Τους βασικούς όρους ενός νέου μνημονίου, χωρίς εκπτώσεις στα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και στο ασφαλιστικό, αλλά και χωρίς την ανώδυνη ελάφρυνση του χρέους που επιδιώκουν οι Ευρωπαίοι διαμορφώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εν όψει της συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Στο άρθρο του στο blog του ΔΝΤ, ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματός του κ. Π. Τόμσεν ουσιαστικά είπε στην ελληνική κυβέρνηση και την Ευρωζώνη ότι για το ΔΝΤ το Μνημόνιο που συμφωνήθηκε μεταξύ της Αθήνας και της Ευρωζώνης τον Ιούλιο είναι ανεπαρκές ως προς τον όγκο των δημοσιονομικών μέτρων που συμφωνήθηκαν για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Σύμφωνα με τη ρητορική εκείνης της περιόδου, το Μνημόνιο έδινε μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις και λιγότερη στη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς είχαν αναπροσαρμοστεί προς τα κάτω οι δημοσιονομικοί στόχοι. Το Ταμείο, η εμπλοκή του οποίου ήταν τότε περιορισμένη, έρχεται τώρα να πει ότι τα νούμερα δεν βγαίνουν. Εκτιμά ότι η Αθήνα θα πρέπει να λάβει μέτρα συνολικού ύψους 4-5 μονάδων του ΑΕΠ, δηλαδή κάτι μεταξύ 7,5 και 9 δισ. ευρώ, έως το 2018, για να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Το Μνημόνιο με την Ευρωζώνη προέβλεπε ότι πέραν των ήδη συμφωνημένων, τα απαιτούμενα επιπλέον μέτρα έως το 2018 είναι «μόνο» 1% του ΑΕΠ, περίπου 1,8 δισ. ευρώ.
Αρα, για να βγαίνουν τα νούμερα, πρέπει να ξαναγραφεί το Μνημόνιο, περιλαμβάνοντας μέτρα που θα καλύψουν το δημοσιονομικό κενό. Κι επειδή μέτρα που θα μπορούσαν να αποδώσουν 5 έως 7 δισ. ευρώ για να καλύψουν τη διαφορά δεν βρίσκονται εύκολα, η περικοπή των συντάξεων είναι μονόδρομος. «Θέλω εδώ και τώρα ένα πρόγραμμα χωρίς δημοσιονομικό κενό, γιατί μόνο οι μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν για να καταστήσουν το χρέος βιώσιμο. Εξάλλου, η εμπειρία έδειξε ότι η Ελλάδα δεν κάνει εύκολα μεταρρυθμίσεις» είναι το μήνυμα του ΔΝΤ. Οπως το είπε κομψά ο κ. Τόμσεν, «αν και υπάρχει μεγάλο περιθώριο για την αύξηση της παραγωγικότητας με μεταρρυθμίσεις, η τελευταία εξαετία έδειξε ότι το εύρος και ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων που μπορεί να αποδεχτεί η ελληνική κοινωνία δεν συνάδει με την πρώιμη βελτίωση της παραγωγικότητας και με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ετσι λοιπόν, οι υποθέσεις ότι η Ελλάδα μπορεί απλά να ξεπεράσει το πρόβλημα του χρέους της χωρίς την ελάφρυνσή του –με μια γρήγορη μετάβαση από τη χαμηλότερη στην υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας μέσα στην Ευρωζώνη– δεν είναι αξιόπιστες».
Σε αυτή την απαίτηση του ΔΝΤ, η κυβέρνηση απαντά ότι για την ίδια ισχύουν όσα συμφωνήθηκαν με τους Ευρωπαίους και αναζητεί στηρίγματα στην Κομισιόν. Ωστόσο, κανένα μνημόνιο δεν «γράφτηκε στην πέτρα». Τα μνημόνια επανεξετάζονται και προσαρμόζονται τακτικά, στο πλαίσιο των τριμηνιαίων αξιολογήσεων. Στο τέλος της τρέχουσας αξιολόγησης, το ευρωπαϊκό μνημόνιο θα πρέπει να μοιάζει με αυτό που θα υπογράψει η κυβέρνηση με το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα. Επίσης, η Κομισιόν και ειδικά η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων (DG Ecfin) που δείχνουν μεγαλύτερη ανοχή έναντι της Αθήνας δεν είναι στα πάνω τους αυτή την περίοδο.
Εξάλλου σε μια σταδιακή προσέγγιση με το ΔΝΤ, η Κομισιόν λέει όλο και πιο ανοικτά ότι απαιτούνται επιπλέον μέτρα για την επίτευξη των στόχων. Αντί του 4%-5% του ΑΕΠ που λέει ο κ. Τόμσεν, η Επιτροπή υπολογίζει ότι χρειάζεται 3% του ΑΕΠ. Η διαφορά που χωρίζει πλέον την Κομισιόν από το ΔΝΤ είναι μικρότερη από αυτή που τη χωρίζει με την Αθήνα. Σε κάθε περίπτωση, τη στάση του ευρωπαϊκού σκέλους της τρόικας θα την καθορίσουν οι κυβερνήσεις. Η κυβέρνηση προσδοκά ότι λόγω του προσφυγικού η στάση τους θα είναι πιο χαλαρή. Παραπέμπουν δε στις ήπιες δηλώσεις των κ. Ντάισελμπλουμ και Σόιμπλε πριν και μετά το Eurogroup της περασμένης Πέμπτης. Ωστόσο, κοινοτικές πηγές υποστηρίζουν ότι οι χαμηλοί τόνοι οφείλονταν στο ότι δεν ήθελαν να επιτείνουν την αναταραχή στις αγορές.
Η ρύθμιση του χρέους
Παράλληλα, το ΔΝΤ αμφισβητεί τη συμφωνία κυβέρνησης και Ευρωπαίων, σύμφωνα με την οποία θα ολοκληρωθεί πρώτα η αξιολόγηση και μετά θα συζητήσουν το θέμα του χρέους. Πρόκειται για μια παραδοξότητα, δεδομένου πως ό,τι συμφωνηθεί στην αξιολόγηση για τα δημοσιονομικά και το ασφαλιστικό, θα επηρεάσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και τη βιωσιμότητα του χρέους. Υπό αυτό το πρίσμα, το ΔΝΤ λέει ότι αυτά τα δύο θα πρέπει να γίνουν ταυτόχρονα. Το ΔΝΤ γνωρίζει επίσης και τα σχέδια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕSΜ) για την ελάφρυνση του χρέους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ESM λέει «όχι» σε σταθερό χαμηλό επιτόκιο. Αντ’ αυτού προτείνει να υπάρχει μια τιμή αναφοράς για το επιτόκιο ή τους τόκους. Οι τόκοι που θα υπερβαίνουν αυτό το ποσό αναφοράς θα κεφαλαιοποιούνται για να πληρωθούν κάποια στιγμή στο μέλλον. Δεν θέλει να δώσει περίοδο χάριτος μεγαλύτερη από αυτή που ισχύει ήδη και συζητάει μια παράταση της περιόδου αποπληρωμής.
Στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να μεταθέσουν το πρόβλημα στο μέλλον, το ΔΝΤ απαντά με μια ανάλυση βιωσιμότητας χρέους όχι μέχρι το 2021 όπως έκανε μέχρι τώρα, αλλά μέχρι το 2050! Μπορεί μια τέτοια μακροπρόθεσμη ανάλυση να είναι αμφίβολης επιστημονικής αξίας, αλλά «τεκμηριώνει» την άποψή του ότι η ελάφρυνση θα πρέπει να περιλαμβάνει σταθερά επιτόκια, 30 χρόνια περίοδο χάριτος και 70ετή περίοδο αποπληρωμής. Η διαπραγμάτευση έχει ακόμη πολύ δρόμο…
Καθημερινή