Τεράστιες είναι οι απώλειες που σημειώνει χρόνο με το χρόνο η ροδιακή οικονομία, τα επιχειρηματικά μεγέθη της οποίας δεν βρίσκονται σε καλύτερη θέση από εκείνα που ίσχυαν πριν από 50 χρόνια. Με αφορμή το κλείσιμο της Τράπεζας Δωδεκανήσου, που αποτελούσε το τελευταίο παράδειγμα των δυνατοτήτων που έχει ο τόπος, η «Δημοκρατική» σήμερα παρουσιάζει στοιχεία που δείχνουν ανάγλυφα πως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας των δεκαετιών του Ά50 και του Ά60 είναι καλύτερα από εκείνα που απέμειναν και ισχύουν σήμερα.
Τα ιστορικά στοιχεία, που δόθηκαν στη «Δημοκρατική» από τον γενικό γραμματέα της διοίκησης του ΕΒΕΔ κ. Νίκο Παπασταματίου, υπάρχουν στο αρχείο του Επιμελητηρίου Δωδεκανήσου και αποτελούν μια τρανή απόδειξη λαθεμένων πολιτικών που ακολουθήθηκαν επί χρόνια. Λαθεμένων πολιτικών που αποστέρησαν από τη Ρόδο και γενικότερα από τη Δωδεκάνησο τις προϋποθέσεις για να δείξουν το πραγματική κλίμακα των δυνατοτήτων που έχει ο τόπος.
Οι απώλειες από τις ελλειμματικές πολιτικές αφορούν σε εύρος δραστηριοτήτων. Η πλέον σημαντική απώλεια που επηρέασε τα μέγιστα και την τοπική παραγωγή, ήταν εκείνη της επιδότησης του μεταφορικού κόστους. Τα τοπικά προϊόντα έγιναν ολιγότερο ανταγωνιστικά στις μεγάλες αγορές με ό,τι αυτό συνεπάγεται. ¶λλες, επίσης μεγάλες και σοβαρές απώλειες που υπέστη ο τόπος τα τελευταία 40 χρόνια αφορούν στην απώλεια διαχείρισης (και κυριότητας) των τοπικών ακινήτων του Δημοσίου, τα συνεχή και ύποπτα προβλήματα σε μεγάλα έργα πνοής (γκολφ, μαρίνα, λιμάνι κλπ), η μεγάλη φορολόγηση των επιχειρήσεων του τόπου χωρίς ανάλογη ανταπόδοση από την πολιτεία, τα σχεδόν μηδενικά έργα που έγιναν από την είσπραξη των τελών του αεροδρομίου (σπατόσημο) και άλλα πολλά ουσιώδη (πυροπροστασία δασών με την ακύρωση των τοπικών πρωτοβουλιών κλπ).
Σε όλα αυτά δεν έχει προστεθεί η έλλειψη οράματος για την υλοποίηση μιας ιδέας, ή ενός έργου που θα μείνει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές. Το μόνο που θα παραλάβουν οι απόγονοι του τόπου θα είναι πολλά ξενοδοχεία (που πια θα είναι απαρχαιωμένα), ένα νοσοκομείο και τσιμεντοποιημένες παραλίες. Ούτε καν η ιδέα του Κολοσσού (είτε ως πραγματικό άγαλμα, είτε ως μια πηγή έμπνευσης για κάτι μεγάλο) υποστηρίχθηκε σοβαρά από τους πολιτικούς παράγοντες του τόπου.
Τα στοιχεία της ανάπτυξης
Τα στοιχεία, όπως δόθηκαν από τον κ. Νίκο Παπασταματίου, αφορούν στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας του τόπου. Ξεκινούν από το έτος 1949, από τότε δηλαδή που τηρούνται αντίστοιχα αρχεία στο Επιμελητήριο Δωδεκανήσου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο έτος 1946, αμέσως μετά τον πόλεμο και πριν την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με τον εθνικό κορμό, απαντώνται στο Νομό μας και οι τρεις μορφές του δευτερογενούς τομέα. Η βιοτεχνική, η οικοτεχνική και η βιομηχανική.
Η βιοτεχνία αντιπροσωπεύεται από τα μικρά βυρσοδεψία, τα οινοπνευματοποιεία, τα ελαιοτριβεία, τα εργαστήρια επεξεργασίας σπόγγων, την αγγειοπλαστική, την υποδηματοποιϊα, την ξυλουργία κ.α.
Για την οικοτεχνική παραγωγή υπάρχουν 600 – 700 αργαλειοί ως επί το πλείστον στην ύπαιθρο των νησιών, και εξ ίσου ανεπτυγμένοι είναι οι κλάδοι της καλαθοπλεκτικής στα χωριά και στα μικρότερα νησιά και της κεντητικής, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στα αστικά κέντρα.
Σε αντίθεση με την καθυστερημένη μορφή των άλλων παραγωγικών κλάδων του δευτερογενή τομέα, η βιομηχανία έχει κατά την περίοδο αυτή υποδομή άξια λόγου.
Σημαντικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, κτιριακές υποδομές και εξοπλισμός σύγχρονος και πολλές φορές πρωτοποριακός για τα δεδομένα της χρονικής συγκυρίας αλλά και της από τον πόλεμο εξερχόμενης Ελλάδας, εξειδικευμένο και εκπαιδευμένο δυναμικό που έχει συνηθίσει να επιχειρεί σε ένα ανταγωνιστικό για την εποχή περιβάλλον αποτελούν ένα από τα συστατικά στοιχεία της.
Το πολύ σημαντικό επίτευγμα της εποχής εκείνης είναι πως η βιομηχανική παραγωγή προϊόντων έχει φτάσει σε τόσο μεγάλα μεγέθη ώστε να γίνονται πωλήσεις από τη Ρόδο προς την υπόλοιπη Ελλάδα και σε αρκετές χώρες του εξωτερικού. Επειδή, δε, τα προϊόντα ήταν τόσο ποιοτικά, η ζήτηση από τις αγορές ήταν συνεχώς αυξανόμενη. Για το λόγο αυτό και ο εξοπλισμός στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις αρχίζει να ανανεώνεται (έτος 1951). Ανήσυχοι Δωδεκανήσιοι επιχειρηματίες αναζητούν νέο μηχανικό εξοπλισμό και εισάγουν νέες τεχνολογίες παραγωγής, αλωνίζοντας την Ευρώπη.
Τα είδη και οι βιοτέχνες
Οι πιο σημαντικοί κλάδοι, όπως περιγράφει ο κ. Παπασταματίου, που αναπτύσσονται και λειτουργούν στη δεκαετία του 1950 για τη Ρόδο είναι η καπνοβιομηχανία, η οινοποιία, η παραγωγή ζαχαρωδών προϊόντων, η σαπωνοποιία, η ελαιουργία, η αρωματοποιία, η μακαρονοποιία, η ταπητουργία, η κατεργασία δέρματος, η επιπλοποιία, η βιομηχανία επεξεργασίας προϊόντων σπογγαλιείας, η βιομηχανία πάγου για τις ανάγκες της εποχής και της παραγωγής οικοδομικών υλικών.
Μεταξύ των εκπροσώπων της Δωδεκανησιακής παραγωγής της πρώτης αυτής περιόδου πρεσβευτές μιας εξαιρετικής ποιοτικά παραγωγής είναι οι παρακάτω:Στον τομέα της καπνοβιομηχανίας η ROTOBA καπνοβιομηχανία Ρόδου με πλήθος από εμπορικά σήματα καλύπτει πλήρως την εγχώρια αγορά στον τομέα των καπνικών προϊόντων και διαθέτει προϊόντα τόσο στην λοιπή Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Στον τομέα της οινοποιίας και οινοπνευματοποιίας η ΚΑΙΡ Α.Ε., η οινοποιία & οινοπνευματοποιία Τριανταφύλλου, η οινοποιία & οινοπνευματοποιία Φώκιαλη, παράγουν εξαιρετικής ποιότητος κρασιά, αλλά και πλήθος άλλων οινοπνευματωδών προϊόντων, που χωρίς υπερβολή και με γνώση της εμπορικής πραγματικότητας, δεν βρίσκουν ανταγωνιστές στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τα προϊόντα κεραμικής του εργοστασίου ΅ΆΙΚΑΡΟΣΆΆ εξαιρετικής ποιότητας και καλλιτεχνίας είναι περιζήτητα ακόμα και σήμερα. Μάλιστα το εργοστάσιο του Ικάρου ήταν το πρώτο που εφάρμοσε την τεχνική του «τούνελ» για το ψήσιμο των κεραμικών και η όλη εφαρμογή γινόταν μέσα στην κατάληξη του ρέματος Ροδινιού.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η βιομηχανία ζαχαρωδών προϊόντων ΒΙΟΜΕΛ. Η εταιρία που ιδρύθηκε το 1922 από τον Θεοδόση Χατζηδημητρίου με άξιο συνεχιστή το γιό του Γεώργιο, μονοπωλεί την αγορά καραμέλας στο πανελλήνιο, όπου το όνομα της καλής καραμέλας γίνεται συνώνυμο του ροδίτικου προϊόντος. Ταυτόχρονα γίνεται σχολή για όλες τις μετέπειτα ελληνικές βιομηχανίες παραγωγής του είδους που προσαρμόζουν την παραγωγή τους στα προϊόντα της ΒΙΟΜΕΛ.
Στον τομέα παραγωγής τροφίμων η παρουσία της μακαρονοποιίας ΅ΆΡΟΣΟΛΆΆ του επιχειρηματία Σολούνια παράγει προϊόντα ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
Της Ροσόλ έχει προηγηθεί η Μακαρονοποιία Τσιμέτα με έδρα κατΆ αρχάς στην Παλιά Πόλη της Ρόδου και μετέπειτα στις οικογενειακές εκτάσεις στην περιοχή ¶μμος μεταξύ της συνοικίας της Μητρόπολης και του Αγίου Δημητρίου.
Εξαιρετικής ποιότητας τα αιθέρια έλαια και τα αρώματα που αποστάζονται από την οικογένεια Βομβύλα, αλλά και τα αρώματα της εταιρείας Πάχου με γνωστά ανά το πανελλήνιο εμπορικά σήματα.
Η οικογένεια Αγιακάτσικα είναι παρούσα στην αρωματοποιία με δικά της προϊόντα, αλλά και διεθνείς συνεργασίες, όπως με την αγγλική Cussons και συνεχίζει την παράδοση στο χώρο των καλλυντικών από την σαπωνοποιία, όπου μαζί με την οικογένεια Μαλτέζου κάλυπταν επί πολλά χρόνια το σύνολο της ζήτησης της αγοράς.
Στον τομέα παραγωγής αναψυκτικών η παρουσία της ΜΑ.ΠΟ.ΛΕ. της οικογένειας Αγιακάτσικα και αργότερα της βιομηχανίας αεριούχων ποτών του Παντελή Κουγιού παράγουν προϊόντα άριστης ποιότητας που υπερκαλύπτουν τις ανάγκες τις τοπικής αγοράς και παραμένουν ακόμα και σήμερα κάποια από αυτά στις μνήμες των καταναλωτών. Η βιοτεχνία της οικογένειας Μπαριανού σε εκμαγεία, που συνεχίζει με επιτυχία ακόμα και σήμερα. Η παρουσία της ΥΨΗΚΕΡΑΜ, της οικογένειας Υψηλάντη στο Γεννάδι της Ρόδου, εγγυάται την επάρκεια σε υλικά κεραμουργίας στην τότε αναπτυσσόμενη οικοδομική δραστηριότητα.
Η επεξεργασία αγροτικών προϊόντων από την ΑΒΙΚΩ στη νήσο Κω, αλλά και η κατεργασία των προϊόντων σπογγαλιείας στην Κάλυμνο από τοπικούς οίκους αποτελούν παραδείγματα της βιομηχανικής παραγωγής εκτός της νήσου Ρόδου. Σημαντική η παρουσία της βιομηχανίας Παπαδοπούλου στη Σύμη με παρασκευή χαλβά και ταχινιού. Στην περιοχή Ζέφυρος είναι εγκατεστημένη η βιομηχανία επεξεργασίας προϊόντων ντομάτας στη Ρόδο.
Στον τομέα της βυρσοδεψίας η καταλυτική παρουσία της οικογένειας Μπόνη δεσπόζει και συγκαταλέγεται μαζί με την εταιρεία ΒΙΤΩΡΙΑ στις σημαντικότερες επιχειρήσεις του κλάδου στην Δωδεκάνησο με πωλήσεις σε όλο τον Ελλαδικό χώρο και εξαγωγές.
Από τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας φαίνεται πως κατά το έτος 1958 υπήρχε τόσο μεγάλη άνθιση της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας, ώστε οι αμιγώς ροδίτικες επιχειρήσεις αυτού του είδους είχαν ανέλθει στον αριθμό των 1219 μονάδων με 3.584 άτομα προσωπικό.
Στην υπόλοιπη Δωδεκάνησο, κατά το έτος 1959, υπήρχαν και λειτουργούσαν άλλες 1000 επιχειρήσεις που απασχολούσαν περίπου 2.500 άτομα ως προσωπικό.
Σε αυτά τα μεγέθη δεν συμπεριλαμβάνονται οι χιλιάδες αγρότες και παραγωγοί που εργαζόντουσαν για να προμηθεύουν με πρώτες ύλες την τοπική βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή.
Το σήμερα της τοπικής
βιομηχανικής παραγωγής
Η μεταποιητική δραστηριότητα σήμερα περιλαμβάνει μικρού μεγέθους βιοτεχνίες οι οποίες παράγουν προϊόντα μόνο για την τοπική αγορά τουρισμού και των κατοίκων του Νομού. Η εξαγωγική τους δραστηριότητα είναι περιορισμένη και μόνο μερικές από αυτές δραστηριοποιούνται εκτός Νομού.
Η μέση κατά επιχείρηση απασχόληση κυμαίνεται μέχρι 5 άτομα. Η συμβολή της στη διαμόρφωση του ακαθάριστου τοπικού προϊόντος είναι σχετικά χαμηλή και δεν υπερβαίνει το 10%.
Ειδικότερα η δραστηριότητα του δευτερογενούς τομέα συγκεντρώνεται σε μεταποιητικές μονάδες στους κλάδους επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, όπως γάλακτος, μελισσοκομίας, ειδών ζαχαροπλαστικής και άλλων, ετοίμων ενδυμάτων, εμφιαλωμένων νερών, χυμών, αναψυκτικών, ποτών, κεραμικών, αγγειοπλαστικής, επίπλων, χρυσοχοΐας, ειδών εξοπλισμού εστιατορίου, τα οποία διοχετεύονται στην τοπική τουριστική αγορά.
Λόγω της διόγκωσης του τριτογενούς τομέα και ιδιαίτερα του τουρισμού, σημαντικό μερίδιο του δευτερογενούς τομέα καταλαμβάνουν και οι κατασκευές, συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος. Λειτουργούν επίσης βιοτεχνίες επεξεργασίας μαρμάρων και πετρωμάτων, τζαμιών, ξύλινων κατασκευών και μεταλλικών κουφωμάτων, αναγόμωσης πυροσβεστήρων και εκτυπώσεων.
Το Αύριο
Η οικονομία της Ρόδου στο σήμερα δεν έχει εκείνη τη διασπορά που είχε κατά τις δεκαετίες του Ά50 και του Ά60. Η μονοκαλλιέργεια του τουριστικού προϊόντος και του εύκολου χρήματος ήταν εκείνη που διαμόρφωσε και τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν από όλους.
Σταδιακά στο πέρασμα των χρόνων από τη δεκαετία του Ά70 μέχρι και σήμερα έχουν ακυρωθεί σχεδόν όλα τα πλεονεκτήματα που είχαν τα νησιά μας. Τα μόνα που απέμειναν είναι οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ και κάποια πλεονεκτήματα ως προς το φόρο της αιθυλικής αλκοόλης (αλκοόλ). Ολα τα υπόλοιπα αποτελούν παρελθόν και αυτό θα καταστήσει ακόμα πιο δύσκολη την επιστροφή στις παλαιές δραστηριότητες για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Ποιος θα είναι εκείνος που θα επιστρέψει στην καλλιέργεια κηπευτικών όταν το κόστος των προϊόντων του θα είναι μεγαλύτερο από τις τελικές τιμές πώλησης ομοειδών προϊόντων από τα ράφια των super market;
Ποιος θα στραφεί στην καλλιέργεια βοτάνων (θυμάρι, φασκόμηλο, ρίγανη κλπ) όταν με απόφαση της Κυβέρνησης, μόνο οι εγκεκριμένες από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, εταιρείες έχουν δικαίωμα να συσκευάζουν και να πωλούν βότανα με την ένδειξη «ιαματικά»;
Ποιος θα προσπαθήσει να δημιουργήσει επιχείρηση, όταν γνωρίζει ότι οι τράπεζες δεν αναλαμβάνουν και δεν αναγνωρίζουν το επιχειρηματικό – εμπορικό ρίσκο που τους αναλογεί; Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως η Τράπεζα Δωδεκανήσου είχε αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα και μπορούσε να εκτιμήσει την αξία και τις προοπτικές του επιχειρηματία, πέρα από τα νούμερα και τα στοιχεία του Τειρεσία.
Ποιος θα είναι εκείνος που θα θελήσει να παράγει και να κάνει αποστολές στην υπόλοιπη χώρα (ή και εξαγωγές) όταν οι πιο μεγάλες μεταφορικές εταιρείες της χώρας είναι υποθηκευμένες στις τράπεζες, που με τη σειρά τους ελέγχουν τις ακτοπλοϊκές συνδέσεις κι έτσι μπορούν να καθορίζουν τιμολόγια κατά το δοκούν; Που χρεώνουν με τον ίδιο τρόπο τις νταλίκες μεταφοράς, είτε αυτές είναι γεμάτες εμπορεύματα, είτε επιστρέφουν άδειες;
Σε ποιο τουριστικό προϊόν θα στηριχθεί ο τόπος, όταν τα τουριστικά πακέτα εξαντλούνται στις ξενοδοχειακές υπηρεσίες και θα έρθει κάποια στιγμή η ώρα που οτιδήποτε εξωξενοδοχειακό δεν θα έχει αξία;
Υπό το πρίσμα όλων αυτών των δεδομένων και όλων αυτών των απωλειών που κατεγράφησαν στο πέρασμα των χρόνων, δυστυχώς το Αύριο της τοπικής οικονομίας φαίνεται ξεκάθαρα, ποια πορεία θα ακολουθήσει. Είναι επίσης ξεκάθαρο πως η ανάπτυξη του τόπου, όπως και οι πολιτικές που θα ακολουθούνται θα καθορίζονται αποκλειστικά και μόνον από εκείνους που θα έχουν κεφάλαια και εκείνοι δεν θα είναι ντόπιοι επιχειρηματίες.