Ειδήσεις

Φραγμός στις ανακοπές του Δήμου κατά διαταγών πληρωμής – Ακολουθούσε παρελκυστική τακτική

«Φρένο» στην παρελκυστική τακτική του Δήμου Ρόδου να υποβάλλει ανακοπές κατά διαταγών πληρωμής, για νόμιμες απαιτήσεις προμηθευτών του, υποστηρίζοντας ότι αρμόδια για να κρίνουν την διαφορά είναι τα διοικητικά δικαστήρια, όπου οι ρυθμοί εκδόσεως αποφάσεων είναι σαφώς βραδύτεροι, έθεσε με πρόσφατη απόφασή του το Ειρηνοδικείο Ρόδου.
Πιο συγκεκριμένα το έτος 2013 εξεδόθη από το Ειρηνοδικείο Ρόδου διαταγή πληρωμής ανώνυμης εταιρείας, που εμπορεύεται αλουμίνια, σιδερικά κλπ κατά του ΔΟΠΑΡ, για οφειλή ύψους 1.491,67 ευρώ, από ανεξόφλητα τιμολόγια πώλησης εμπορευμάτων.
Η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε κανονικά και ο ΔΟΠΑΡ άσκησε ανακοπή και κατά τη συνήθη παρελκυστική τακτική του, προέβαλε ως κύριο λόγο αυτής ότι πρόκειται για διοικητική σύμβαση, εφόσον ο ΔΟΠΑΡ είναι ΝΠΔΔ ΟΤΑ, δηλαδή αφορά αντικείμενο μη υπαγόμενο στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Το Ειρηνοδικείο Ρόδου με την υπ’ αριθ. 39/2016 απόφασή του έκρινε, με βάση τις προτάσεις και τα σχετικά προσαγόμενα εν προκειμένω έγγραφα των αντιδίκων, δεχόμενη τους ισχυρισμούς της ανώνυμης εταιρείας ότι η διαταγή πληρωμής εξεδόθη ορθώς και νομίμως, από το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, καθώς δεν πρόκειται για διοικητική διαφορά.
Συγκεκριμένα, έκρινε  ότι:
«Η απονομή της δικαιοσύνης οργανώνεται με τη λειτουργία δικαιοδοτικών φορέων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, ενώ η διαμόρφωση επιμέρους δικονομικών κανόνων εκδίκασης των διαφορών αυτών, ανατίθεται στον κοινό νομοθέτη.
Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις.
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ,η έκδοση Διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, μπορεί να ζητηθεί, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται η απαίτηση από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή, το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο, και εφόσον αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει επίδοση της διαταγής πληρωμής δε διαμένει στο εξωτερικό και δεν είναι άγνωστης διαμονής. Έτσι, ακόμη και σε περίπτωση χρηματικής απαίτησης, προερχόμενης από γνήσια διοικητική σύμβαση, της οποίας η διάγνωση υπάγεται κατά τις ανωτέρω αναφερόμενες διακρίσεις στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ο πολιτικός δικαστής μπορεί, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 523, 624 ΚΠολλ, να εκδώσει διαταγή πληρωμής, καθώς η τελευταία εκδίδεται από δικαστικό λειτουργό, που ενεργεί ατομικώς, οπότε δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον ορισμό των δικαιοδοσιών.
Αυτή η διαταγή πληρωμής, της οποίας η υποκείμενη σχέση είναι δημοσίου δικαίου, μπορεί να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η εκδίκαση της οποίας υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών και όχι των διοικητικών δικαστηρίων, για το λόγο όχι ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού οχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και των λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, με την επιφύλαξη ότι δεν πρόκειται για πράξεις που συνιστούν άσκηση αρμοδιότητας διοικητικής φύσεως.
Αντικείμενο δε της δίκης επί της ανακοπής, είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της ουσιαστικής αξίωσης, δηλαδή το πολιτικό δικαστήριο ερευνά αν κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης αυτής. Κατά τον έλεγχο αυτό, έχει δικαιοδοσία να εξετάσει παρεμπιπτόντως (άρθρα 2 και 285 ΚΠολΔ) και τις ουσιαστικές ενστάσεις από το χώρο του δημοσίου δικαίου».
Περαιτέρω,  έκρινε η ως άνω απόφαση ότι μία σύμβαση είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό /Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κονονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό.
Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου.
Αντίθετα διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Την υπόθεση χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Αικατερίνη Γιαννιού – Αθανασίου.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου