Στην Τράπεζα Δωδεκανήσου γνώριζαν για τους κινδύνους

Το ενδεχόμενο ανάκλησης της αδείας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου και της μη εξασφάλισης του στόχου του 9% του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας είχε εξετάσει και είχε αναφερθεί εκτενώς η τράπεζα στο πολυσέλιδο ενημερωτικό δελτίο της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της που συντάχθηκε την 3η Οκτωβρίου 2013.
Σύμφωνα με το ενημερωτικό δελτίο, το καταβλημένο συνεταιριστικό κεφάλαιο ανήρχετο στα 21.737.000 ευρώ, διαιρούμενο σε 319.719 μερίδες μεταξύ 22.525 συνεταίρων με δικαίωμα μίας ψήφου εκάστης, ονομαστικής αξίας ¤ 73,37 η καθεμία.
Τα χρηματικά διαθέσιμα της τράπεζας την 30ή Ιουνίου 2013 ήταν 11.488.000 ευρώ, οι απαιτήσεις κατά πελατών (μετά από προβλέψεις) 229.481.000 ευρώ και οι καταθέσεις 241.587.000 ευρώ.
Η τράπεζα είχε αναφερθεί στο ίδιο ενημερωτικό δελτίο και στο κίνδυνο που υφίστατο από μη επαρκή κεφάλαια:
“Η Τράπεζα με ημερομηνία 30/6/2013 αλλά και μέχρι σήμερα δεν έχει επαρκή κεφάλαια, ώστε να πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις εποπτικής κεφαλαιακής επάρκειας, όπως αυτές ορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν η αύξηση του συνεταιριστικού κεφαλαίου δεν έχει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα της επίτευξης κεφαλαιακής επάρκειας και δεν πληρείται ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (9% κατ’ ελάχιστον), η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να λάβει όλα τα προβλεπόμενα από το θεσμικό πλαίσιο μέτρα που φθάνουν μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το αρ. 8 του Ν. 3601/2007, όπως ισχύει.
Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας μπορεί να επηρεασθεί από πολλούς παράγοντες, μεταξύ άλλων και από την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και της απομείωσης του ενεργητικού της Τράπεζας. Η ενδεχόμενη επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας θα επιφέρει επιδείνωση και της πιστωτικής ποιότητας του ενεργητικού της Τράπεζας με αποτέλεσμα την ανάγκη για πρόσθετα εποπτικά κεφάλαια”.
Στο ίδιο ενημερωτικό δελτίο η τράπεζα είχε επισημάνει και τον κίνδυνο αδυναμίας εκπλήρωσης (αθέτηση) των συμβατικών υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων προς την Τράπεζα στο χρόνο που αυτά προκύπτουν και είναι απαιτητά, με συνέπεια την απώλεια κεφαλαίων και κέρδους.
“Η σημαντικότερη μορφή έκθεσης της Τράπεζας σε πιστωτικό κίνδυνο προέρχεται (ιδιαίτερα αυτή την περίοδο) από τον κίνδυνο μη εξυπηρετούμενων δανείων εξαιτίας αρνητικής επίδρασης της οικονομικής κρίσης στην πιστοληπτική ικανότητα των πιστούχων της Τράπεζας που ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στα λειτουργικά αποτελέσματα και στην επιχειρηματική δραστηριότητα της Τράπεζας στο μέλλον”.
Υφίστατο εξάλλου και κίνδυνος ρευστότητας. Πιο συγκεκριμένα ο Δείκτης Ρευστών Διαθεσίμων της Τράπεζας περιορίστηκε την τελευταία 3ετία, λόγω της ύφεσης της Ελληνικής Οικονομίας (η οποία οδήγησε σε μαζική εκροή καταθέσεων) αλλά και της εποχικότητας της Δωδεκανησιακής Οικονομίας. Ειδικότερα, ο δείκτης διαμορφώθηκε σε 17,4% στις 31/12/2010, σε 16,07% στις 31/12/2011, σε 9,9% στις 31/12/2012 και σε 5,99% στις 30/6/2013, όταν ο ελάχιστος αποδεκτός δείκτης από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι το 20%.
Ως κίνδυνος ρευστότητας ορίζεται η πιθανότητα να μην διαθέτει ή να μην έχει η Τράπεζα τη δυνατότητα να αντλήσει κεφάλαια για να καλύψει τις υποχρεώσεις της όταν αυτές προκύπτουν.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τα μέγιστα συνολικά κεφάλαια που ενδεχομένως θα αντλούσε η τράπεζα από την αύξηση του Συνεταιριστικού Κεφαλαίου, όπως εκτιμήθηκε, μπορούσαν να ανέλθουν σε ¤ 17.006.254,50.
Όπως αναφέρεται στο ενημερωτικό δελτίο:
“Τα παραπάνω κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και της ρευστότητας της Τράπεζας. Πιο συγκεκριμένα, τα παραπάνω κεφάλαια θα χρησιμοποιηθούν ώστε να βελτιωθεί ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας, ο οποίος εκφράζεται ως το πηλίκο των ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού σταθμισμένων με βάση τον κίνδυνο και είναι ένας από τους σημαντικότερους δείκτες σταθερότητας της Τράπεζας. Επιπλέον, ο παραπάνω δείκτης χαρακτηρίζει τη δυνατότητά της να αντιμετωπίζει χωρίς προβλήματα, ενδεχόμενα υποτιμήσεων ή απώλειας των στοιχείων του ενεργητικού της (επενδύσεις, τοποθετήσεις, χορηγήσεις κ.λ.π.). O συντελεστής αυτός με στοιχεία 30/6/2013 ανήλθε στο 3,51% και υπολείπεται από το όριο του 9% που θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος”.
Σε άλλο σημείο σημειώνεται ότι “ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας της Τράπεζας διαμορφώθηκε στο 3,79% κατά την 31/12/2012 και στο 3,51% κατά την 30/6/2013. Επομένως, η Τράπεζα με ημερομηνία 30/6/2013 δεν είχε επαρκή κεφάλαια, ώστε να πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις εποπτικής κεφαλαιακής επάρκειας, όπως αυτές ορίζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι κεφαλαιακές ανάγκες για την επίτευξη του ελάχιστου Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (9%), όπως αυτός καθορίζεται από αντίστοιχες ΠΔΤΕ ανέρχονταν σε ¤ 12,5 εκατ. στις 30/6/2013. Την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2013, η Τράπεζα προέβη σε διάφορες ενέργειες βελτίωσης της κεφαλαιακής της επάρκειας, προεξάρχοντος ενός εκτεταμένου προγράμματος ρυθμίσεων και αναδιαρθρώσεων του μη υγιούς χαρτοφυλακίου χορηγήσεών της, με αποτέλεσμα οι εκτιμώμενες άμεσες κεφαλαιακές ανάγκες στις 31/10/2013, για την επίτευξη του ελάχιστου Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας της Τράπεζας, να μην υπερβαίνουν τα ¤ 6 εκατ.
Αν η αύξηση του συνεταιριστικού κεφαλαίου δεν έχει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα της επίτευξης κεφαλαιακής επάρκειας και δεν πληρείται ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (9% κατ’ ελάχιστον), η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να λάβει όλα τα προβλεπόμενα από το θεσμικό πλαίσιο μέτρα που φθάνουν μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το αρ. 8 του Ν. 3601/2007, όπως ισχύει.

Σημειώνεται ότι μετά από την απόφασή του από 25/9/2013 Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, σε περίπτωση που τα αντληθέντα από την αύξηση κεφάλαια δεν επαρκούν για την αποκατάσταση του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της 31/10/2013, που έχει ορίσει η Τράπεζα της Ελλάδος για τις Συνεταιριστικές Τράπεζες ή έως τη νέα ημερομηνία παράτασης, που τυχόν θα ορίσει, τότε τα κεφάλαια αυτά θα επιστραφούν άτοκα στους επενδυτές, με εντολή τους”.
ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (καθυστερημένες χορηγήσεις άνω των 90 ημερών), αντιπροσώπευαν το 26,0% των δανείων κατά την 31/12/2012, έναντι 19,6% την 31/12/2011.
Η επίδραση της οικονομικής κρίσης, η εφαρμογή του Μνημονίου και οι αρνητικές μακροοικονομικές συνθήκες, οδήγησαν σε περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια για το 2012. Οι ανωτέρω παράγοντες εφόσον συνεχίσουν να διατηρούνται και τα επόμενα έτη, θα επηρεάσουν αρνητικά την πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών της Τράπεζας, με αυξημένες καθυστερήσεις πληρωμών και αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Μελλοντικές προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στα λειτουργικά αποτελέσματα της Τράπεζας.
Tα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών σχεδόν διπλασιάστηκαν στην διάρκεια της τελευταίας 3ετίας, ξεκινώντας από τα ¤ 35,9 εκατ. το 2010, ανεβαίνοντας στα ¤ 51,8 εκατ. το 2011 και κλείνοντας στα ¤ 68,7 εκατ. το 2012. Η μεγάλη άνοδος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανέβασε το ποσοστό των καθυστερημένων χορηγήσεων πάνω στο σύνολο των χορηγήσεων από το 13,48% το 2010, στο 25,96% το 2012.
Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε στην τράπεζα ένα άνοιγμα καλύψεων από προβλέψεις, καθυστερημένων οφειλών, που σταδιακά στην 3ετία, ξεκινώντας από τα ¤ 22,05 εκατ., έφθασε στις 31/12/2012 τα ¤ 26,3 εκατ. περίπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Τράπεζα καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας της (18 έτη) διέγραψε απαιτήσεις ποσού ¤ 5.186.205,96.
Οι επισφαλείς απαιτήσεις της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου την 31/12/2012, ακολουθώντας τις εξελίξεις της αγοράς και τις επιδράσεις της βαθιάς ύφεσης της Ελληνικής Οικονομίας, ήταν αυξημένες.
Στις 31/12/2012 βάσει δημοσιευμένων στοιχείων ισολογισμού, οι σχηματισμένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις της Τράπεζας ανέρχονται σε ¤ 17.500.000.
Οι χορηγήσεις της Τράπεζας στην μεγάλη τους πλειοψηφία αφορούν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε μισθωτούς. Οι δύο αυτές κατηγορίες δραστηριότητας αποτελούν τον πυρήνα της Χορηγητικής Πολιτικής του Πιστωτικού Ιδρύματος, με τις Χορηγήσεις προς Νοικοκυριά και ιδιώτες να απορροφούν το 38% περίπου της δραστηριότητας της Τράπεζας και τις επιχειρήσεις το 62% περίπου των δανείων της, καθ’ όλη την διάρκεια της 3ετίας.
Ο Δείκτης Ρευστών Διαθεσίμων της Τράπεζας περιορίστηκε ταυτόχρονα την τελευταία 3ετία, λόγω της ύφεσης της Ελληνικής Οικονομίας (η οποία οδήγησε σε μαζική εκροή καταθέσεων) αλλά και της εποχικότητας της Δωδεκανησιακής Οικονομίας.
Ειδικότερα, ο δείκτης διαμορφώθηκε σε 17,4% στις 31/12/2010, σε 16,07% στις 31/12/2011, σε 9,9% στις 31/12/2012 και σε 5,99% στις 30/6/2013, όταν ο ελάχιστος αποδεκτός δείκτης από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι το 20%.
Η εποχικότητα της Δωδεκανησιακής Οικονομίας, λόγω της τουριστικής της δραστηριότητας αποτελεί τον κύριο λόγο για τις περιοδικές διακυμάνσεις του παραπάνω δείκτη, δεδομένου ότι οι εισπράξεις και αντίστοιχα οι αποταμιεύσεις της Δωδεκανησιακής Οικονομίας γίνονται κυρίως το Β’ Εξάμηνο κάθε έτους.

ΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ
Στο διάστημα των τριών τελευταίων ετών η Τράπεζα δέχτηκε τους παρακάτω Ειδικούς Ελέγχους από επιθεωρητές της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της ΤτΕ:
– Στο χρονικό διάστημα από 20.07.2010 έως 22.07.2010 πραγματοποιήθηκε επιτόπιος έλεγχος με αντικείμενο την αξιολόγηση της επάρκειας και της ασφάλειας των Συστημάτων Πληροφορικής.
Κατά τον προαναφερόμενο έλεγχο η αξιολόγηση των Συστημάτων Πληροφορικής κρίθηκε ως μερικώς ικανοποιητική (3η βαθμίδα με βάση την 5βάθμια κλίμακα που χρησιμοποίει η ΤτΕ) και έγιναν συστάσεις οι οποίες στόχευαν στη βελτίωση της ασφαλούς και αποτελεσματικής λειτουργίας των Πληροφοριακών Συστημάτων της Τράπεζας.
Για το σύνολο των συστάσεων πραγματοποιήθηκαν άμεσα από την Τράπεζα οι κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες.
– Στις 17 και 18 Νοεμβρίου 2011 πραγματοποιήθηκε επιτόπιος έλεγχος με αντικείμενο την αξιολόγηση της υλοποίησης των διορθωτικών ενεργειών που περιλαμβάνονταν σε Πόρισμα Ελέγχου που είχε διενεργηθεί τον Ιούνιο του 2009. (Αντικείμενο του Ελέγχου ήταν η αξιολόγηση της επάρκειας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και των σχετικών συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, καθώς και η εκτίμηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων). Κατά τον προαναφερόμενο έλεγχο διαπιστώθηκαν οι ενέργειες που είχαν πραγματοποιηθεί από την Τράπεζα για την ενίσχυση Υπηρεσιών (Δ/νση Εσωτερικού Ελέγχου, Τμήμα Οριστικών Καθυστερήσεων) και διαδικασιών (επικαιροποίηση κανονισμού πιστοδοτήσεων, ανάπτυξη υποδείγματος αξιολόγησης (σκοροκάρτα) για τη λιανική τραπεζική, αξιολόγηση του καθιερωμένου συστήματος αξιολόγησης πιστοληπτικής διαβάθμισης (RV Rating) εκ του αποτελέσματος (model validation) και επισημάνθηκαν οι περιοχές που χρήζουν περεταίρω βελτίωσης.
3. Επίσης διαπιστώθηκε η υλοποίηση της δέσμευσης της Τράπεζας για σχηματισμό επιπρόσθετων προβλέψεων σύμφωνα με τα ευρήματα του ελέγχου του 2009, αλλά στα πλαίσια του ανωτέρω ελέγχου διαπιστώθηκε ότι συνέχισε να υφίσταται ανεπάρκεια προβλέψεων και μετά τον εν λόγω σχηματισμό. Στο χρονικό διάστημα από 05.06.2012 έως 08.06.2012 πραγματοποιήθηκε επιτόπιος έλεγχος με βασικά αντικείμενα την εκτίμηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων και της επάρκειας των προβλέψεων και την αξιολόγηση του επιπέδου οργάνωσης και αποτελεσματικότητας του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου. Παράλληλα διεξήχθη έλεγχος της ποιότητας χαρτοφυλακίου δανείων για παροχή ρευστότητας (ELA) από τη Διεύθυνση Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων (Τμήμα Αγορών Κεφαλαίου).
Κατά τον προαναφερόμενο έλεγχο η οργανωτική / λειτουργική δομή της Τράπεζας και το σύνολο των ελεγκτικών μηχανισμών και διαδικασιών κρίθηκε ως αποδεκτή (3η βαθμίδα με βάση την 5βάθμια κλίμακα που χρησιμοποιεί η ΤτΕ), ενώ διαπιστώθηκε επιδείνωση στη ποιότητα του χαρτοφυλακίου πιστοδοτήσεων, δείγμα των συνθηκών ύφεσης της αγοράς, που επηρέαζε αρνητικά τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας.

Επίσης στο χρονικό διάστημα από 08.05.2013 ως 15.05.2013 και κατόπιν σχετικής αναθέσεως από την Τράπεζα της Ελλάδος, πραγματοποιήθηκε από ελεγκτές της εταιρίας «ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ, ΣΟΦΙΑΝΟΣ & ΚΑΜΠΑΝΗΣ Ανώνυμη Εταιρία Ορκωτών Ελεγκτών και Συμβούλων Επιχειρήσεων» (Deloitte), επιτόπιος έλεγχος με βασικά αντικείμενα την αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων και εσωτερικών διαδικασιών, ιδίως αυτών που αφορούν στην ανάληψη και παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου.