Ένα από τα χρόνια προβλήματα του χώρου της παιδικής προστασίας στην Ελλάδα είναι η ανυπαρξία προτυποποιημένων κριτηρίων για την λήψη κρίσιμων αποφάσεων για την ζωή ενός παιδιού: για το πότε θα πρέπει ή όχι να απομακρύνεται από το οικογενειακό του περιβάλλον επειδή εκεί κινδυνεύει, για το πώς επιβεβαιώνεται ή όχι μια υπόνοια ή καταγγελία κακοποίησης ή παραμέλησής του, για το υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να επιστρέψει σε ένα δυσλειτουργικό περιβάλλον και μετά από τι είδους θεραπευτική παρέμβαση κ.ο.κ. Η «αναρχία» αυτή οδηγεί πολλές φορές σε τραγελαφικά αποτελέσματα.
Για παράδειγμα ένα παιδί για το οποίο υπάρχει υπόνοια ότι κακοποιείται μέχρι και σήμερα θα εξετασθεί από διαφορετικές ειδικότητες επαγγελματιών που θα διερευνήσουν άλλοτε άλλα πράγματα, σε διαφορετικούς χρόνους και με διαφορετικές τεχνικές αναλόγως αν η αρχική καταγγελία ή υπόνοια κατατεθεί ή δημιουργηθεί σε ένα φορά υγείας, πρόνοιας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης ή προστασίας του πολίτη αλλά και αναλόγως με τον γεωγραφικό τόπο που θα συμβεί αυτό.
Χωρίς «μπούσουλα»
Η κατάσταση αυτή πέραν από το ότι ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τα παιδιά (π.χ. εγκυμονώντας κινδύνους για τα παιδιά – θύματα για τα οποία έχει υπάρξει υποψία κακοποίησής τους, η υποψία αυτή να μην επιβεβαιώνεται λόγω ανεπάρκειας του συστήματος ή και αντίθετα άνθρωποι να ενοχοποιούνται αδίκως), δημιουργεί και ένα εμφανές πρόβλημα ισότητας στην μεταχείριση των πλέον ευάλωτων θυματοποιημένων παιδιών. Έχει όμως ακόμα ως αποτέλεσμα να κάνει ακόμα και τους ευσυνείδητους επαγγελματίες να διστάζουν να κάνουν την δουλειά τους καθώς φοβούνται μήπως κατηγορηθούν ότι μεροληπτούν υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς αφού δεν υπάρχει «μπούσουλας», «κανόνας» με βάση τον οποίο να προχωρήσουν σε μια πέρα πάσης αμφισβήτησης αξιολόγηση των περιστατικών.
Η ανάπτυξη ενός Εθνικού πρωτοκόλλου
Το χρόνιο αυτό έλλειμμα σε ένα βαθμό επιχειρεί να αντιμετωπίσει η πρωτοβουλία της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού για την ανάπτυξη ενός Εθνικού πρωτοκόλλου για την διάγνωση και πιστοποίηση απέναντι στο Νόμο των αναφορών υπόνοιας κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών.
Το Εθνικό αυτό Πρωτόκολλο συνοδεύεται από τον Οδηγό Εφαρμογής του για επαγγελματίες με αναλυτικές οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές για κάθε εμπλεκόμενη ειδικότητα καθώς και έναν συνοπτικό Οδηγό βήμα-προς-βήμα ενεργειών που δίνει τον «αλγόριθμο» πραγμάτων που πρέπει να γίνονται αναλόγως το είδος της υποπτευόμενης θυματοποίησης ενός παιδιού.
Με «δάνεια» από την εμπειρία αλλων χωρών
Για να αναπτυχθεί το Εθνικό αυτό Πρωτόκολλο αρχικά μεταφέρθηκε η εμπειρία από άλλες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και της Β. Αμερικής όπου ανάλογα Πρωτόκολλα έχουν υιοθετηθεί από χρόνια και υπάρχει σημαντική εμπειρία στην εφαρμογή τους. Στην συνέχεια όμως, τα εργαλεία αυτά προσαρμόστηκαν στις συνθήκες της χώρας μας και αναφορικά με την υφιστάμενο νομοθεσία στην Ελλάδα αλλά και σε σχέση με την διάρθρωση των συνηθέστερα εμπλεκόμενων υπηρεσιών (υγείας, πρόνοιας, δικαιοσύνης, προστασίας του πολίτη και εκπαίδευσης) στην χώρα μας. Αφού μετά από αυτά το Πρωτόκολλο πήρε την αρχική του μορφή, πέρασε από αλλεπάλληλα στάδια διαβούλευσης με κορυφαίους εμπειρογνώμονες κάθε εμπλεκόμενου τομέα ή κλάδου, δόθηκε στην δημοσιότητα για παρατηρήσεις και προτάσεις αναθεώρησης, εφαρμόστηκε πιλοτικά από επιλεγμένους και αντιπροσωπευτικούς φορείς και οριστικοποιήθηκε. Στην συνέχεια εκπαιδεύτηκαν στην χρήση του 400 επαγγελματίες υγείας, πρόνοιας, προστασίας του πολίτη, δικαιοσύνης και εκπαίδευσης και από τις 13 περιφέρειες της χώρας.
Παρότι δε το πρόγραμμα ανάπτυξης του Πρωτοκόλλου έληξε τυπικά τον Οκτώβρη, η διάχυση του και η εκπαίδευση επαγγελματιών συνεχίζεται σε ολόκληρη την χώρα όπως και η συνεχιζόμενη υποστήριξη επαγγελματιών και υπηρεσιών στην εφαρμογή του από την Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού στης οποίας την ηλεκτρονική διεύθυνση ich-mhsw@otenet.gr μπορεί να απευθύνουν ερωτήματα όλοι οι ενδιαφερόμενοι.
Η πρόκληση
Σήμερα, αποτελεί πρόκληση για την αναβάθμιση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας στην χώρα μας η διατήρηση τέτοιων καινοτόμων υπηρεσιών, η υποστήριξή τους και η ένταξή τους στις πάγιες πλέον λειτουργίες του δικτύου των δομών και υπηρεσιών που εμπλέκονται στην υποστήριξη των παιδιών θυμάτων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της προτυποποίησης των διαδικασιών εξέτασης των παιδιών θυμάτων η πρόκληση είναι μεγαλύτερη και για ένα ακόμα λόγιο: Γιατί κάθε παιδί που ζει στην χώρα μας έχει ίσα δικαιώματα με οποιοδήποτε άλλο να προστατεύεται με ίδιο, επιστημονικά έγκυρο και παρόμοια αποτελεσματικό τρόπο ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας, φυλής, χρώματος, θρησκεύματος, κοινωνικοοικονομικής θέσης ή τυχαίων συγκυριών. Και μια τέτοια την πρόκληση οφείλουν να τοποθετηθούν όλοι: Και ο φορέας που ανέπτυξε τις καινοτομίες αυτές και η πολιτική ηγεσία των συναρμόδιων Υπουργείων, αλλά και κάθε φορέας της κοινωνίας των πολιτών με γνώμονα την προστασία του σημαντικότερου κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας: Της υγείας και ψυχοκοινωνικής ευεξίας των παιδιών της.
Γιώργος Νικολαΐδης tvxs.gr