Βαρύ πλήγμα υπέστησαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις την περίοδο της κρίσης, καθώς μέσα σε μια επταετία μειώθηκαν κατά περίπου 25%. Την ίδια στιγμή τα περίπτερα στους δρόμους της χώρας υπολογίζονται στα 11.500 από τα 22.500, που λειτουργούσαν το 2009. Το 2008 οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) στην Ελλάδα ήταν 849.200 (820.000 πολύ μικρές, 25.700 μικρές και 3.500 μεσαίες), ενώ εξασφάλιζαν 2.310.000 θέσεις συνολικής απασχόλησης (αυτοαπασχολούμενοι – εργοδότες – μισθωτοί). Το 2014 ωστόσο κατέληξαν στις 644.000 (620.000 πολύ μικρές, 21.000 μικρές και 2.500 μεσαίες) προσφέροντας πλέον 1.600.000 θέσεις συνολικής απασχόλησης. Κατά το διάστημα 2009-2014 έβαλαν λουκέτο περίπου 205.000 ΜμΕ, ενώ χάθηκαν 710.000 θέσεις συνολικής απασχόλησης. Η αγορά των ΜμΕ περιελάμβανε το 2009 και τα καταστήματα μικρής λιανικής, που πουλούσαν τσιγάρα (περίπτερα- ψιλικά –mini market – εποχιακά – βενζινάδικα ), ενώ ήταν 40.000 περίπου σε όλη την Ελλάδα.
Λουκέτο στα μισά περίπτερα της χώρας
Ο κλάδος των περιπτερούχων – που απασχολεί άμεσα και έμμεσα 100.000 εργαζομένους και επιβιώνει ως επί το πλείστον από την πώληση καπνικών – έχει πληγεί σημαντικά από την κρίση με τον αφανισμό του να είναι προ των πυλών, όπως εξηγούν οι εκπρόσωποί του. Οι καπνοβιομηχανίες στο άμεσο μέλλον θα έχουν τη δυνατότητα να ανοίγουν καταστήματα μικρής λιανικής, θέτοντας στο περιθώριο τους επαγγελματίες του χώρου, όπως καταγγέλλουν οι διάφοροι παράγοντες. Από το 2012 – οπότε και τα περίπτερα έπαψαν να αποτελούν ευεργετήματα για τους ανάπηρους και τα θύματα του πολέμου- όταν ένα από αυτά χηρεύει περνά στην κυριότητα των δήμων με τη δυνατότητα να μπορούν να το βγάλουν σε πλειστηριασμό. Oι περισσότεροι από αυτούς, παρ’ όλα αυτά ευνοούν μεγάλες αλυσίδες, που δημιουργούν καταστήματα εξυπηρετώντας κυρίως τα συμφέροντα συγκεκριμένων καπνοβιομηχανιών, όπως εξηγούν οι εκπρόσωποι του κλάδου. Την ίδια στιγμή, οι φόροι αλλά και τα πρόστιμα που καλούνται να πληρώσουν οι περιπτεράδες εάν αυθαιρετήσουν είναι τριπλάσια, επισημαίνουν, σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις όπως για παράδειγμα οι καφετέριες.
Ακόμη ένα μέτωπο που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι περιπτερούχοι είναι το λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων. Οι συνολικές απώλειες για το κράτος από το φαινόμενο αγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ, τη στιγμή που η κυβέρνηση ψάχνει παντού να βρει ισοδύναμα. Το ποσοστό λαθρεμπορίου καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα το 2015 σύμφωνα με όσα καταγράφονται από τις Αρχές είναι 23%, ενώ τα πραγματικά στοιχεία αγγίζουν το 33%, σύμφωνα με τις καταγγελίες. Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του Συνδικάτου Επαγγελματιών Περιπτερούχων Αττικής, κ. Γιώργος Δούκας, εάν δεν υπάρξει πολιτική βούληση από τη συγκυβέρνηση για τη δημιουργία σχετικού νομοσχεδίου για την πάταξη της λαθρεμπορίας καπνικών, καθώς και για τη θωράκιση των λιανεμπόρων καπνικών, το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο, ενώ με λουκέτο κινδυνεύει το 50% των υπόλοιπων περιπτέρων της χώρας. Οι εμπλεκόμενοι σημειώνουν ότι έχουν διατυπώσει τις προτάσεις τους σε όλα τα συναρμόδια υπουργεία αλλά και σε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα προκειμένου να δράσουν.
Η πορεία των επιχειρήσεων
Δύο χρόνια άντεξε το ψιλικατζίδικο
Για δύο χρόνια κατάφερε να κρατήσει το ψιλικατζίδικο της ανοιχτό η κ. Μαρία Βαγενά, όπως εξηγεί. Άνοιξε το κατάστημα τον Ιούνιο του 2008 έπειτα από επιδότηση, που έλαβε από τον ΟΑΕΔ, ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου το μαγαζί άρχισε να «μπαίνει μέσα», ενώ μέρος των υπόλοιπων εσόδων της οικογένειας προοριζόταν για να καλύψει τα έξοδα του μικρού καταστήματος στην περιοχή του Αιγάλεω. Πέρα από τα γραφειοκρατικά θέματα, που εμποδίζουν και καθυστερούν τις διαδικασίες για το άνοιγμα ενός ανάλογου μαγαζιού, σημαντική παράμετρος για την κρίση στα ψιλικατζίδικα και τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί ταυτόχρονα η μέχρι πρότινος λογική του κόσμου, όπως εξηγεί η κ. Βαγενά. «Οι καταναλωτές αγοράζουν μαζικά τα προϊόντα από τα σούπερ μάρκετ, ενώ επισκέπτονται το ψιλικατζίδικο και παίρνουν βερεσέ μόνο αν έχουν ξεχάσει κάτι», συμπληρώνει η ίδια. Τα περισσότερα χρήματα, που δίνει κάποιος μικροεπιχειρηματίας για το μαγαζί του είναι για τα τσιγάρα από τα οποία μάλιστα έχει σχεδόν μηδενικό κέρδος.
Πολλοί θεωρούν πως τα καπνικά λειτουργούν ως κράχτης ωθώντας τον πελάτη να αγοράσει και κάτι άλλο, στην πραγματικότητα όμως τίποτα τέτοιο δεν ισχύει, καταλήγει η κ. Βαγενά.
Αλλάζει η σύνθεση της ελληνικής επιχειρηματικότητας
Για αλλαγή της δομής της ελληνικής επιχειρηματικότητας και των αθηναϊκών δρόμων κάνει από την άλλη λόγο ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητήριου, κ. Παύλος Ραβάνης. Μόνο φέτος έκλεισαν 30.000-40.000 επιχειρήσεις, ενώ η πτώση του τζίρου τους επηρεάστηκε από τα capital controls, που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι. Η βαριά φορολογία, οι υποχρεώσεις στους ασφαλιστικούς φορείς αλλά και η αδυναμία των τραπεζών να παρέχουν ρευστότητα «στεγνώνουν» την αγορά, δημιουργώντας ασφυκτικό περιβάλλον στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Στο ίδιο πλαίσιο θα κινηθεί η επιχειρηματικότητα και το 2016 μετά τη λήξη των capital controls και την εξασφάλιση της ένεσης ρευστότητας των επιχειρήσεων από τις τράπεζες, αφού εξετάσουν τα τραπεζικά τους διαθέσιμα καθώς ολοκληρώθηκε η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, τονίζει ο κ. Ραβάνης. Ο μικρός επιχειρηματίας παλεύει για την εξωστρέφεια, ενώ έχει αναγκαστεί να απολύσει υπαλλήλους για να ανταπεξέλθει στις αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις. Ένα ιδιαίτερα θετικό στοιχείο, που παρατηρείται το τελευταίο ωστόσο διάστημα είναι η στροφή των καταναλωτών στα ελληνικά προϊόντα, παρ’ όλο που αυτά συνήθως είναι ακριβότερα. Ο Έλληνας καταναλωτής για την ακρίβεια έχει συνειδητοποιήσει πως με το να αγοράσει ένα εισαγόμενο αλλά πιο φθηνό προϊόν θα κερδίσει μεν οικονομικά αλλά θα χάσει στην ποιότητα, υποστηρίζει ο κ. Ραβάνης.
Φόβος για ενδεχόμενο κλείσιμο επιχείρησης
«Κάποτε διεκδικούσαμε από την πολιτεία, τώρα δεν μπορούμε να πράξουμε ούτε αυτό», συμπληρώνει ο ίδιος. Αίτημα του κλάδου είναι η πολιτική σταθερότητα, ως προαπαιτούμενο για την κίνηση στην αγορά αλλά και ένα φιλικό προς τους μικροεπιχειρηματίες φορολογικό καθεστώς, έτσι ώστε οι ίδιοι να μην αγωνιούν για τη βιωσιμότητά των επιχειρήσεων τους. Tο κυριότερο πρόβλημα των ΜμΕ εντοπίζεται στα μεγάλα αστικά κέντρα και λιγότερο στις επαρχίες, αναφέρει στη συνέχεια. «Οι Έλληνες παραγωγοί οφείλουμε να εξασφαλίζουμε για τον καταναλωτή ποιοτικά προϊόντα ανάλογα της τιμής τους. Με τον τρόπο αυτό κι εκείνος θα προτιμά τα εγχώρια προϊόντα, ενώ η εξωστρέφεια θα αφήνει περιθώρια για κέρδος στον επιχειρηματία», σημειώνει ο κ. Ραβάνης, ενώ προσθέτει πως ό,τι και να γίνει η μικρή επιχείρηση δεν θα εκλείψει ποτέ, καθώς είναι απαραίτητη για τον ιστό και τους ρυθμούς της πόλης.
Ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) κ. Γιώργος Καββαθάς επισημαίνει από την άλλη πλευρά, πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι ποικίλα, ενώ η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα – η οποία άντεξε τα χρόνια της κρίσης- καλείται εκ νέου να σταθεί στα πόδια της ξεπερνώντας τις πληγές του τρίτου μνημονίου που επιβάλλει αυτή την ώρα η κυβέρνηση. H εικόνα των αθηναϊκών δρόμων σήμερα αν συγκριθεί με την περίοδο του 2010 έχει δίχως αμφιβολία αλλάξει πολύ, αφού η μία στις δύο μικρές επιχειρήσεις έχει αναγκαστεί να κατεβάσει ρολά.
Το 2016 αναμένεται περαιτέρω ύφεση η οποία θα πλήξει το χώρο και τα ανάλογου μεγέθους καταστήματα, εξηγεί ο κ. Καββαθάς ενώ προσθέτει, πως αν η κυβέρνηση δεν αλλάξει πολιτική θέτοντας στο επίκεντρο την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα όπως προϋποθέτει και το «το small business act» (σκέψου πρώτα σε μικρή κλίμακα) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα έχουμε σίγουρα νέες απώλειες με τη νέα χρονιά. «Ας μην ξεχνάμε πως το 75% της απασχόλησης της χώρας όπως και το 57% της προστιθέμενης αξίας το έχουν οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις», σημειώνει. Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ ζητά από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, τους παραγωγικοί φορείς αλλά και τους κοινωνικούς εταίρους να καθίσουν σε ένα τραπέζι προκειμένου να καθορίσουν εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της χώρας, συζητώντας για τους κλάδους εκείνους της οικονομίας, που μπορούν να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές.
Οι κλάδοι των ΜμΕ στους οποίους παρατηρούνται οι μεγαλύτερες απώλειες τα τελευταία χρόνια είναι των κατασκευών, του χονδρικού και του λιανικού εμπορίου. Συγκεκριμένα, ο κλάδος των κατασκευών μετράει κατά την εξεταζόμενη περίοδο την απώλεια 82.000 επιχειρήσεων, 215.000 θέσεων εργασίας και 2,5 δισ. ευρώ προστιθέμενης αξίας και ο κλάδος του εμπορίου την απώλεια 61.000 επιχειρήσεων (σ.σ. πρόκειται για το καθαρό ισοζύγιο), 206.000 θέσεων εργασίας και 9,6 δισ. ευρώ προστιθέμενης αξίας. Οι αιτίες της κρίσης στη μικρομεσαία επιχείρηση ωστόσο δεν σχετίζονται μόνο με τις δυσκολίες που προκάλεσε η οικονομική αστάθεια των τελευταίων χρόνων αλλά και με την περιορισμένη δυνατότητα πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην τραπεζική χρηματοδότηση, σύμφωνα με τις επισημάνσεις όλων των παραγόντων του κλάδου. Η οικονομική κρίση ήταν μάλλον αυτή που ανέδειξε τα δομικά προβλήματα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και δη το μεγάλο βαθμό εξάρτησής της από την εγχώρια ζήτηση και την υποεπένδυση στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Μεγαλύτερο πλήγμα για τις μεσαίες παρά τις μικρές επιχειρήσεις
Όπως αναφέρεται σε μελέτη του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού Οικονομικών Ερευνών), η κρίση ενδέχεται να δημιούργησε σοβαρότερα προβλήματα επιβίωσης στις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (με προσωπικό κάτω από 250 άτομα) σε σχέση με τις μικρές (που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους), καθώς το μεγαλύτερο μέγεθος τείνει να συνεπάγεται υψηλότερα πάγια λειτουργικά έξοδα, μεγαλύτερες δανειακές ανάγκες και ενδεχομένως μικρότερη ευελιξία ως προς την προσαρμογή σε μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς. Επιπλέον, η έστω και μερική αναπλήρωση επιχειρήσεων που εξέρχονται από την αγορά με την είσοδο νέων επιχειρήσεων είναι πολύ δυσκολότερη στην περίπτωση των μεσαίων επιχειρήσεων απ’ ό,τι στην περίπτωση των πολύ μικρών και μικρών, καθώς η ίδρυση μεσαίου μεγέθους μονάδων έχει πολύ υψηλότερες προϋποθέσεις από πλευράς κεφαλαίων και τείνει να απαιτεί ευνοϊκότερο οικονομικό κλίμα.
Ο αδύναμος κρίκος μεταξύ της ΕΕ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη -με βάση τα οποία τόσο η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό όσο και η πορεία της κερδοφορίας και του τζίρου επιδεινώθηκαν περαιτέρω το διάστημα Οκτωβρίου 2014 – Μαρτίου 2015- οι ελληνικές ΜμΕ αποτελούν τον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα καταγράφουν τη μεγαλύτερη μείωση του τζίρου τους, που φθάνει το -18% έναντι -1% που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη έρευνα, ενώ η πτώση της κερδοφορίας φθάνει το -46%. Οι ελληνικές μικρομεσαίες αναφέρουν ως ένα από τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, σε ποσοστό 34%, την πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, δίνοντας βαθμό 7 στην κλίμακα από το 1 μέχρι το 10. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης η πρόσβαση στη χρηματοδότηση δεν συνιστά ουσιαστικό πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς αναφέρεται ως εμπόδιο μόνο από το 11% των ερωτηθέντων.
Στην τελευταία έκθεση της ΕΚΤ από την άλλη, οι ευρωπαϊκές μικρομεσαίες επιχειρήσεις φανερώνουν περαιτέρω βελτίωση στη διαθεσιμότητα εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης, καθώς και αύξηση της προθυμίας των τραπεζών να διαθέσουν δάνεια. Η εικόνα είναι και πάλι διαφορετική για τις ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες συνεχίζουν να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση παραμένει η κυρίαρχη ανησυχία για τις μικρομεσαίες στην Ελλάδα με το ποσοστό να διαμορφώνεται στο 30% από 34% στην προηγούμενη έρευνα. Το αντίστοιχο ποσοστό σε Γερμανία, Αυστρία και Φινλανδία είναι μόλις 7%, ενώ συνολικά για την Ευρωζώνη διαμορφώνεται στο 11%.
Η ΕΚΤ αναφέρει ακόμα ότι στην Ελλάδα, η διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων περιορίστηκε περαιτέρω, καθώς το 38% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (από 28% στην προηγούμενη έρευνα) ανέφερε την παρουσία αυξημένων δυσκολιών στην πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Οι μικρομεσαίες της Ευρωζώνης αναφέρουν επίσης αύξηση του τζίρου τους με την εξαίρεση της Ελλάδας. Ειδικότερα, οι μικρομεσαίες στην Ελλάδα ανέφεραν περαιτέρω επιδείνωση του τζίρου τους σε καθαρούς όρους (-29% από -18% στην προηγούμενη έρευνα). Στη Γερμανία το 29% των επιχειρήσεων ανέφερε αυξημένο τζίρο, ενώ στην Ισπανία το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε στο 27% και στην Ιταλία στο 8%. Η έρευνα αφορά την περίοδο Απριλίου – Σεπτεμβρίου 2015. Πραγματοποιήθηκε μεταξύ 21 Σεπτεμβρίου και 26 Οκτωβρίου με δείγμα 11.226 επιχειρήσεων εκ των οποίων οι 10.238 (91%) είχαν λιγότερους από 250 εργαζόμενους.
Πηγή: reporter.gr