Ρεπορτάζ

Για δεύτερη φορά μετανάστης- Η ιστορία ενός ανθρώπου που απεικονίζει την ιστορία δύο εθνών

Είναι σχεδόν δύο δεκαετίες από τότε που η Ελλάδα άνοιξε τα σύνορά της και υποδέχθηκε τα κύματα των οικονομικών μεταναστών από την Αλβανία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και χωρίς στρατηγική, χωρίς έστω κάποιο πλάνο απασχόλησης, τους άφησε όλους να πέσουν με τα μούτρα στην αγορά εργασίας. Σήμερα, κοντά στην εκπνοή του έτους 2015, οι ίδιοι, εκείνοι οι πρώτοι μετανάστες, έχουν αρχίσει να μαζεύουν τις βαλίτσες τους και ετοιμάζονται να ξεριζωθούν ξανά και να γίνουν για δεύτερη φορά μετανάστες.
Η φυγή αυτή τη φορά είναι γεμάτη ερωτηματικά. Δεν είναι σαν την πρώτη, που εγκαταλείποντας την Αλβανία γνώριζαν ότι θα μετακινηθούν σε μια Ελλάδα με αναπτυσσόμενη οικονομία (ανθούσα οικοδομική δραστηριότητα), με ήπιο καιρό και φιλόξενους ανθρώπους. Η φυγή αυτή τη φορά δεν είναι καν σαν τις παλιές εποχές της μετανάστευσης, όταν οι άνθρωποι (και οι Ελληνες) έφευγαν για να γίνουν εργάτες στις φάμπρικες της Γερμανίας και στις μεγάλες οικονομίες του Καναδά και της Αυστραλίας.
Αυτή τη φορά η φυγή των οικονομικών μεταναστών είναι εξαιρετικά δύσκολη. Φεύγουν και μετακινούνται προς περιοχές που δεν γνωρίζουν αν μπορούν να τους παρέχουν δουλειά, δεν ξέρουν καν εάν θα μπορέσουν να αντέξουν το βαρύ χειμώνα της βόρειας Ευρώπης.
Ο Γιάννης, -Αριάν το αλβανικό του όνομα- ήρθε στην Ελλάδα το 1996. Από τότε δούλεψε στις οικοδομές, σε όλα τα πόστα. Τότε ήταν 25 χρονών και ήδη γνώριζε πώς να δουλεύει την πέτρα, και να φτιάχνει στέγες. Αυτές άλλωστε ήταν οι γνώσεις που είχε η πλειονότητα των Αλβανών που ερχόντουσαν στην Ελλάδα ως οικονομικοί μετανάστες. Αυτές οι γνώσεις τον μετέτρεψαν από εργάτη σε τεχνίτη και στη συνέχεια εργολάβο. Στη Ρόδο έφτασε το 2001 και στη χρυσή εξαετία ανάπτυξης των οικοδομών στο νησί (έτη 2002 έως 2008) μπόρεσε να δουλέψει πολύ, να κερδίσει κάποια χρήματα και μαζί μ’ ένα μικρό δάνειο να αγοράσει σπίτι για την οικογένειά του σ’ ένα από τα χωριά του βορειοδυτικού τμήματος της Ρόδου. Σε αυτό το σπίτι γεννήθηκαν τα δύο του παιδιά και αυτά πήγαν στο σχολείο του χωριού, ως παιδιά οικονομικών μεταναστών, ως τα «αλβανάκια» για τους Ελληνες γονείς, ως τα «φιλαράκια» για τους συμμαθητές τους.
«Εκείνα τα χρόνια δουλεύαμε καλά, δουλεύαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ γιατί όλοι παίρνανε δάνεια και φτιάχνανε σπίτια» περιέγραψε προς τη «δημοκρατική» ο ίδιος. «Για να το κάνουν οι Ελληνες κάτι ξέρουν, το έκανα κι εγώ, προτίμησα να αγοράσω ένα σπίτι στη Ρόδο, παρά να φτιάξω ένα σπίτι στην Αλβανία. Η Ρόδος ήταν το καινούριο μου σπίτι και εδώ ήθελα να μεγαλώσουν τα παιδιά μου. Αλλωστε, τότε οι τράπεζες δίνανε σε όλους δάνεια. Είχανε πολλά λεφτά και δίνανε».
Τα γεγονότα, ωστόσο, δεν εξελίχθηκαν ακριβώς, όπως τα είχε ονειρευτεί ο Αριάν – Γιάννης. Από το τέλος του έτους 2008 κι έπειτα η οικοδομή άρχισε καθοδική πορεία. Οι δουλειές όλο και λιγόστευαν, η υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού έριχνε τις τιμές στα έργα και ταυτόχρονα τα «κανόνια» έσκαγαν το ένα μετά το άλλο. Από κει και πέρα η ζωή του Αριάν είναι ίδια με όλων των υπολοίπων Ελλήνων, που έβλεπαν κόπους μιας ζωής να καταστρέφονται υπό το βάρος των μνημονίων, της έλλειψης ρευστότητας, της αναδουλειάς και των τεράστιων υποχρεώσεων.
«Στην Αλβανία δεν είχαμε ψωμί στο τραπέζι, γι’ αυτό και χρειάστηκε να φύγουμε από τον τόπο που γεννηθήκαμε για να πάμε εκεί που μας λέγανε ότι όλα είναι καλά. Ηρθαμε στην Ελλάδα και τώρα ζούμε τα χειρότερα. Όχι μόνο δεν υπάρχει φαγητό στο τραπέζι, αλλά έχουμε και ένα σωρό χρέη» περιέγραψε ο Αριάν στη «δημοκρατική», εξηγώντας πως αυτό είναι εκείνο που τον κάνει να παίρνει ξανά το δρόμο της μετανάστευσης. «Δεν γίνεται αλλιώς. Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να δουλέψουμε, δεν έχει μέλλον εδώ». Στο ερώτημα της «δημοκρατικής», για το εάν έχει επιλέξει τη χώρα στην οποία θα μεταναστεύσει, εκείνος απάντησε: «Αγγλία. Μόνο εκεί αξίζει, πουθενά αλλού. Στην Αγγλία έχει καλά μεροκάματα και όπως μαθαίνω, έχει αρκετές δουλειές , ενώ κάποιοι άλλοι που πήγαν στη Γερμανία, γύρισαν αμέσως στη Ρόδο. Εκεί δεν έχει λεφτά».
Ο Γιάννης – Αριάν έφυγε από τη Ρόδο πριν από ένα μήνα. Το τελευταίο πράγμα που είπε στους φίλους του πίσω στο νησί ήταν: «άντε πάλι από την αρχή, ξανά γλώσσα, ξανά σπίτι, ξανά όλα από την αρχή».
Η «δημοκρατική» για τις ανάγκες του ρεπορτάζ επικοινώνησε χθες με τον μετανάστη της δεύτερης φοράς. Το πρώτο πράγμα που είπε, ήταν: «Εδώ έχει κρύο. Εμεινες έξω, πέθανες». Ο ίδιος εξήγησε ότι αρχικά πήγε σε μια περιοχή έξω από το Λονδίνο, εκεί όπου υπήρχαν αρκετοί άλλοι Αλβανοί. Δούλεψε μαζί τους για λίγες ημέρες και τελικά έμεινε απλήρωτος, όπως και όλοι οι άλλοι εργάτες του συνεργείου. Μετά από πολύ κόπο, συνάντησε έναν Ελληνα εργολάβο στο Λονδίνο κι εκείνος του πρόσφερε δουλειά με μεροκάματο 70 ευρώ. «Για τα δεδομένα του Λονδίνου και του κόστους ζωής εδώ, τα 70 ευρώ είναι λίγα. Δούλεψα με τον άνθρωπο αυτό 15 ημέρες, με πλήρωσε, όμως, έφυγα κι από εκείνον. Τώρα δουλεύω για μια εταιρεία από την Κύπρο, που κάνει μεγάλες εργολαβίες στο Λονδίνο. Το μεροκάματο φτάνει τα 110 ευρώ για ένα μάστορα, αυτά είναι πιο καλά λεφτά. Ισως μπορέσω με αυτά να νοικιάσω ένα μικρό χώρο για να μένω μόνος μου και τα χρήματα που περισσεύουν να τα στέλνω πίσω, στα παιδιά μου στη Ρόδο».
Είτε σαν Γιάννης, είτε σαν Αριάν, ο άνθρωπος αυτός, σήμερα στα 45 του χρόνια είναι μετανάστης για δεύτερη φορά. Είναι οικονομικός μετανάστης, όπως ακριβώς γίνονται σήμερα οι περισσότεροι ομοεθνείς του, όπως γίνονται μετανάστες για δεύτερη φορά (και άλλοι για πρώτη φορά) χιλιάδες Ελληνες, που αφήνουν τον παράδεισο που λέγεται Ελλάδα για να ζήσουν εκεί όπου μπορούν να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό για τους αγαπημένους που μένουν πίσω· και δυστυχώς μέρα με τη μέρα εκείνοι που μένουν πίσω είναι όλο και πιο πολλοί.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου