Κάθε ώρα που αποτυγχάνουμε να ολοκληρώσουμε την αξιολόγηση, το κλίμα επιβαρύνεται, προειδοποιεί ο διοικητής της ΤτΕ. Η πρόβλεψη για ανάκαμψη το β’ εξάμηνο του 2016 υπόκειται σε κινδύνους.
Η πρώτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος από τους δανειστές θα πρέπει να ολοκληρωθεί γρήγορα, για να μπορέσει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη προς τη χώρα, δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του σε επιτροπή της Βουλής.
“Πρέπει να ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση ταχέως. Θα βελτιώσει το κλίμα εμπιστοσύνης και την επιστροφή των καταθέσεων”, τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Ο κεντρικός τραπεζίτης επανέλαβε ότι η ελληνική οικονομία αναμένεται να ανακάμψει στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αλλά η πρόβλεψη αυτή υπόκειται σε κινδύνους.
“Πρέπει να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος, που οδήγησαν σε αδιέξοδο. Κάθε ώρα που αποτυγχάνουμε να ολοκληρώσουμε την αξιολόγηση, το κλίμα επιβαρύνεται”, τόνισε.
Αντιμετωπίστηκαν οι ανισορροπίες
Όπως είπε ο Γ. Στουρνάρας, η συμφωνία με τον ESM μπορεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης και να διευκολύνει σημαντικά την άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής, που θα επιδιώξει την ταχύτερη δυνατή επάνοδο της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η συμφωνία με τον ESM και η έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που ευνοούν την ανάπτυξη δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν- τουλάχιστον σε αυτή τη μορφή- εάν δεν είχαν αντιμετωπιστεί τα προηγούμενα χρόνια οι μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα:
• Περιορίστηκε το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και καλύφθηκαν τα 3/4 της ολικής προσαρμογής (τελικός στόχος για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα από το 2018 σε σύγκριση με έλλειμμα 10,1% του ΑΕΠ το 2009).
• Αντιμετωπίστηκαν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η απώλεια ανταγωνιστικότητας, καθώς και οι δυσκαμψίες και τα εμπόδια στην αγορά εργασίας, οδηγώντας σε σημαντική ενίσχυση των εξαγωγών.
• Παρατηρήθηκε σημαντική αναδιάρθρωση των κλάδων παραγωγής υπέρ των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και κατ΄ επέκταση του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας σε μακροχρόνια βάση.
«Στους τομείς αυτούς τα δύο προηγούμενα προγράμματα πέτυχαν τους στόχους τους, με υψηλό βέβαια κόστος, που συνοψίζεται στη μακρά διάρκεια και το μέγεθος της ύφεσης», σημείωσε ο επικεφαλής της ΤτΕ. «Ενας βασικός λόγος που εξηγεί το μέγεθος και τη διάρκεια της ύφεσης είναι οι οπισθοδρομήσεις που συνέβησαν αρκετές φορές στο παρελθόν και ανέτρεπαν την πρόοδο που είχε επιτευχθεί κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Ένα σημαντικό μάθημα λοιπόν από την μέχρι τώρα εμπειρία είναι ότι πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία, μία νέα οπισθοδρόμηση, έναν νέο φαύλο κύκλο».
Οι τράπεζες
«Η βαθμιαία αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης είχε ως αποτέλεσμα την έστω και μικρή επιστροφή των καταθέσεων», σημείωσε ο Γ. Στουρνάρας. Περισσότερα των 2 δισεκ. ευρώ επέστρεψαν στο τραπεζικό σύστημα από την 20ή Ιουλίου 2015, όταν καταργήθηκε η τραπεζική αργία, μέχρι σήμερα. Επιπλέον, μειώθηκε η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον Έκτακτο Μηχανισμό Χρηματοδότησης (ELA), όπως φαίνεται από τη μείωση του ανωτάτου ορίου του από τον Ιούλιο του 2015 έως σήμερα κατά περίπου 19 δισ. ευρώ. Η μείωση του ανώτατου ορίου του ELA αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα».
Πρόκληση τα κόκκινα δάνεια
Η αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί την πλέον σημαντική πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης εκτιμάται ότι θα συμβάλουν οι στόχοι για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος εντός του τρέχοντος μηνός, κατόπιν διαβούλευσης με τις τράπεζες, με ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο του 2016 και παρακολούθηση ανά τρίμηνο.
Η υποχρέωση των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους, σε συνδυασμό με το νέο θεσμικό πλαίσιο, που συνδέεται με τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων, τον εκσυγχρονισμό του πτωχευτικού δικαίου και τη νομοθεσία που ορίζει τους όρους για την προστασία από τους πλειστηριασμούς κύριας κατοικίας, εκτιμάται ότι θα συμβάλουν θετικά στη σταδιακή υποχώρηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητη η συνέχιση της συντηρητικής πολιτικής των τραπεζών, όσον αφορά το σχηματισμό προβλέψεων, και η διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδα αρκούντως υψηλότερα των ελαχίστων που καθορίζουν οι εποπτικοί κανόνες.