Καμία μέριμνα από τη μεριά της πολιτείας για τους λιλιπούτειους «Αϊνστάιν»
Κυριακή μεσημέρι, στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα, ο πεντάχρονος Κωνσταντίνος είναι αναπαυτικά καθισμένος στους ώμους του πατέρα του. Βγαίνουν από τον Εθνικό Κήπο και περπατούν στους δρόμους του κέντρου. Ο περίεργος πιτσιρικάς παρατηρεί τα γύρω μπαλκόνια και σε ένα από αυτά αναγνωρίζει τη σημαία της Αγίας Λουκίας.
Πολλοί ενήλικοι μπορεί να μην είναι σίγουροι ότι υπάρχει μία τέτοια χώρα, αλλά για τον Κωνσταντίνο η αναγνώριση της σημαίας της είναι κάτι εύκολο. Όπως και για τις περισσότερες, ενδεχομένως και όλες τις χώρες του κόσμου. Η γεωγραφία είναι το αγαπημένο του παιχνίδι και δεν είναι το μοναδικό.
Για το πεντάχρονο αγόρι η διαδικασία της μάθησης είναι το… χόμπι του και, παρότι είναι παιδί του νηπιαγωγείου, ήδη γνωρίζει να διαβάζει, να γράφει και να κάνει πράγματα που κάνουν παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού. Είναι ένα χαρισματικό παιδί, το οποίο είναι καταδικασμένο να φοιτήσει στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε να μαθαίνει την αλφαβήτα σε μικρή ηλικία, όταν μία οικογενειακή φίλη τού έφερε δώρο ξύλινα γράμματα. Η έμφυτη παιδική περιέργεια διοχετεύθηκε στη διαδικασία της μάθησης. Όπως μας λέει η Μαρία, μητέρα του Κωνσταντίνου, άρχισε να ρωτάει για τα γράμματα και τα έβαζε στη σειρά προσπαθώντας να σχηματίζει λέξεις. Στη συνέχεια ήθελε να γράφει μόνος του στο τάμπλετ τις αναζητήσεις της… Πέπα.
Περνούσε πολλές ώρες με τις εγκυκλοπαίδειες του παππού του και ήθελε να μπορεί να διαβάζει τις λεζάντες κάτω από τις φωτογραφίες. Σήμερα οι αναζητήσεις του στο Google έχουν αποκτήσει πιο ευρεία γκάμα, αυξάνοντας καθημερινά την ικανότητά του να μαθαίνει πράγματα πολύ πιο πάνω από τα συνηθισμένα όρια των παιδιών της ηλικίας του.
Ο Κωνσταντίνος μιλάει από ενός έτους. Τα βράδια αργούσε να κοιμηθεί και μιλούσε για ώρες σε φανταστικούς φίλους. Τα περσινά Χριστούγεννα άρχισε να διηγείται τις πρώτες δικές του ιστορίες. Έχει εξαιρετική μνήμη και θυμάται τα περισσότερα από αυτά που του λένε ακόμη και ένα ή δύο χρόνια πριν.
Για τις γιορτές το δώρο που ζήτησε είναι ένα «σοβαρό» βιβλίο, καθώς έχει εξαντλήσει σχεδόν όλα τα παραμύθια και η μητέρα του, για άλλη μία φορά, ανταποκρίθηκε. Του πρόσφερε ένα βιβλίο για το περιβάλλον, που είναι για παιδιά μεγαλύτερα των 12 ετών. Ήδη τα παιχνίδια γνώσης που χειρίζεται και απαντά θα δυσκόλευαν ακόμη και ενήλικους, όμως το παιχνίδι του Κωνσταντίνου παραμένει η μάθηση.
Το σχολείο
Την επόμενη σχολική περίοδο ο Κωνσταντίνος θα μπει και επίσημα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ως μαθητής της πρώτης τάξης του Δημοτικού και είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα βρει πουθενά και σε τίποτε ενδιαφέρον. Θα αρχίσουν να του μιλάνε για πράγματα που ήδη γνωρίζει και στην καλύτερη περίπτωση θα βαρεθεί και το ίδιο το σχολείο θα του φανεί ανούσιο και αδιάφορο. Ενδεχομένως θα συνειδητοποιήσει αυτό που όλοι οι ενήλικοι – και οι αρμόδιοι φορείς του υπουργείου – γνωρίζουν, αλλά δεν επιχειρούν να το αλλάξουν. Θα συνειδητοποιήσει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι φτιαγμένο για να υπηρετεί μόνο μέσους όρους, πάσχει από έλλειψη φαντασίας, δημιουργικότητας και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι περισσότεροι μαθητές το μισούν.
Οι δάσκαλοι που μίλησαν στο «Ποντίκι» επιβεβαίωσαν το δεδομένο. «Είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε τον μέσο όρο των μαθητών» μας είπαν – και είναι κατανοητό το γιατί. Η Ελένη, δασκάλα τρίτης Δημοτικού, αναφέρει ότι «είναι πολύ δύσκολο για έναν δάσκαλο να προχωρήσει σε εξατομικευμένη διδασκαλία και δεν υπάρχει καμία μέριμνα για τα παιδιά που είναι πιο προχωρημένα από τα άλλα. Αυτά αναγκαστικά θα πρέπει να περιμένουν».
Απευθύναμε το ερώτημα και στο υπουργείο Παιδείας. Επιχειρήσαμε να μάθουμε και από τον επίσημο φορέα ποια είναι η μέριμνα για τα χαρισματικά παιδιά και η απάντηση που λάβαμε από την ενοχλημένη προϊσταμένη – η οποία είχε γραφειοκρατικές αντιρρήσεις για τον τρόπο που εξελίχθηκε ο σύντομος διάλογός μας – ήταν ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πέρα από αυτό που ορίζει το προεδρικό διάταγμα 201/98. Και το προεδρικό διάταγμα καθιστά σαφές ότι η εγγραφή στο σχολείο γίνεται με βάση την ηλικία.
Όταν επιχειρήσαμε να αποσπάσουμε μία ακόμη κουβέντα για τα χαρισματικά παιδιά, μας απάντησε ότι το υπουργείο δεν έχει αναγνωρίσει τα κριτήρια με τα οποία μπορεί ένα παιδί να χαρακτηριστεί χαρισματικό και άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι για το υπουργείο δεν υφίσταται τέτοια έννοια, πολλώ δε μάλλον όταν υπάρχει και ένα προεδρικό διάταγμα που οχυρώνει τη γραφειοκρατία πίσω από την ασφάλεια της ακινησίας.
Η άποψη του Johns Hopkins
Μπορεί το ελληνικό υπουργείο Παιδείας να μην αναγνωρίζει τα κριτήρια, όμως μεγάλα πανεπιστήμια έχουν αναπτύξει διαδικασίες που ψάχνουν τα χαρισματικά παιδιά. Ένα από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, το Johns Hopkins, βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στην πρωτοπορία της αναζήτησης χαρισματικών παιδιών και έχει αναπτύξει μεθόδους για την αναγνώρισή τους από το 1979.
Το Κέντρο για Ταλαντούχα Παιδιά (Center for Talented Youth) του πανεπιστημίου Johns Hopkins ξεκίνησε από τον Julian Stanley, καθηγητή Ψυχολογίας, που επιχείρησε να βοηθήσει ένα αγόρι να αναπτύξει το ταλέντο του, καθώς είχε εξαντλήσει όλα τα σχολικά τεστ στα μαθηματικά από την ηλικία των 13 ετών. Το κέντρο δημιουργήθηκε για να ικανοποιήσει μία εθνική ανάγκη, όπως λέει το ίδιο το πανεπιστήμιο, για να αναγνωρίζει και να εξελίσσει τα πιο λαμπρά παιδικά μυαλά παγκοσμίως. Και τα έχει καταφέρει, καθώς ένα από αυτά τα ταλέντα ήταν ο ιδρυτής του Facebook και ένα άλλο ο συνιδρυτής της Google.
Το κέντρο ψάχνει σε ολόκληρο τον κόσμο για τα ταλαντούχα παιδιά και ένα από αυτά φοιτά σε Δημοτικό Σχολείο μιας μικρής πόλης της Πελοποννήσου. Η 10χρονη Κατερίνα έλαβε μέρος στις εξετάσεις και τα πήγε εξαιρετικά. Η μικρή ενθουσιάζεται με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και της αρέσει όχι μόνο να παίζει παιχνίδια, που κάποια στιγμή γίνονται βαρετά, αλλά να τα κατασκευάζει.
Στο σεμινάριο του Johns Hopkins Center for Talented Youth για τη γλώσσα προγραμματισμού για παιδιά Δημοτικού η Κατερίνα ολοκλήρωσε με βαθμολογία που αγγίζει το 100% και χαρακτηρίστηκε ως «ένα χαρισματικό παιδί με πολύ μεγάλες δυνατότητες, που διακρίνεται από εξυπνάδα, εργατικότητα και ευγένεια».
Αυτό το παιδί, μετά την ολοκλήρωση του σεμιναρίου, επέστρεψε στο σχολείο του και συνεχίζει να ψάχνει τρόπους να επεκτείνει τις γνώσεις του βάζοντας πολύ ψηλά τον πήχη για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η γνωριμία με τη μητέρα της Κατερίνας έγινε εξαιτίας της ανάγκης της να βρει ακόμη έναν τρόπο να βοηθήσει το παιδί της. Το άρθρο για το Raspberry Pi, που δημοσιεύθηκε στο «Π» στις 2.12.2015 (http://www.topontiki.gr/article/151498/vatomoyro-poy-kanei-ti-rompotiki-paihnidi) έδινε μία νέα προοπτική για να καλλιεργήσει το παιδί το ταλέντο του. Η μικρή ξετρελάθηκε με τις δυνατότητές του διότι πλέον θέλει να ξεφύγει από τη γλώσσα προγραμματισμού των παιδιών και να μπει στον κόσμο των «πραγματικών προγραμματιστών», όπως η ίδια λέει.
(Τα ονόματα της «Κατερίνας» και της «Δήμητρας» έχουν αλλαχτεί μετά από παράκληση της οικογένειας)
Οι ανησυχίες των γονέων για τα ταλέντα των παιδιών τους
Η Κατερίνα, όπως μας λέει η μητέρα της Δήμητρα, «είναι μία σαβουροφάγος της γνώσης». Στο σπίτι τους η τηλεόραση έχει περισσότερο διακοσμητικό ρόλο και οι γονείς προσπαθούν σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες να προσφέρουν στο παιδί τους όσα περισσότερα μπορούν. Τροφοδοτούν την ανάγκη του για μάθηση απευθυνόμενοι ακόμη και σε χορηγούς για να χρηματοδοτήσουν τα σεμινάρια.
Η Δήμητρα κατανοεί ότι σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη εποχή οι χορηγοί και όσοι επιθυμούν πραγματικά να βοηθήσουν εστιάζουν στα παιδιά που πεινάνε. Γνωρίζει ότι ενδεχομένως δεν θα μπορεί να υποστηρίξει το παιδί της για το επόμενο σεμινάριο και φοβάται ότι το όνειρο της μικρής μπορεί να τελειώσει άδοξα με πιθανές επιπτώσεις όχι μόνο στο λαμπρό της μέλλον, αλλά και στο παρόν.
Αυτός είναι και ο φόβος της Μαρίας. Ξέρει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να προσφέρει πολλά στον Κωνσταντίνο και μία πιθανή λύση ίσως θα ήταν ένα ιδιωτικό σχολείο, αλλά το κόστος τους είναι απαγορευτικό. Τα πειραματικά επίσης θα μπορούσαν να απορροφήσουν και να δώσουν προοπτική σε τέτοια παιδιά, αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος τους, καθώς, σύμφωνα με ακόμη μία εγκύκλιο, η εισαγωγή γίνεται με κλήρωση και φυσικά δεν καλύπτουν τις ανάγκες της επικράτειας.
Ο μεγάλος προβληματισμός της Μαρίας είναι ότι δεν γνωρίζει πώς να οργανώσει τη σκέψη του Κωνσταντίνου, ο οποίος αποκτά διαρκώς νέα ενδιαφέροντα. Τη γεμίζει άγχος το γεγονός ότι μπορεί να χρειαστεί βοήθεια για να μην περιορίσει τις δυνατότητες του παιδιού, αλλά και να μην τον «κάψει». Δεν πιστεύει ότι μπορεί να βρει βοήθεια από την πολιτεία και, στην προσπάθειά της να μην προκαλέσει ζημιά στο παιδί, σε ένα σύστημα που αδιαφορεί για τις ικανότητές του, απευθύνθηκε σε παιδοψυχολόγο.
Η «γνωμάτευση» και η συμβουλή της ήταν ενδιαφέρουσα. Της είπε να του απαγορεύσει να γράφει και να διαβάζει για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα στο σχολείο. Διότι, όπως είπε, τέτοια παιδιά συνήθως γίνονται άτακτα. Η Μαρία εφάρμοσε τη συμβουλή της παιδοψυχολόγου, του έκοψε τα τετράδια και τα βιβλία για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι που κάποια στιγμή το παιδί άρχισε να γράφει κρυφά σε χαρτοπετσέτες. Η μητέρα αποφάσισε να αγνοήσει τη συμβουλή της παιδοψυχολόγου και να ρισκάρει τροφοδοτώντας την ανάγκη του παιδιού της για μάθηση.
Το επόμενο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτά τα παιδιά είναι, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η συμπεριφορά κάποιων δασκάλων και άλλων γονέων που απαξιώνουν την προσπάθεια και πολλές φορές κατακρίνουν γονείς και παιδιά. Η βλακεία, μας λέει η Δήμητρα, είναι επικίνδυνο πράμα και είναι δύσκολο να την καταπολεμήσεις. Επιμένει και πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο κάποιο πρόγραμμα που μπορεί να βοηθήσει αυτά τα παιδιά, καθώς είναι σχεδόν πεπεισμένη ότι στο υπουργείο δεν πρόκειται να ασχοληθεί κανείς.
Μία λύση γι’ αυτά τα παιδιά θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή τους σε μεγαλύτερη τάξη, όχι για να κερδίσουν έναν χρόνο, όπως λέει η Μαρία, αλλά για να έχει το παιδί ενδιαφέρον. Προφανώς εδώ θα πρέπει να εξεταστούν και άλλοι παράγοντες.
Τόσο η Μαρία, όσο και η Δήμητρα, δεν θεωρούν ότι έχουν χαρισματικά παιδιά. Όπως λέει η Μαρία, το παιδί της έχει μία έφεση προς τη μάθηση και απλώς του έδιναν απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθετε. Η Δήμητρα υποστηρίζει ότι απλώς έδωσε στο παιδί της κάποια επιπλέον εργαλεία και βοήθησε την κόρη της να παίξει με το μυαλό της. «Τίποτε παραπάνω μυστηριακό και de jure χαρισματικό» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το μεγαλύτερο ζήτημα για τους γονείς τέτοιων παιδιών είναι το άγχος. Μόνοι τους σε ένα απογοητευτικό περιβάλλον, με ένα υπουργείο που παραδοσιακά θεωρεί μεταρρύθμιση μόνο τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια, μόνοι σε μία χώρα που αδιαφορεί για τα ταλέντα της. Ίσως αυτοί οι γονείς ελπίζουν ότι τα παιδιά θα καταφέρουν να περάσουν μέσα από τις συμπληγάδες και, όταν θα μπορούν να ανοίξουν τα φτερά τους, θα αρχίσουν να επιστρέφουν στην επιστήμη και την κοινωνία πολλαπλασιασμένες τις γνώσεις που συσσωρεύουν. Δυστυχώς για την Ελλάδα είναι πολύ πιθανό ότι αυτό θα συμβεί σε κάποια χώρα που θα μπορεί να εκτιμήσει την ικανότητά τους.
topontiki.gr