Η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις σύμφωνα με γνωμοδότηση του ΣτΕ.
Αναλυτικά το σκεπτικό του ΣτΕ
Επειδή, η κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 30 παρ.5 περ.ε του ν. 3296/2004 δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών και λοιπών περιουσιακών στοιχείων που διατάσσεται με πράξη των αρμοδίων οργάνων του Σ.Δ.Ο.Ε. αποτελεί διοικητικό μέτρο, το οποίο αποσκοπεί στην διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου προσώπου, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων του Δημοσίου κατ’αυτού, σε περίπτωση διαπιστώσεως, βάσει του πορίσματος σχετικής έρευνας, της εκ μέρους του τελέσεως της πιθανολογηθείσης παραβάσεως, καθώς και στη διασφάλιση των αναγκαίων στοιχείων για την έρευνα (βλ. ΣτΕ 3316/2014 Ολομ., ΣτΕ 2797/2009).
Ως διοικητικό μέτρο δε που κατατείνει στην εξυπηρέτηση των ανωτέρω σκοπών, η κατ’άρθρο 30 παρ. 5 περ. ε του ν. 3296/2004 δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχομένου προσώπου διακρίνεται από την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και εκποίησης περιουσιακών στοιχείων που διατάσσεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 48 του ν.3691/2008, από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης, στο πλαίσιο διεξαγωγής τακτικής ανάκρισης, προανάκρισης ή και προκαταρκτικής εξέτασης και το οποίο εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας (βλ. ΣτΕ 4427-ΣτΕ 8/2014). Συνεπώς, εν όψει της διαφορετικής φύσεως των διατάξεων που προβλέπουν τη λήψη των ανωτέρω μέτρων (άρθρο 30 παρ. 5 του ν. 3296/2004, άρθρο 48 του ν. 3691/2008) και των διαφορετικών σκοπών που υπηρετούνται με τις διατάξεις αυτές, σε περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω μέτρα λαμβάνονται παραλλήλως από τα αρμόδια όργανα, συνισχύουν, ως αυτοτελείς και διακεκριμένες αιτίες δεσμεύσεως των οικείων περιουσιακών στοιχείων.
Εν όψει των ανωτέρω, το έννομο συμφέρον της αιτούσης να ζητήσει την ακύρωση της εγκριθείσης με την προσβαλλόμενη πράξη δεσμεύσεως των περιουσιακών της στοιχείων, καθώς και η ισχύς της ως άνω επιβληθείσης δεσμεύσεως διατηρείται παρά το γεγονός ότι -ήδη προ της ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως- είχε διαταχθεί, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η δέσμευση της κίνησης των τραπεζικών της λογαριασμών και η απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών της στοιχείων, με το υπ’ αριθμ. 1181/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.
Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η δέσμευση που διατάχθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη εκτείνεται στο σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτούσης, ενώ η επιβληθείσα με το προαναφερθέν βούλευμα απαγόρευση εκποίησης αφορά μόνον τα συγκεκριμένα μνημονευόμενα περιουσιακά στοιχεία.
Επειδή, όπως κρίθηκε με την ΣτΕ 3316/2014 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, το κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 5 περ. ε του ν.3296/2004 μέτρο της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών και οποιουδήποτε είδους περιουσιακών στοιχείων, συνεπαγόμενο σοβαρή επέμβαση σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά του ελεγχόμενου προσώπου και ειδικότερα στα περιουσιακά δικαιώματα και την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία του, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256). Και τούτο, διότι, αν και με το μέτρο αυτό εξυπηρετείται σκοπός δημοσίου συμφέροντος (δηλαδή η διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του ελεγχόμενου προσώπου για να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτού σε περίπτωση διαπιστώσεως, βάσει του πορίσματος σχετικής έρευνας, της εκ μέρους του τελέσεως της πιθανολογηθείσας παραβάσεως, καθώς και η διασφάλιση των αναγκαίων στοιχείων για την έρευνα), εν τούτοις δεν διαγράφονται στον νόμο κατά τρόπο σαφή και αντικειμενικό οι προϋποθέσεις της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, αλλ’αντιθέτως, με τη χρήση αόριστων εννοιών, καταλείπεται ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στη Διοίκηση.
Επιπλέον δε, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν τίθεται από τον νόμο περιορισμός ως προς την έκταση των περιουσιακών στοιχείων, που επιτρέπεται να τίθενται υπό δέσμευση από τη Διοίκηση, ούτε, κυρίως, ως προς τη χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως, ενώ δεν ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία της επιβολής και της άρσης της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων, με πρόβλεψη διαδικαστικών εγγυήσεων ανάλογων προς τη σοβαρότητα του λαμβανόμενου μέτρου.