Ο Νίκος Βούτσης άνοιξε πυρ και η Ζωή Κωνσταντοπούλου ανταπάντησε. Κάποτε έτσι, από το πρωί της Κυριακής, ξεκίνησε ο πόλεμος των προέδρων της Βουλής: του νυν και της τέως. Ομως η κόντρα τους δεν είναι (μόνο) θεσμική, αλλά άκρως πολιτική και ιδεολογική.
Ο κ. Βούτσης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Καθημερινή της Κυριακής, μίλησε με ιδιαιτέρως αιχμηρό τρόπο για την πολιτεία της Ζωής Κωνσταντοπούλου την περίοδο που ήταν πρόεδρος της Βουλής.
«Για 2,5 μήνες γεμάτους η Ζωή έκανε τέρατα και σημεία, είχε απασφαλίσει που λένε… Συνεδριάσεις που κρατούσαν μέχρι το πρωί, bullying, απίστευτα πράγματα που δεν είναι και αυτά γνωστά. Εμείς κάνουμε εκλογές και η Κωνσταντοπούλου μόνη της κάνει Βουλή. Τότε που συγκαλούσε εικοσαμελείς επιτροπές με τρεις ανθρώπων και έκανε συνεντεύξεις Τύπου 5,5 ωρών», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βούτσης προσθέτοντας ότι «δεν έχουμε δημοσιοποιήσει πολλά πράγματα για να μην φτύνει ο κόσμος την Αριστερά».
Φυσικά, η κ. Κωνσταντοπούλου δεν άφησε την επίθεση δίχως απάντηση. Αντιθέτως, με ένα μακροσκελέστατο κείμενο (περίπου 3.000 λέξεων) που ανάρτησε στην προσωπική της ιστοσελίδα επιτίθεται στον κ. Βούτση προσωπικά, αλλά φέρνει στη δημοσιότητα συγκεκριμένα περιστατικά, αμέσως μετά το δημοψήφισμα, που έχουν να κάνουν με τον Αλέξη Τσίπρα και λοιπούς υπουργούς.
Συγκεκριμένα, εξαπολύει μύδρους κατά του διαδόχου της Νίκου Βούτση και τα όσα υποστήριξε, κάνοντας λόγο για «σεξιστικό παραλήρημα» για «ιταμό ύφος» και «ακατάσχετη λασπολογία».
Παράλληλα, διατυπώνει κατηγορίες τόσο κατά του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, όσο και άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας λόγο για «πλαστογράφους της ιστορίας», για «προμελετημένο έγκλημα σε βάρος του ελληνικού λαού». «Μας διαχειρίστηκε αριστοτεχνικά και εκμεταλλεύθηκε την εμπιστοσύνη μας» λέει για τον Πρωθυπουργό, χαρακτηριστικά.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου μάλιστα, υποστηρίζει ότι υπήρξε ένας διάλογος μεταξύ της ίδιας και του Πρωθυπουργού στις 9 Ιουλίου 2015 αργά το απόγευμα προς βράδυ μετά το δημοψήφισμα.
Συγκεκριμένα γι’ αυτή την συνάντηση αναφέρει:
Στις 9 Ιουλίου 2015 αργά το απόγευμα προς βράδυ, όταν ο Τσίπρας με κάλεσε στο γραφείο του, με την παρουσία Βούτση-Φλαμπουράρη, για να μου ανακοινώσει ότι θα φέρει με διαδικασία κατεπείγοντος «εξουσιοδότηση συμφωνίας» στα αγγλικά, την οποία μου επέδειξε, του δήλωσα τη διαφωνία μου και προσπάθησα επί 2ωρο να του εξηγήσω ότι αυτό αποτελούσε ευθεία παραβίαση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και καίρια αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας. Εμβρόντητη άκουσα τον Τσίπρα να λέει, ενώπιον των Βούτση και Φλαμπουράρη, οι οποίοι παρέμεναν σιωπηλοί, ότι «μόνο μια Κυβέρνηση Εθνικού Σκοπού ή μια Δικτατορία» μπορεί αντεπεξέλθει στην κατάσταση.
Ζήτησα τότε από τον Α. Τσίπρα να μιλήσουμε οι δυο μας, κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε, αλλά στο οποίο οι Βούτσης-Φλαμπουράρης συγκατένευσαν και αποχώρησαν. Εις μάτην προσπάθησα να τον αποτρέψω από το να φέρει το προσχέδιο συμφωνίας, που αποτέλεσε και ταφόπλακα, την επόμενη ημέρα. Εις μάτην προσπάθησα να του εμφυσήσω αυτοπεποίθηση και δημοκρατικό φρόνημα, την ώρα που ο ίδιος μου ανέλυε ότι «δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει συμφωνία, αλλά θέλει, με την εξουσιοδότηση, να εξαντλήσει τη δυνατότητα να δείξει καλή θέληση, ώστε να είναι σαφές ότι φταίνε οι δανειστές που δεν υπήρξε συμφωνία». Θεωρούσα ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο καταβεβλημένο και πανικόβλητο, ενώ η πραγματικότητα απέδειξε ότι ο Τσίπρας προσπαθούσε με έμμεσους τρόπους να προετοιμάσει το έδαφος για αυτό που είχε προσυμφωνήσει και, ταυτόχρονα, να δικαιολογηθεί ενώπιόν μας με πειστικές αφηγήσεις.