Ειδήσεις

Στο Πενταμελές δύο υποθέσεις παρατραπεζικής δραστηριότητας

Στο εδώλιο μια πρώην τραπεζική υπάλληλος, προϊσταμένη συναλλαγών

Δύο υποθέσεις παρατραπεζικής δραστηριότητας στο κεντρικό υποκατάστημα της πρώην Λαϊκής Τράπεζας της Ρόδου, που είχαν προκαλέσει μεγάλο σάλο στην κοινή γνώμη, θα απασχολήσουν την προσεχή συνεδρίαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Αντιμέτωπη με σοβαρές κατηγορίες και στις δύο υποθέσεις βρίσκεται μια πρώην τραπεζική υπάλληλος, προϊσταμένη συναλλαγών στο συγκεκριμένο κατάστημα, που αρνείται κατηγορηματικά τα όσα της αποδίδονται, ισχυριζόμενη ότι την ευθύνη φέρει ο τότε διευθυντής, που έχει στο μεταξύ αποβιώσει.
Για την πρώτη υπόθεση, που θα απασχολήσει το δικαστήριο, η κατηγορούμενη έχει καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 6 ετών.
Τον Φεβρουάριο του 2014 είχε κριθεί συγκεκριμένα ένοχη για υπεξαίρεση από κοινού και κατ΄εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας το οποίο είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, η αξία του οποίου υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.
Το ιστορικό της υπόθεσης, φέρεται να έχει ως εξής:
Στις 31-7-97, όταν εργαζόταν στο κατάστημα της Ιονικής Τράπεζας Νέας Αγοράς Ρόδου, ο εκλιπών είχε συμβουλεύσει δύο ελληνοϊταλούς, πατέρα και γιο, να επενδύσουν το χρηματικό ποσό των 291.133,09 ευρώ σε αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), οι δε τελευταίοι έχοντας εμπιστοσύνη στο πρόσωπο των δύο κατηγορουμένων, λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς τους, κατέβαλαν στην κατηγορουμένη σε μετρητά, το παραπάνω ιδιαίτερα μεγάλο ποσό, και έδωσαν την εντολή στους δύο κατηγορούμενους να προβούν στην αγορά ΟΕΔ επταετούς διάρκειας, ονομαστικής αξίας 100.000.000 δρχ.
Η κατηγορούμενη φέρεται αντί να καταχωρήσει, όπως όφειλε, την παραπάνω συναλλαγή στο μηχανογραφικό σύστημα του ηλεκτρονικού υπολογιστή της τράπεζας, ώστε να λάβει η συγκεκριμένη πράξη αύξοντα αριθμό συναλλαγής και να εκδοθεί, όπως επιβαλλόταν, μηχανογραφημένο παραστατικό γραμμάτιο είσπραξης, συμπλήρωσε χειρόγραφα έντυπο αντιγράφου γραμματίου είσπραξης της Ιονικής Τράπεζας, στο οποίο ανέγραψε το εισπραχθέν ποσό ολογράφως και αριθμητικώς, τα ονοματεπώνυμα των δύο καταθετών επενδυτών, τον κωδικό λογαριασμού τους και ως αιτιολογία την αγορά ΟΕΔ επταετούς διάρκειας, ονομαστικής αξίας 100.000.000 δρχ. και αφού υπέγραψε η ίδια το αντίγραφο του γραμματίου είσπραξης, το παρέδωσε στον τελευταίο, δίχως να εισάγει τα χρήματα στο ταμείο της τράπεζας και δίχως να τα καταχωρήσει στον προαναφερόμενο κωδικό λογαριασμού, έτσι ώστε να μην εμφανίζεται είτε στο ταμείο, είτε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της τράπεζας η κατάθεση του παραπάνω ποσού των 99.203.600 δρχ.

Τον Σεπτέμβριο 2000, μετά τη συγχώνευση της Ιονικής Τράπεζας με την Alpha Bank, οι τραπεζικοί υπάλληλοι εξακολουθούσαν να εργάζονται με τις παραπάνω ιδιότητές τους στο ίδιο τραπεζικό κατάστημα, το οποίο ανήκε πλέον στην Alpha Bank, στο οποίο ετηρείτο κοινός λογαριασμός με συνδικαιούχους τα 3 παιδιά του ήδη θανόντος επενδυτή, μονίμους κατοίκους Pisa Ιταλίας. Ο εκλιπών τραπεζικός φέρεται ότι γνωρίζοντας ο ίδιος και η συγκατηγορούμενή του ότι το ύψος του κοινού λογαριασμού ανερχόταν στο ποσό των 204.144,63 ευρώ, επικοινώνησε με τους αδελφούς και τους συνέστησε να τοποθετήσουν 50.000.000 δρχ. σε προθεσμιακή κατάθεση, ώστε να έχουν μεγαλύτερη απόδοση τόκων και εκείνοι δέχτηκαν και έδωσαν την εντολή από την Ιταλία να γίνει ανάληψη του ποσού των 50.000.000 δρχ. προκειμένου να επενδυθεί σε προθεσμιακή κατάθεση.
Ακολούθως δε οι δύο τραπεζικοί υπάλληλοι στις 20-9-2000 φέρονται, αφού ανέλαβαν από τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό το ποσό των 50.000.000 δρχ. ή 146.735,14 ευρώ, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού ήταν μόνιμοι κάτοικοι Ιταλίας και δεν είχαν την δυνατότητα αμέσου ελέγχου των τραπεζικών συναλλαγών τους, ιδιοποιήθηκαν παράνομα από κοινού το παραπάνω ποσό που είχε περιέλθει στην κατοχή τους. Κατηγορούνται συγκεκριμένα ότι δεν προέβησαν στην προθεσμιακή κατάθεση, όπως όφειλαν, πρόκειται δε για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Στις 20-12-2000, όταν μάρτυρας, εξάδελφος των ελληνοϊταλών, εμφανίστηκε στο κατάστημα της Alpha Bank για να καταθέσει, με εντολή συγγενούς του επενδυτή το ποσό των 146.735,14 ευρώ στον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό τους, έγινε αντιληπτός από τον τραπεζικό, ο οποίος φέρεται να τηλεφώνησε αμέσως στην Ιταλία και αφενός μεν τον απέτρεψε από το να κατατεθούν τα χρήματα στον κοινό λογαριασμό, σκοπεύοντας να μην αποτυπωθεί η συναλλαγή στο μηχανογραφικό σύστημα της τράπεζας και να μην εισαχθούν τα χρήματα στο ταμείο της τράπεζας και αφετέρου φέρεται να τον έπεισε να δώσει την εντολή στον ίδιο ως διευθυντή και στην συγκατηγορουμένη του ως προϊσταμένη καταθέσεων, να κατατεθούν τα χρήματα σε προθεσμιακή κατάθεση.

Ακολούθως, οι δύο τραπεζικοί φέρονται, ενεργώντας ως εντολοδόχοι και με την παραπάνω ιδιότητά τους, αφού έλαβαν στην κατοχή τους το παραπάνω ποσό των 50.000.000 δρχ., λόγω της εμπιστοσύνης του ελληνοϊταλού στο πρόσωπό τους, να τα ιδιοποιήθηκαν από κοινού παράνομα, δίχως να προβούν στην προθεσμιακή κατάθεση, όπως όφειλαν, πρόκειται δε για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Απολογούμενη ενώπιον του Tριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων η κατηγορούμενη επέρριψε την αποκλειστική ευθύνη για την υπεξαίρεση στον εκλιπόντα διευθυντή, υποστηρίζοντας ότι το έτος 1997 είχαν αγοραστεί τα ομόλογα και πως η συναλλαγή είχε εκτελεστεί κανονικά.

-Στην δεύτερη υπόθεση η ίδια κατηγορούμενη έχει καταδικαστεί κατά πλειοψηφία σε ποινή κάθειρξης 6 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισής της μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας της.
Η κατηγορούμενη κρίθηκε συγκεκριμένα ένοχη άμεσης συνέργειας σε απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και πλαστογραφία που τελέστηκε από τον πρώην διευθυντή του ίδιου υποκαταστήματος, ο οποίος όπως προαναφέρθηκε, έχει αποβιώσει.
Φέρονται συγκεκριμένα στη Pόδο την 30ή Αυγούστου 2003 να έπεισαν επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στη Μεσαιωνική Πόλη να υπογράψει με τη Λαϊκή Tράπεζα σύμβαση πώλησης και επαναγοράς τίτλων του Eλληνικού Δημοσίου (repos) ονομαστικής αξίας 422.375 ευρώ με ημερομηνία πώλησης την 31η Αυγούστου 2004 και συμφωνηθείσα τιμή 498.402 ευρώ. Δικαιούχοι των repos ήταν ο επιχειρηματίας και η σύζυγός του. Φέρονται ειδικότερα να παρέστησαν στους ανωτέρω, ψευδώς ότι επρόκειτο για σύμβαση με την τράπεζα και έκαναν χρήση πλαστών εγγράφων, όμοιων με τα χρησιμοποιούμενα από την τράπεζα, χωρίς η τράπεζα να γνωρίζει για τη σύναψή τους.
Το θύμα φέρεται να κατέβαλε το ποσό των 422.375 ευρώ και όταν εμφανίσθηκε στο κατάστημα Pόδου της Λαϊκής Tράπεζας, την 31η Αυγούστου 2004, για να ζητήσει την επαναγορά των τίτλων, η τράπεζα διαπίστωσε την απάτη και αναγκάσθηκε να τους αποζημιώσει.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου