Το σχέδιο νόμου, η αντιπαράθεση για τη θωράκιση των προστατευόμενων περιοχών και η λύση του «γόρδιου δεσμού»
Σε σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες αποδεικνύεται για την κυβέρνηση η αύξηση των βοσκήσιμων γαιών προκειμένου να διασφαλιστούν οι κοινοτικές επιδοτήσεις των ελλήνων κτηνοτρόφων. Τον «γόρδιο δεσμό» επιχειρεί να λύσει σχετικό σχέδιο νόμου του υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο όμως έχει μετατραπεί σε πεδίο αντιπαράθεσης, καθώς εντάσσει σε καθεστώς βόσκησης δάση και δασικές εκτάσεις της χώρας.
Οπως καταγγέλλουν οι επικριτές του (δασολόγοι και περιβαλλοντικές οργανώσεις), οι προστατευόμενες περιοχές δεν θωρακίζονται επαρκώς καθώς η αποτύπωση των βοσκήσιμων γαιών θα προηγηθεί της ολοκλήρωσης των δασικών χαρτών. Η χαρτογράφηση του δασικού πλούτου της χώρας, η οποία θα διασφάλιζε ιδιοκτησιακά θέματα, επιτρεπτές χρήσεις και επεμβάσεις, αποτελεί… όνειρο θερινής νυκτός εδώ και 16 χρόνια, οπότε ξεκίνησε η κατάρτιση των δασικών χαρτών.
Παράλληλα οι νέες ρυθμίσεις δεν συνοδεύονται με αναβάθμιση των δασικών υπηρεσιών ώστε να ελέγχεται αν η βοσκή πραγματοποιείται σύμφωνα με τα μέτρα και τους κανόνες της δασικής νομοθεσίας. Στα 103 δασαρχεία της χώρας παρατηρείται έλλειψη σε δασοπόνους σε ποσοστό 33%, ενώ σε ορισμένες υπηρεσίες υπηρετεί μόνο ένας δασολόγος. Στην Ελλάδα σε όλους τους δασικούς κλάδους υπηρετεί λιγότερο από το 1/4 του προσωπικού που προβλέπουν τα αντίστοιχα διεθνή πρότυπα.
Η ορθολογική βόσκηση
Οι ενστάσεις για το νομοσχέδιο δεν αφορούν τη βόσκηση των δασών. Ανέκαθεν, από συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους, η βοσκή αποτελούσε σημαντική παραγωγική δραστηριότητα που ρυθμιζόταν με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας (νομοθετικό διάταγμα «Περί κανονισμού της βοσκής των δασών» – ΦΕΚ 45/1836).
Οπως αναφέρει η υπεύθυνη Δασικού Προγράμματος του WWF Ελλάς κυρία Εύη Κορακάκη, έχει πλέον αποδειχθεί ότι η ορθολογική βόσκηση των αγροτικών ζώων συμβάλλει θετικά στη διατήρηση βιοτόπων και απειλούμενων ειδών. Στον Εβρο, λόγω της εγκατάλειψης παραδοσιακών κτηνοτροφικών πρακτικών, δεν διατηρούνται τα λιβάδια, τα οποία αποτελούν απαραίτητους χώρους εξεύρεσης τροφής για τα μεγάλα αρπακτικά, με αποτέλεσμα τη μείωση των πληθυσμών τους. Επιπροσθέτως, ο περιορισμός της κτηνοτροφίας σε ορισμένες περιοχές αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιών λόγω της συσσώρευσης ξηρής βιομάζας.
Η βοσκή όμως θα πρέπει, σύμφωνα με την κυρία Κορακάκη, να ασκείται στο πλαίσιο ολοκληρωμένης διαχείρισης του φυσικού χώρου και να εξασφαλίζεται η συμβατότητά της με άλλα σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής, προστατευόμενων περιοχών, με δασικές διαχειριστικές μελέτες κ.τ.λ.
Το νομικό κεκτημένο
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ελάχιστες εκτάσεις μένουν εκτός βοσκήσιμων γαιών, όπως όσες είναι κηρυγμένες αναδασωτέες ή έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα αναδάσωσης, αναδασωτέες εκτάσεις που βρίσκονται εντός λεκανών απορροής χειμάρρων, υπέρκεινται πόλεων, χωριών, οικισμών κ.ά. Επίσης εξαιρούνται ορισμένες κατηγορίες «προστατευτικών δασών».
Μπορούν ωστόσο να αποτυπωθούν ως βοσκήσιμες περιοχές πυρήνες εθνικών δρυμών, οικοσυστήματα που απειλούνται από υπερβόσκηση, αρχαιολογικοί και ιστορικοί χώροι κ.ά.
Για τις εκτάσεις δασικού χαρακτήρα (δάση και δασικές εκτάσεις και μη πεδινά χορτολίβαδα), όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων κ. Νίκος Μπόκαρης, υπάρχει πολύ ισχυρό νομολογιακό κεκτημένο, όπως η απόφαση 718/2003 του Συμβουλίου Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που ακύρωνε διατάξεις υπουργικής απόφασης (488/12.7.2002) η οποία περιλαμβάνει συναφείς ρυθμίσεις με το νομοσχέδιο για τις βοσκήσιμες γαίες.
«Παρά το ότι η απόφαση του 2003 εξαιρούσε δάση ελάτης, ορεινής πεύκης, οξιάς, καστανιάς και λοιπά φυλλοβόλα δέντρα και περιορίζονταν ρητά οι αποψιλώσεις δασικών εκτάσεων σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, έχει εντελώς συναφές αντικείμενο με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου» αναφέρει ο πρόεδρος των δασολόγων.
Οι δασολόγοι είναι επίσης αντίθετοι στην κατάργηση του άρθρου 103 του Δασικού Κώδικα (86/1969), στο οποίο μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι ζητήματα που αφορούν τη βοσκή σε δημόσια δάση και τον τρόπο άσκησης του σχετικού δικαιώματος ρυθμίζονται από την αρμόδια δασική αρχή, η οποία με το νομοσχέδιο μεταφέρεται στην τοπική αυτοδιοίκηση. Παράλληλα θεωρούν ότι το μίσθωμα από τα δικαιώματα χρήσης της βοσκής θα έπρεπε να κατατίθεται στο Πράσινο Ταμείο και όχι στους δήμους και να διατίθεται αποκλειστικά για συντήρηση και κατασκευή έργων υποδομής του βοσκοτόπου, καθώς και για τη σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης.
«Αν ψηφιστεί το σχέδιο νόμου όπως έχει, η Ενωσή μας θα προσφύγει στο ΣτΕ καθώς προκύπτουν ζητήματα αντισυνταγματικότητας που αναφύονται με βάση το ισχύον Σύνταγμα και τη νομολογία του ΣτΕ, αφού στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου αναπαράγεται η λογική του νόμου για τα βοσκοτόπια (Ν. 1734/1987), ο οποίος έχει ήδη κριθεί αντισυνταγματικός)» λέει ο κ. Μπόκαρης.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
Η παλιά πληγή των βοσκοτόπων
Το ζήτημα της διαχείρισης των βοσκοτόπων αποτελεί μια παλιά «πληγή» για την αγροτική οικονομία της χώρας καθώς λόγω κακών χειρισμών της διοίκησης πολλές επιλέξιμες εκτάσεις απορρίπτονταν από την ΕΕ. Τα τελευταία πρόστιμα ύψους 322 εκατ. ευρώ επιβλήθηκαν από τις Βρυξέλλες στη χώρα μας τον περασμένο Μάιο και αφορούν «αμαρτίες» του παρελθόντος στη διαχείριση των βοσκοτόπων για την τριετία 2009-2011. Μάλιστα, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης κ. Βαγγέλη Αποστόλου, ακολουθεί νέος… πέλεκυς από τις ευρωπαϊκές αρχές για πρόστιμα αντίστοιχου ύψους τα οποία θα αφορούν την περίοδο 2012-2014.
Η αποσαφήνιση των ορίων των βοσκήσιμων εκτάσεων – στην πλειονότητά τους είναι δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις – θεωρείται απαραίτητο «προαπαιτούμενο» για την ενεργοποίηση δικαιωμάτων ενίσχυσης των ελλήνων κτηνοτρόφων καθώς μία εκ των τριών Περιφερειών της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής 2014-2020 είναι οι βοσκήσιμες γαίες.
Το νομοσχέδιο επιχειρεί να καλύψει το κενό που υπήρχε στη δασική νομοθεσία καθώς δεν είχε ποτέ θεσμοθετηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο άσκησης της βοσκής στα δάση με τη σύνταξη διαχειριστικών σχεδίων.
Ωστόσο στο άρθρο 3 (παρ. 2) ορίζει ότι με τα συγκεκριμένα σχέδια ρυθμίζονται οι όροι χρήσης για βόσκηση «σύμφωνα με τις υφιστάμενες και τις προκύπτουσες, συμβατές με τη βοσκή παράλληλες χρήσεις και τη βοσκοϊκανότητα (σ.σ.: εξασφάλιση επαρκούς τροφής) της κάθε περιοχής». Με τη συγκεκριμένη διατύπωση, όπως αναφέρει ο κ. Μπόκαρης, η βοσκή προσδιορίζεται ως κυρίαρχη χρήση στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, άποψη που βρίσκει σύμφωνο και τον νομικό κ. Γιώργο Χασιώτη από το WWF. «Η διατύπωση αφήνει να εννοηθεί ότι η διαχείριση δασών ή άλλων οικοτόπων πρέπει να γίνεται προς εξυπηρέτηση της βόσκησης και όχι αντιστρόφως» επισημαίνει ο κ. Χασιώτης.
Το ΒΗΜΑ