Περίπου 30 χρόνια μετά τη στελέχωσή του και την έναρξη ουσιαστικά της λειτουργίας του, το ελληνικό ΕΣΥ βγαίνει στη… σύνταξη. Το 70% των γιατρών που στηρίζει το σύστημα όλα αυτά τα χρόνια έχει «γεράσει» βιολογικά και επαγγελματικά και περιμένει την αναγκαστική συνταξιοδότησή του. Το δυστύχημα είναι ότι ειδικά από το 2010, οπότε «πάγωσαν» οι προσλήψεις, το ιατρικό δυναμικό δεν ανανεώνεται.
Κάνοντας μια «βόλτα» στα δημόσια νοσοκομεία διαπιστώνει κανείς ότι οι περισσότερες κλινικές λειτουργούν με διευθυντές και ειδικευομένους. Αλλοι γιατροί με βαθμό επιμελητή Α’ ή Β’ είναι ελάχιστοι. Θα έλεγε κανείς ότι είναι… είδος υπό εξαφάνιση.
Η Β’ Ορθοπαιδική Κλινική του ΚΑΤ λειτουργεί με έξι γιατρούς. Και οι έξι είναι διευθυντές. Με πέντε διευθυντές γιατρούς λειτουργεί η Δερματολογική Κλινική του Ευαγγελισμού, ενώ η Νεφρολογική Κλινική του ιδίου νοσοκομείου έχει επιπλέον μία επικουρική γιατρό.
Στη Γ’ Ορθοπαιδική Κλινική του ΚΑΤ τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα. Υπάρχουν και δύο… επιμελητές Α’. Ανάλογη είναι η εικόνα στην Α’ Παθολογική Κλινική του Ευαγγελισμού. Στη δύναμη της κλινικής υπάρχουν τρεις διευθυντές και τρεις επιμελητές Α’.
Αυτό που παρατηρείται ως εικόνα στην Α’ Χειρουργική Κλινική του Κρατικού Νοσοκομείου Αθήνας «Γ. Γεννηματάς» είναι ό,τι επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του ΕΣΥ. Δηλαδή, οι ειδικευόμενοι συχνά υπερτερούν σε αριθμό των ειδικευμένων γιατρών. Στη συγκεκριμένη κλινική υπάρχουν τρεις γιατροί με τον βαθμό διευθυντή, ένας επιμελητής Α’ και οκτώ ειδικευόμενοι. Το ίδιο συμβαίνει και στην Α’ Ορθοπαιδική Κλινική τού «Γ. Γεννηματάς». Οι διευθυντές είναι τέσσερις, ένας ο επιμελητής Α’ και επτά οι ειδικευόμενοι.
Διευθυντές και ειδικευόμενοι
Στο δε Καρδιολογικό Τμήμα του Σισμανογλείου οι ειδικευόμενοι είναι σε αριθμό ακριβώς όσοι και οι διευθυντές. Συνολικά, το ιατρικό προσωπικό της κλινικής αποτελείται από έναν διευθυντή, επτά αναπληρωτές διευθυντές, έναν επιμελητή Α’ και οκτώ ειδικευομένους.
Περισσότεροι από τους διευθυντές είναι οι ειδικευόμενοι γιατροί στη Β’ Χειρουργική Κλινική του Σισμανογλείου. Η κλινική λειτουργεί με έναν συντονιστή διευθυντή, έξι διευθυντές, έναν επιμελητή Β’ και οκτώ ειδικευομένους.
Η Δ’ Χειρουργική Κλινική του Ευαγγελισμού λειτουργεί με τέσσερις διευθυντές και έναν επικουρικό και η Β’ Παθολογική Κλινική του Ασκληπιείου με τρεις διευθυντές, έναν επιμελητή Α’ και έξι ειδικευομένους.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, την τελευταία δεκαετία το προσωπικό στα δημόσια νοσοκομεία και στα Κέντρα Υγείας μειώθηκε κατά 17.000 άτομα εξαιτίας των συνταξιοδοτήσεων και του «παγώματος» των προσλήψεων. Αν στην καταμέτρηση συμπεριληφθούν τα στρατιωτικά και πανεπιστημιακά νοσοκομεία, τότε η μείωση του συνόλου του προσωπικού ξεπερνά τις 19.000 για το παραπάνω χρονικό διάστημα.
Μόνο μεταξύ 2012 και 2013 το προσωπικό μειώθηκε κατά 4.098 άτομα, ενώ ως το τέλος του 2014 αποχώρησαν επιπλέον 1.220 άτομα από τα νοσοκομεία.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το ιατρικό προσωπικό, σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δώσει στη δημοσιότητα οι εκπρόσωποι του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, οι κενές θέσεις ανέρχονται σε 6.000 καθώς μεγάλος αριθμός γιατρών συνταξιοδοτήθηκε τα τελευταία χρόνια ή αποχώρησε χωρίς να καλυφθούν η θέσεις τους.
Ο θεσμός των επικουρικών
Οπως αναφέρει ο διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του Ευαγγελισμού και πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων κ. Ηλίας Σιώρας, το 1985, οπότε ξεκίνησαν οι διορισμοί στο ΕΣΥ, ο μεγάλος όγκος των γιατρών ήταν επιμελητές Β’. Λιγότεροι ήταν επιμελητές Α’ και οι διευθυντές ελάχιστοι. Μετά το 1992-1993 έπεσε αισθητά ο ρυθμός των διορισμών γιατρών. «Βέβαια» προσθέτει «τα νοσοκομεία μπορεί να αντιμετώπιζαν κάποιες δυσκολίες αλλά λειτουργούσαν με έναν σχετικά ικανοποιητικό αριθμό γιατρών και από ηλικιακή άποψη».
Τα πιο οξυμμένα προβλήματα άρχισαν να παρουσιάζονται μετά το 2005, οπότε άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτοι γιατροί στη σύνταξη, με αποκορύφωμα το 2010. Τότε ήταν που «πάγωσαν» οι προσλήψεις.
Επίσης, σημειώνει ο κ. Σιώρας, το 2009 καθιερώθηκε το πολυδιευθυντικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ένας αριθμός γιατρών που είχε ήδη υπηρετήσει πάνω από 15 χρόνια στο ΕΣΥ πήρε τον βαθμό του διευθυντή με τη διαδικασία που προέβλεπε ο νόμος. Ετσι, συμπεραίνει, είχαμε πολλούς διευθυντές που στην πράξη έκαναν και τη δουλειά του επιμελητή Α’, του επιμελητή Β’, καμιά φορά και του ειδικευομένου.
Ο κ. Σιώρας αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποιοι διορισμοί επικουρικών γιατρών που δεν λύνουν το πρόβλημα. «Γενικά η επιλογή του θεσμού των επικουρικών είναι ό,τι χειρότερο για την υγεία του πληθυσμού και εντελώς υποτιμητικό και απαξιωτικό για τους επιστήμονες».
Σύμφωνα με τον διευθυντή της Στ’ Γυναικολογικής Κλινικής του «Ελενα Βενιζέλου» κ. Γιώργο Φαρμακίδη, στο νοσοκομείο οι περισσότεροι γιατροί είναι άνω των 60 ετών και πολλοί από αυτούς αναμένεται να πάρουν σύνταξη μέσα στα επόμενα δύο-τρία χρόνια. «Το δυσάρεστο είναι ότι ακόμη δεν γίνονται προσλήψεις νέων γιατρών. Αν η κατάσταση συνεχιστεί έτσι, πολύ σύντομα θα έχουμε ελλείψεις σε χειρουργούς, γυναικολόγους, αναισθησιολόγους και εργαστηριακούς».
ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΦΗΜΕΡΕΥΣΟΥΝ
«Πολλοί νέοι γιατροί φεύγουν στο εξωτερικό»
Την άποψη ότι το ΕΣΥ δεν είναι πλέον ελκυστικό για τους αξιόλογους νέους γιατρούς διατυπώνει ο συντονιστής διευθυντής της Α’ Χειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Αγία Ολγα» κ. Χρήστος Δερβένης.
Οπως λέει, το ΕΣΥ γερνάει εδώ και πολύ καιρό επικίνδυνα. Οι λόγοι είναι οι εξής: πρώτον, έχει πάψει να είναι ελκυστικό για τους αξιόλογους νέους γιατρούς. Η έλλειψη κάθε μορφής αξιολόγησης, η απουσία εσωτερικής και εξωτερικής ανταγωνιστικότητας, οι χαμηλές αμοιβές και η επιμονή στη μονιμότητα και στην πλήρη και αποκλειστική απασχόληση συνθέτουν ένα περιβάλλον που δεν συνάδει με τις ανάγκες των αρρώστων, τις απαιτήσεις της επιστήμης και με ό,τι ισχύει σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Αν αυτό συνδυαστεί με το χωρίς αρχές και χαμηλού επιπέδου εκπαιδευτικό σύστημα εξηγεί γιατί η συντριπτική πλειονότητα των νέων γιατρών οδηγείται στο εξωτερικό» αναφέρει.
Ο δεύτερος λόγος είναι, κατά τον κ. Δερβένη, «η εγκληματική πολιτική του υπουργείου Υγείας διαχρονικά αλλά με έμφαση στις ημέρες μας από τη σημερινή πολιτική ηγεσία, με την υποστήριξη των συνδικάτων, αφού ακύρωσε κάθε έννοια αξιολόγησης με τις χωρίς όρους εξελίξεις των υπηρετούντων γιατρών του ΕΣΥ, που αρνείται να προκηρύξει τόσο τις διευθυντικές θέσεις, όπως ο νόμος ορίζει, όσο και νέες θέσεις, με αποτέλεσμα τη μη ανανέωση του συστήματος με νέους γιατρούς που πολλοί από αυτούς είναι καλύτεροι από τους υπηρετούντες».
Τη διαπίστωση ότι το 70%-80% των γιατρών – τουλάχιστον στο Τζάνειο – είναι διευθυντές και… άνω κάνει ο πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας και διευθυντής της Ιατρικής Υπηρεσίας του Τζανείου κ. Στέφανος Φούσας.
Οπως επισημαίνει, από το 1986 είχε εξασφαλιστεί μόνο η είσοδος των γιατρών και όχι η ανανέωση του ιατρικού προσωπικού. «Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν τα νοσοκομεία βάσει ενός μοντέλου που υπήρχε το 1980, τη στιγμή που πρέπει να δημιουργήσουμε το νοσοκομείο του 2020» τονίζει και συνεχίζει: «Το 50% των διευθυντών δεν μπορεί να εφημερεύσει. Ο σημερινός εξηντάρης και εξηνταπεντάρης πρέπει να επιβλέπει και όχι να εφημερεύει όπως όταν ήταν 40 ετών».
Ο κ. Φούσσας είναι επίσης της άποψης ότι πρέπει να δοθούν κίνητρα στους ειδικευόμενους γιατρούς. «Πρέπει να δημιουργηθούν κλινικές αριστείας ώστε οι άριστοι γιατροί να μένουν στην Ελλάδα. Εν ολίγοις, χρειάζεται αξιολόγηση όλων των βαθμίδων του ιατρικού προσωπικού σε ετήσια βάση».
Το ΒΗΜΑ