Στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς κ. Ελένη Ραϊκου διαβιβάστηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεώργιο Κτιστάκη, η μηνυτήρια αναφορά, που υποβλήθηκε από έναν κάτοικο Αθηνών, με την οποία καταγγέλλεται η τέλεση ποινικά κολάσιμων πράξεων από συνταξιούχο τραπεζικό υπάλληλο, εντεταλμένο για την επιθεώρηση υποκαταστήματος τράπεζας στα Δωδεκάνησα, στην οποία διαπιστώθηκαν και καταγγέλθηκαν ούκ ολίγες ατασθαλίες μεγέθους.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική» ο καταγγέλλων έχει πρωτοστατήσει στην εξιχνίαση κυκλωμάτων, που έδρασαν εντός και πέριξ του αμαρτωλού υποκαταστήματος της τράπεζας, ενώ με βάση άλλες καταγγελίες του έχει σχηματιστεί δικογραφία σε βάρος εμπλεκομένων στο τραπεζικό σκάνδαλο και στην Εισαγγελία Αθηνών.
Υποστηρίζει στη νέα αναφορά του, το περιεχόμενο της οποίας αναμένεται να ελεγχθεί αρμοδίως, ότι υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της τράπεζας, ενώ περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ο εντεταλμένος για τον έλεγχο τραπεζικός υπάλληλος προέβη σε αγορά ακινήτου μεγάλης αξίας, που δεν δικαιολογείται από τα οικογενειακά του εισοδήματα.
Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι υπήρξαν συναλλαγές συγγενικών του προσώπων πέραν του ωραρίου του καταστήματος της τράπεζας, ενώ διατείνεται ότι αυτό που γινόταν ήταν λογιστική τακτοποίηση παρατραπεζικών συναλλαγών και ότι ήταν αδύνατο να επέλθει ταμειακή και λογιστική συμφωνία κατά το κλείσιμο της ημέρας του καταστήματος.
Διατείνεται ότι ο υπόλογος διευθυντής φέρεται μόνο σε μια μέρα να έχει υπογράψει 212 συμβάσεις δανείων και μάλιστα μια κάθε δύο λεπτά της ώρας, πράγμα το οποίο δεν ελέγχθηκε από την επιθεώρηση.
Καταγγέλλει μάλιστα ατασθαλίες που διέλαθαν της προσοχής του ελέγχου σε αιτήσεις και περιλήψεις εγγραφών υποθήκης για δάνεια.
Ισχυρίζεται ότι ο έλεγχος περιορίστηκε μόνο σε ένα συγκεκριμένο αδίκημα του διευθυντή, ενώ σε καταθέσεις που έδωσε ο καταγγελλόμενος επιθεωρητής, φέρεται να ισχυρίζεται ότι δεν είχαν διαπιστωθεί συναλλαγές στα ταμεία πέραν του ωραρίου.
Αυτό που προκαλεί όμως εντύπωση είναι ο ισχυρισμός ότι ο καταγγελλόμενος αγόρασε ακίνητο στην Αττική το οποίο επωλείτο από τον ιδιοκτήτη έναντι 600.000 ευρώ.
Υποστηρίζει ότι στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας δηλώνεται ως τίμημα αγοράς ποσό 199.510 ευρώ, το οποίο μάλιστα αναλαμβάνει να εξοφλήσει με την ανάληψη υπολοίπου δανείου απο την τράπεζα που είχε λάβει δάνειο ο πωλητής.
Στο συμβόλαιο, σύμφωνα με τους ίδιους ισχυρισμούς, δηλώθηκε αριθμός ταυτότητας για την οποία είχε δηλωθεί απώλεια από τον επιθεωρητή.
Υποστηρίζει ότι ο πωλητής του ακινήτου για να το αποπληρώσει όταν το αγόρασε είχε λάβει δάνειο ύψους 450.000 ευρώ διάρκειας 30 ετών και για την εξασφάλιση της τράπεζας ενεγράφη προσημείωση υποθήκης ποσού 540.000 ευρώ.
Λίγες ημέρες μετά την αγορά του ακινήτου από τον καταγγελλόμενο, εμφανίζεται ο πωλητής να αποπληρώνει το μεγαλύτερο τμήμα του δανείου καταβάλλοντας ποσό περίπου 200.000 ευρώ τοις μετρητοίς στην τράπεζα.
Το υπόλοιπο ποσό του δανείου, 199.510 ευρώ, εμφανίζεται ως αντικειμενική αξία και τίμημα της αγοράς απο τον καταγγελλόμενο στο συμβόλαιο που αναλαμβάνει να αποπληρώσει το υπόλοιπο του δανείου σε 23 έτη.
Ο καταγγέλλων διατείνεται ότι ο καταγγελλόμενος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα για την αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου ενώ το ίδιο διατείνεται και για τα λοιπά μέλη της οικογένειας του.
Ισχυρίζεται μάλιστα αφήνοντας σαφείς υπόνοιες για την προέλευση του ότι υπήρξε διακίνηση μαύρου χρήματος.