Μπορεί φέτος ο τουρισμός να ετοιμάζεται για ένα ακόμη ρεκόρ στις αφίξεις, το τρίτο κατά σειρά τα τελευταία τρία χρόνια, και μάλιστα υπό αντίξοες για την ελληνική οικονομία συνθήκες, εντούτοις οι επιχειρηματίες του κλάδου εμφανίζονται και αυτή τη φορά ιδιαίτερα σκεπτικοί. Και αυτό γιατί η ανάλυση των περαιτέρω δεδομένων της τουριστικής σεζόν αποκαλύπτει πέντε “βαθιές πληγές” για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού, ειδικά σε ότι αφορά τα έσοδα, που είναι και το βασικό ζητούμενο για τις επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) που φέρνει στο προσκήνιο το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, αλλά και τα δεδομένα της Τράπεζας της Ελλάδος που φθάνουν σε ξενοδόχους και επιχειρηματίες, δείχνουν και μια άλλη, διαφορετική πραγματικότητα, πέρα από τα ποσοστά ανόδου των ξένων τουριστών: οι διανυκτερεύσεις μειώνονται, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανά τουρίστα πέφτει, η έντονη εποχικότητα της σεζόν παραμένει, μεγάλη μερίδα των ξενοδοχειακών καταλυμάτων καταγράφει ζημιές, ενώ τα συνολικά έσοδα αυξάνονται με ρυθμούς χελώνας.
Αν και γενικότερα επικρατεί ικανοποίηση για το γεγονός πως ο στόχος των 26 εκατ. επισκεπτών, που αν δεν υπάρξει κάποια σοβαρή ανατροπή, δείχνει ότι μπορεί να επιτευχθεί μέχρι το τέλος του έτους (παρά τις διακυμάνσεις στην ζήτηση τους προηγούμενους μήνες ως αποτέλεσμα της επιβολής των τραπεζικών περιορισμών και της αβεβαιότητας μέχρι και τον Ιούλιο για την παραμονή της χώρας στην ζώνη του ευρώ), η υστέρηση στις εισπράξεις αναλογικά με τα νούμερα των αφίξεων συνεχίζει να προκαλεί έντονο προβληματισμό. Φέτος, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων αναμένονται 14,5 δισ. άμεσα έσοδα, όταν ο πήχης, όπως εξηγούν ξενοδόχοι και επιχειρηματίες θα έπρεπε υπό άλλες συνθήκες να είχε τεθεί πολύ υψηλότερα.
Όπως δείχνουν λοιπόν με τα στοιχεία του ΙΤΕΠ, πέρσι η Ελλάδα, με 23% αύξηση επισκεψιμότητας, κατέγραψε μεν σχεδόν διπλάσιο ρυθμό αύξησης από την Πορτογαλία (12,9%) και τριπλάσιο από την τρίτη στην κατάταξη αύξησης αφίξεων Ισπανία (7,2%), όμως όταν έρχεται η ώρα… του “ταμείου” στα τουριστικά έσοδα, η χρονιά έκλεισε με έσοδα κοντά στα 13,5 δισ. ευρώ (αύξηση 11,1% σε σχέση με το 2013), όταν η Πορτογαλία είχε αύξηση τουριστικών εσόδων 12,4%. Την ίδια ώρα, η μέση ημερήσια δαπάνη των επισκεπτών το 2014 καταγράφηκε στα 70,4 ευρώ, μειωμένη κατά 6,2% σε σχέση με το 2013.
Η υστέρηση στις δαπάνες ανά τουρίστα συνεχίζεται και φέτος. Η μέση κατά κεφαλή δαπάνη ανά ταξίδι κατά τους πρώτους έξι μήνες της χρονιάς δεν ξεπέρασε τα 530 ευρώ, όταν πέρσι έφτανε τα 587 και το 2013 τα 615 ευρώ. Αυτό στην ουσία σημαίνει πως η τελικά αύξηση στα έσοδα οφείλεται στην άνοδο των αφίξεων και όχι στα έσοδα που αφήνουν οι τουρίστες. Ομοίως, παρά την αύξηση του αριθμού των αφίξεων και των διανυκτερεύσεων, οι οποίες έφτασαν τα 184 εκατομμύρια, η μέση διάρκεια διαμονής παρουσίασε μείωση κατά μισή μέρα σε σχέση με το 2013.
Ο “γρίφος” της απώλειας εσόδων, σε συνδυασμό και με τη μείωση των διανυκτερεύσεων, φαίνεται μεταξύ άλλων να έχει την εξήγησή του στο ότι, όπως λένε φορείς της αγοράς, πολλοί τουρίστες που, ενώ προσγειώνονται σε ελληνικά αεροδρόμια και άρα προσμετρούνται στο σύνολο των αφίξεων, διαμένουν μόνο μερικές ημέρες στην Ελλάδα, για να κατευθυνθούν έπειτα στα τουρκικά παράλια ή σε προορισμούς της Αδριατικής στην Αλβανία.
Παράλληλα, ακόμη αναζητείται η χρυσή τομή για την αντιμετώπιση του θέματος της εποχικότητας που πλήττει τον τουρισμό, δεδομένου πως τα περισσότερα προγράμματα των ξένων tour operator δεν επεκτείνονται πέραν του πρώτου δεκαημέρου του Οκτωβρίου. Σε ό,τι έχει να κάνει με τα έσοδα των ξενοδοχείων τέλος, παρά την αύξηση των διανυκτερεύσεων μη κατοίκων κατά 15,3%, η μέση πληρότητα των ελληνικών ξενοδοχείων αυξήθηκε το 2014 μόνο κατά 6,6%, ενώ όπως τονίζουν οι ξενοδόχοι, από τις 500 μεγαλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες, ζήτημα είναι αν οι 50 είναι κερδοφόρες.
capital.gr