Ο άνθρωπος που έβαλε την ελληνική λογοτεχνία σε όλα τα σπίτια από την μικρή οθόνη και μας χάρισε μερικές από τις καλύτερες τηλεοπτικές στιγμές μας, ο Κώστας Κουτσομύτης πέθανε λίγο μετά τη μία της Πέμπτης, 10 Μαρτίου, από οξύ υπατικό σοκ, απόρροια προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε το τελευταίο διάστημα.
«Τερέζα Βάρμα Δακόστα», «Εκείνος κι εκείνος» (το ριμέικ του 1989), «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», «Καπνισμένος ουρανός», «Ο Κατάδικος», «Κίτρινος Φάκελος», «Πρόβα Νυφικού», «Μεγάλος Θυμός», «Η εκτέλεση», «Οι μάγισσες τα Σμύρνης», «Τα παιδιά της Νιόβης», «Ματωμένα χώματα», «Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες», «Οι τρείς χήρες», είναι μερικές μόνον από τις εξαιρετικές μεταφορές λογοτεχνικών έργων που με επιτυχία είχε σκηνοθετήσει στην τηλεόραση, ιδιωτική (κυρίως Antenna και Mega) και κρατική.
Δυο χρόνια πρίν την έλευση της ιδιωτικής τηλεόραση είχε σκηνοθετήσει την ταινία «Ο κλοιός» με θέμα βασισμένο σε γεγονότα για την πρώτη αεροπειρατία στον κόσμο: το 1948 έξι νεαροί έλληνες αριστεροί
αισθανόμενοι τον κλοιό της σύλληψης και του θανάτου να σφίγγει γύρω τους, συλλαμβάνουν ένα εξαιρετικά παράτολμο σχέδιο: κατεβαίνουν στην Αθήνα, παίρνουν το αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη και αναγκάζουν τον πιλότο να τους οδηγήσει στη γειτονική Γιουγκοσλαβία, όπου μαζί με άλλους συντρόφους θα ζητήσουν πολιτικό άσυλο.
Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης ο «Κλοίος» τιμήθηκε με τα βραβεία καλύτερου σεναρίου και καλύτερου ήχου, πήρε το Εθνικό βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας και το Ειδικό βραβείο ερμηνείας για τους έξι νέους πρωταγωνιστές .
Αυτό που μου έκανε πάντα εντύπωση στον Κουτσομύτη ήταν το μειλίχιο ύφος του την ώρα της δουλειάς ακόμα και σε στιγμές που οι συνθήκες θα προκαλούσαν έκρηξη σε κάποιον άλλον, στη θέση του.
Στις σκηνοθετικές οδηγίες του βρέθηκαν σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί της παλιάς φρουράς και της νεώτερης γενιάς. Το 1990 είχε προκαλέσει αίσθηση το πρωταγωνιστικό δίδυμο Γιώργου Κιμούλη- Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη στον «Κίτρινο Φάκελο» του Καραγάτση σε σενάριο Βαγγέλη Γκούφα (μόνιμο συνεργάτη και στενό φίλο του σκηνοθέτη), το 1992 σύστησε το Γιώργο Νινιό- ως Λούη- στο «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά και αργότερα (1997) στο «Η αγάπη άργησε μια μέρα» της Λιλής Ζωγράφου με το έμπειρο μάτι του πόνταρε στην Πέγκυ Τρικαλιώτη σε ένα ρόλο που, με την ερμηνεία της, εντυπωσίασε. Στην τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος «Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες» του Γιάννη Ξανθούλη είχε στο καστ τη Μαρινέλλα και την Κάτια Δανδουλάκη σε ρόλους που συνέθεταν το παρελθόν και το παρόν του ήρωα του, αλλά στο μυθιστόρημα οι δύο ηρωίδες δεν συμπίπτουν. Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα, πρόσθεσε μια σκηνή για τις ανάγκες της σειράς στην οποία οι δύο πρωταγωνίστριες του βρέθηκαν μαζί στην ίδια λήψη για λίγα μόλις λεπτά σε ένα ατμοσφαιρικό γύρισμα στις επιβλητικές εγκαταστάσεις των λουτρών Καΐφα. Μια ευτυχή στιγμή για την ελληνική τηλεόραση.
Ο Κουτσομύτης, τον θυμάμαι να λέει ότι έψαχνε περισσότερο για έξυπνους ηθοποιούς και λιγότερο για αυτούς που «αποκαλούνται ταλαντούχοι». Και για εκείνον έξυπνος ηθοποιός ήταν αυτός που δεν εφησύχαζε σε αυτό που έκανε, αλλά πάντα αμφισβητούσε και διαρκώς αναζητούσε.
Θεωρούσε τον ηθοποιό συνδημιουργό και συνεργάτη και φίλο.
«Θέλω να έχω ερωτική σχέση με τους συνεργάτες μου. Ο έρωτας είναι πολιτισμός. Ένα λουλούδι, ένα χαμόγελο, ένα καλό φαγητό, μια καλή παρέα, η φιλία είναι έρωτας. Είναι όμορφο να είσαι με ανθρώπους που εκτιμάς, μιλάς, τσακώνεσαι, προβληματίζεσαι» είχε πεί σε συνέντευξη στο «Βήμα» και την συνάδελφο Τίνα Πολίτη, πίσω στο 1998.
Είχε πάθος για τη δουλειά του και όταν τον είχα ρωτήσει σε μια από τις συναντήσεις μας στις αρχές του 2000, αν μετά από τόσες τηλεοπτικά επιτυχημένες σειρές, θα έκανε μία- έστω- ταινία ξανά, μου απάντησε «μα κάνω κινηματογράφο διαρκείας».
Πριν από περίπου 15 χρόνια άφησε το Παγκράτι και έμενε στη Ραφήνα. Το σπίτι του μέσα στα πεύκα, στη μέση ενός μεγάλου περιβολιού, με τα αγαπημένα λυκόσκυλά του, ήταν ο παράδεισός του.
Εκεί σχεδίαζε το επόμενο φιλόδοξο τηλεοπτικό όραμά του, την άγνωστη, προσωπική, ζωή του Ελευθέριου Βενιζέλου και με σκεπτικισμό παρατηρούσε την τηλεόραση να επενδύει όλο και λιγότερο στην ποιότητα, όπως έλεγε.
Ως αργά το απόγευμα της Πέμπτης, δεν είχε προσδιοριστεί ο χρόνος και ο τόπος της νεκρώσιμης ακολουθίας και ταφής
Τα ΝΕΑ