχεία 2-3 αστέρων), με αποτέλεσμα τα 2/3 των πολυτελών ξενοδοχείων να έχουν αυξημένες πωλήσεις έναντι μόλις 1/3 των λοιπών.
Ο εγχώριος κλάδος ξενοδοχείων, λοιπόν, φαίνεται να έχει υψηλή εξάρτηση από πρακτορεία εξωτερικού καθώς οι αφίξεις με πτήσεις charter (που σε μεγάλο βαθμό περιλαμβάνονται στα ταξιδιωτικά πακέτα πρακτορείων) καλύπτουν το 1/2 των τουριστικών αφίξεων στην Ελλάδα, έναντι 15% στην Ισπανία και μόλις 6% στην Ιταλία.
Αξιοσημείωτη είναι η εικόνα που παρουσιάζει η Ισπανία, η οποία κατάφερε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας να περιορίσει σημαντικά την εξάρτησή της από πτήσεις charter με προσέλκυση τακτικών πτήσεων από εταιρείες χαμηλού κόστους, διευκολύνοντας την ανεξάρτητη πρόσβαση των τουριστών στη χώρα.
Όσον αφορά τις online υπηρεσίες, η Ελλάδα συνδυάζει χαμηλό ποσοστό ξενοδοχείων με διαδικτυακή παρουσία (36% έναντι 55% στην Ευρώπη) και χαμηλό ποσοστό πωλήσεων που προκύπτουν από online κρατήσεις (11% των πωλήσεων έναντι 28% στην Ευρώπη το 2014).
Σημειώνεται ότι εν μέρει η χαμηλή διαθεσιμότητα online κρατήσεων συντηρεί το μοντέλο υψηλής εξάρτησης από πρακτορεία καθώς οι τουρίστες του εξωτερικού δεν έχουν τη δυνατότητα εύκολης άμεσης επικοινωνίας με τα ελληνικά ξενοδοχεία.
Βάσει εκτιμήσεων της ΕΤΕ, ενδεχόμενη αύξηση διείσδυσης του online booking από το 11% των ξενοδοχειακών εσόδων στο 25% (μ.ο. Μεσογειακών χωρών ΕΕ) με παράλληλη απεξάρτηση από το μοντέλο πρακτορείων, θα οδηγούσε σε αύξηση τουριστικών εσόδων κατά 0,9 δισ. ευρώ ετησίως (μέσω περιορισμού εποχικότητας και αύξησης τιμών) σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Το όφελος αυτό δεν απαιτεί αύξηση κλινών αλλά μεταστροφή του προτύπου λειτουργίας των μικρομεσαίων ξενοδοχείων από πώληση των υπηρεσιών τους στον ενδιάμεσο φορέα, σε πώληση στον τελικό καταναλωτή (είτε μέσω εταιρικής ιστοσελίδας είτε μέσω διαδικτυακών tour operators).
Συγκεκριμένα, απαιτείται έμφαση στην αυτόνομη προώθηση και διαφήμιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των ξενοδοχείων αλλά και της περιοχής.
Σε πιο μεσοπρόθεσμη προοπτική, θα μπορούσε να ακολουθηθεί μια πιο επεκτατική στρατηγική με αύξηση κλινών και διατήρηση στα τρέχοντα επίπεδα του όγκου τουριστών μέσω πρακτορείων. Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα θα καταλάμβανε μερίδιο στη μεσογειακή online ξενοδοχειακή αγορά αντίστοιχο με αυτό που κατέχει στην παραδοσιακή (9% από 2%), με συνέπεια την προσέλκυση 2,1 εκ. επιπλέον τουριστών και 1,8 δισ. ευρώ εσόδων ετησίως (αύξηση κατά 30%).
Η προσέλκυση ειδικών μορφών τουρισμού θεωρείται σημαντική, καθώς μόνο το 40% των Ευρωπαίων τουριστών επιλέγει sea-and-sun προορισμούς – συνεπώς το υπόλοιπο 60% της ευρωπαϊκής τουριστικής ζήτησης παραμένει σε μεγάλο βαθμό μια αναξιοποίητη αγορά για τα ελληνικά ξενοδοχεία.
Παράλληλα, με την ανάπτυξη της ψηφιακής παιδείας, απαραίτητη είναι η καλύτερη διασύνδεση με τις χώρες προέλευσης μέσω επαρκών τακτικών δρομολογίων, προκειμένου να διευκολυνθεί η προσέλκυση τουριστών χωρίς τη μεσολάβηση πρακτορείων. Στο σημείο αυτό κρίνεται σημαντική η προσέλκυση αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους που δυνητικά θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν ένα ποσοστό των πτήσεων charter (σε αντιστοιχία με το παράδειγμα της Ισπανίας). Σημειώνεται ότι η ανάγκη καλύτερης διασύνδεσης μαζί με τις ανεπαρκώς ανεπτυγμένες υποδομές της χώρας (π.χ. μεταφορές, αθλητικές εγκαταστάσεις) εντοπίζονται ως οι βασικότεροι περιοριστικοί παράγοντες για τα ελληνικά μικρομεσαία ξενοδοχεία, με σημαντική επίδραση στο ½ του κλάδου.
Πηγή: newmoney.gr