Από τους οπαδούς του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ ως τους διαδηλωτές στους δρόμους της Νότιας Ευρώπης, οι ψηφοφόροι είναι θυμωμένοι. Η φτώχεια, η ανεργία και η μετανάστευση, μαζί με την οργή για το πολιτικό κατεστημένο, τα συνεχή χτυπήματα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας και τη διάψευση της προσδοκίας για ασφάλεια και ευημερία μετά το Κραχ του 2008, έχουν στήσει ένα σκηνικό φόβου και οργής, ιδίως στον δυτικό κόσμο.
Το δείχνει καθαρά η έρευνα του πρακτορείου Bloomberg που ακτινογραφεί τον μεγάλο θυμό που νιώθουν οι πολίτες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού εν έτει 2016.
Πρώτη διαπίστωση: η μεσαία τάξη, η ραχοκοκαλιά της μεταπολεμικής δυτικής κοινωνίας, γίνεται όλο και πιο φτωχή, και μάλιστα παγκοσμίως. Το μερίδιο του πλούτου που της ανήκει μειώθηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη από την αρχή της νέας χιλιετίας. Στις ΗΠΑ, το εισόδημα των εργατών έχει πέσει κοντά στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και η ανισότητα καλπάζει. Τα τελευταία 100 χρόνια οι πλούσιοι έχουν γίνει σημαντικά πλουσιότεροι, με το 1% να έχει πολλαπλασιάσει τα κέρδη την ώρα που οι πολλοί ζουν χειρότερα.
Τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τους νέους. Στην Ελλάδα και στην Ισπανία η ανεργία στους κάτω των 25 ετών έχει χτυπήσει ιστορικό κόκκινο στο 45%. Το χρέος των φοιτητών στις ΗΠΑ έχει εκτιναχθεί επίσης στα ύψη, ενώ η μέση αμοιβή για τους πρόσφατους πτυχιούχους πανεπιστημίου έχει μείνει στάσιμη εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία.
Η μετανάστευση και το ανθρώπινο ποτάμι των προσφύγων επιδεινώνουν το άγχος σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι ψηφοφόροι κατατάσσουν συστηματικά το Μεταναστατευτικό στις κορυφαίες ανησυχίες τους. Η έρευνα δείχνει και την κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς του κατεστημένου. Πέρυσι μόνο το 19% των Αμερικανών είπαν ότι εμπιστεύονται την κυβέρνησή τους «πάντα» ή «τις περισσότερες φορές» – από 54% μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ιδια εικόνα δυσπιστίας και απόρριψης βλέπουμε στην Ευρώπη, που γνωρίζει ξανά μεγάλη άνοδο των πολιτικών άκρων, στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.
Λιγότερη η λαϊκή δυσαρέσκεια στην Ασία
Εξαίρεση στην τάση είναι, προς το παρόν, η Ασία. Τα ευρήματα του Bloomberg τη δείχνουν σχεδόν απαλλαγμένη από τη λαϊκή δυσαρέσκεια της Δύσης, εν μέρει επειδή τα εισοδήματα έχουν αυξηθεί τόσο γρήγορα. Αλλά αναταραχή δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε εκεί, ιδίως τώρα που επιβραδύνεται η πάλαι ποτέ ιλιγγιώδης ανάπτυξη στη Λαϊκή Κίνα.
Πραγματική έκπληξη προκαλούν τα στοιχεία της έρευνας στην υπερδύναμη: απογοήτευση και θυμός έχουν αλλάξει τις ΗΠΑ μετά την ύφεση του 2008. Αναλυτές μιλάνε για «Ηνωμένες Πολιτείες της Οργής», και τα ποσοστά είναι πράγματι αποκαλυπτικά: δείχνουν ότι σε ποσοστό 70% οι Αμερικανοί δηλώνουν «πολύ δυσαρεστημένοι» ή «θυμωμένοι» για την κατάσταση στη χώρα τους σήμερα. Τα ποσοστά είναι υψηλά σε όλες τις ομάδες: Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς, λευκούς, ισπανόφωνους και Αφροαμερικανούς. Οι περισσότεροι λένε ότι το σύστημα λειτουργεί «μόνο για όσους έχουν λεφτά και εξουσία» και ότι δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στους πολιτικούς του κατεστημένου.
Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί τόσος θυμός τώρα. Η οικονομία στην Αμερική έχει αισθητά ανακάμψει και αναπτύσσεται το 2016. Αλλά με χαμηλό ρυθμό και την ανισότητα όλο και πιο κραυγαλέα. Πολλοί Αμερικανοί αισθάνονται αποκομμένοι, προδομένοι. Με τα εισοδήματα της εργατικής και της μεσαίας τάξης στάσιμα εδώ και 10 χρόνια, και με τόσο πλούτο στα χέρια του «1%», το αμερικανικό όνειρο έχει ξεθωριάσει για πάρα πολλές οικογένειες.
Στις πιο πλούσιες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως και στις ΗΠΑ, οι ψηφοφόροι αντιδρούν και εξεγείρονται απέναντι σε μια χρόνια παρακμή – στον εγκλωβισμό σε μια κατάσταση όπου οι χώρες τους είναι μεν ακόμη πλούσιες, ισχυρές και τεχνολογικά προηγμένες, αλλά μοιάζουν ανίκανες να προοδεύσουν με τον τρόπο που θεωρούσαν κάποτε πολύ δεδομένο οι πολίτες τους.
Να γιατί ο απερίγραπτος Τραμπ, η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, ο κεντροαριστερός γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ και οι κάθε κοπής «αντισυστημικοί» πολιτικοί έχουν τέτοια επιτυχία στις κάλπες: για αρκετούς ψηφοφόρους «λένε περίπου το ίδιο πράγμα» από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Οτι οι πολίτες δεν είναι υποχρεωμένοι να ανεχθούν άλλο αυτή την κατάσταση. Οτι πρέπει να δώσουν επιτέλους μια «μπουνιά στο κατεστημένο» με την ψήφο τους.
Πρόκληση για τη Δεξιά και τη Σοσιαλδημοκρατία
Μόνο σε μια περίοδο κατά την οποία πολύς κόσμος νιώθει φόβο και οργή θα μπορούσε ο ξεκάθαρος ρατσισμός και ο ακραίος εθνικολαϊκισμός να έχουν τέτοια απήχηση στον δυτικό κόσμο. Ακόμη και στην εύπορη Σκανδιναβία, πάλαι ποτέ κραταιό προπύργιο της Σοσιαλδημοκρατίας, ακροδεξιά κόμματα στη Δανία, στη Σουηδία και στη Φινλανδία είναι πρώτα στις δημοσκοπήσεις. Το FPÖ (Κόμμα των Ελευθέρων) στην Αυστρία και το SVP (Λαϊκό Κόμμα) στην πάμπλουτη Ελβετία καλπάζουν έχοντας διπλασιάσει εφέτος τα ποσοστά τους σε πάνω από 30%.
«Αυτό που εξηγεί καλύτερα τον θυμό των ψηφοφόρων είναι η αυξανόμενη αίσθηση ότι το καθιερωμένο σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι ανεπαρκές και ανίκανο να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανησυχίες τους για την οικονομία και τη μετανάστευση»λέει στο «Βήμα» ο Πάτρικ Ντάιαμοντ, ειδικός στον πολιτικό εξτρεμισμό στο Πανεπιστήμιο Queen Mary στο Λονδίνο.
«Τα συμβατικά κόμματα έχουν πολύ λίγες εναλλακτικές ιδέες για την αντιμετώπιση αυτής της διπλής κρίσης. Σε αυτό το περιβάλλον, οι απλοϊκές λύσεις του Τραμπ ή ακόμη και του Σάντερς φαίνονται διαισθητικά ελκυστικές στους ψηφοφόρους. Η πρόκληση για την παραδοσιακή συντηρητική Δεξιά και για τη Σοσιαλδημοκρατία είναι να σπάσουν αυτό το αδιέξοδο» τονίζει ο συνομιλητής μας.
Ζαν-Μαρκ Ντανιέλ
Χρέη, ανέπαφοι πολιτικοί και φοβισμένοι ηλικιωμένοι
«Τρία είναι τα βασικά στοιχεία της οργής» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Ζαν-Μαρκ Ντανιέλ, καθηγητής Πολιτικής Οικονοµίας στο Πανεπιστήµιο ESPC Europe, στο Παρίσι, και τακτικός αρθρογράφος στον «Monde».
«Το πρώτο είναι η οικονομική αδυναμία λαών και κρατών που έχουν συσσωρεύσει τεράστια χρέη χωρίς να έχουν διασφαλίσει ως αντάλλαγμα το παρόν ή ένα μέλλον με προοπτικές ισχυρής ανάπτυξης από τους δανειστές τους, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Το δεύτερο είναι η καταγγελία ότι οι πολιτικοί του κατεστημένου ζουν σε κλειστό κύκλωμα, μακριά από τους απλούς ανθρώπους. Αυτό που διακρίνει τους αντισυστημικούς Ντόναλντ Τραμπ καιΜπέρνι Σάντερς (στους Ρεπουμπλικανούς και στους Δημοκρατικούς αντιστοίχως στις ΗΠΑ) από τη Χίλαρι Κλίντον είναι το γεγονός ότι εκείνη είναι εδραιωμένη στην πολιτική της Ουάσιγκτον και δέχεται πυρά μόνο και μόνο επειδή ενσαρκώνει το σύστημα για περισσότερα από 20 χρόνια. Αυτό το σύστημα είναι που κατακεραυνώνει και η Μαρίν Λεπέν εδώ στη Γαλλία. Το τρίτο είναι δημογραφικό: το αυξανόμενο μερίδιο των πιο ηλικιωμένων ψηφοφόρων στο εκλογικό σώμα, στις ευημερούσες χώρες της Δύσης, με το μεγάλο προσδόκιμο ζωής» τονίζει.
Και εξηγεί: «Οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι εκφράζουν τώρα τη δυσαρέσκειά τους ψηφίζοντας για προγράμματα που δεν επικεντρώνονται στην επιθυμία για μεταρρύθμιση και αλλαγή αλλά στη βούληση να γυρίσουμε πίσω. Εχουν δίκιο, από την πλευρά τους. Εχουν πληρώσει τόσο πολλά ανταποδοτικά για τις συντάξεις τους, αλλά αν δεν υπάρξει αλλαγή δεν θα πάρουν συντάξεις ούτε τα παιδιά ούτε τα εγγόνια τους. Αυτός ο συντηρητισμός του ηλικιωμένου πληθυσμού, που τείνει να γίνει πλειοψηφία στον πιο πλούσιο δυτικό κόσμο, τροφοδοτεί την έκκληση για προστατευτισμό. Στο τέλος του 19ου αιώνα στη Γαλλία τα ακροδεξιά και τα ακροαριστερά κόμματα είχαν υιοθετήσει μια ρήση του Πολ Μπουρζέ, διάσημου συγγραφέα της εποχής: “Ο εργαζόμενος των 5 φράγκων (δηλαδή ο σημερινός κινέζος φτωχός εργάτης) θα καταστρέψει τον εργαζόμενο των 100 (δηλαδή τον γάλλο αυτόχθονα)”. Αυτή η φράση εμπνέει πάλι σήμερα την άκρα Αριστερά, η οποία είναι σε παρακμή, αλλά και την άκρα Δεξιά, που έχει πάρει τη σκυτάλη, και κεφάλι, στην έκφραση της διαμαρτυρίας».
Ούλριχ ΜπρΙκνερ
Η παγκοσμιοποίηση και οι ανελεύθερες ιδέες κλονίζουν την Ευρώπη
«Πώς εξηγείτε τόσο υψηλά επίπεδα θυμού και απόρριψης του κατεστημένου;» ρωτήσαμε τον Ούλριχ Μπρίκνερ, γερμανό καθηγητή Ευρωπαϊκών Σπουδών στην έδρα Ζαν Μονέ στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
«Καταλαβαίνω τον πειρασμό να χαρακτηριστεί το 2016 έτος του “θυμωμένου ψηφοφόρου”, αλλά δεν νομίζω ότι πρόκειται για ένα πραγματικά νέο πολιτικό φαινόμενο. Κάθε χώρα έχει έναν ορισμένο αριθμό ατόμων με εξτρεμιστικές απόψεις. Μερικές φορές δείχνουν τις πεποιθήσεις τους δημοσίως, μερικές φορές είναι πολύ φοβισμένοι, πολύ ράθυμοι ή απογοητευμένοι και δεν μιλάνε ή δεν ψηφίζουν καθόλου. Μερικοί από αυτούς τους ψηφοφόρους είναι πραγματικά οργισμένοι. Αλλοι χρησιμοποιούν εξτρεμιστικές θέσεις ως μέρος μιας εν ψυχρώ πολιτικής στρατηγικής για τη μεγιστοποίηση των συμφερόντων τους. Αλλά σε μια λειτουργική δημοκρατία κάποιος πρέπει να αντιπροσωπεύει την αντιπολίτευση στο κατεστημένο. Αυτή είναι η ιδέα της ελευθερίας του λόγου και η έννοια των ελέγχων και των ισορροπιών στο πολιτικό σύστημα».
Ποιοι είναι οι λόγοι της ανόδου του εθνικολαϊκισμού και των πολιτικών άκρων;
«Η παγκοσμιοποίηση. Διότι δεν επωφελούνται όλοι και πολλοί φοβούνται ότι εξαιτίας της χάνουν, σε επίπεδο υλικών αγαθών ή με όρους κοινωνικής θέσεως. Θα μπορούσε να είναι ο φόβος για το άγνωστο (π.χ., κοινωνίες με πολύ χαμηλό ποσοστό αλλοδαπών, όπως η Πολωνία, φαίνεται να φοβούνται περισσότερο τους ξένους από κοινωνίες με πολυπολιτισμική εμπειρία). Μερικοί, στη Βρετανία, ας πούμε, προτιμούν να ζουν σε θεσπέσια απομόνωση, ακόμα και αν το Brexit θα έχει περισσότερα οικονομικά και πολιτικά μειονεκτήματα από την παραμονή στην ενωμένη Ευρώπη. Αλλά αυτό δεν είναι θυμός. Είναι απλή αντιπάθεια προς την ΕΕ. Μια άλλη κύρια αιτία είναι βέβαια η κοινωνικοοικονομική κατάσταση – τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, οι μορφές της κοινωνικής αδικίας και του αποκλεισμού, η κρατική αποτυχία, η αποτυχία της αγοράς κ.τ.λ. όπως στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία. Να γιατί ο λαϊκισμός βρίσκεται σε άνοδο. Αλλά το χάσμα της ανισότητας είναι επίσης πιο πολύπλοκο από όσο συνήθως συζητείται. Η μεσαία τάξη στη Γερμανία δεν φτωχαίνει. Τα ιταλικά νοικοκυριά βλέπουν το εισόδημά τους να μειώνεται, αλλά είναι ακόμη πιο πλούσια κατά κεφαλήν από τα γερμανικά. Είναι αλήθεια ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τη νέα γενιά να πετύχει τον ίδιο υλικό πλούτο με τους γονείς της. Αλλά υπάρχουν επίσης πολλές νέες ευκαιρίες που ήταν αδιανόητες για τους γονείς και τους παππούδες των νεαρών Ευρωπαίων».
Τι βρίσκεται πίσω από τον αντι-ευρωπαϊσμό;
«Ανελεύθερες ιδέες. Στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, ας πούμε, οι σημερινές κυβερνήσεις έχουν μια πολύ συντηρητική, εθνικιστική ατζέντα, που είναι επίσης αντι-ευρωπαϊκή. Εκτός από τη Γερμανία, τέτοια ρητορική έχει πέραση σε πολλές άλλες χώρες, είναι ένας πραγματικός κίνδυνος για τη λειτουργία ενός δημοκρατικού συστήματος δυτικού τύπου, για τους θεσμούς, τις βασικές πεποιθήσεις και τα ιδανικά του. Από το 1950 η ΕΟΚ/ΕΕ κατάφερε να επιτύχει πολλά όσον αφορά την ειρήνη, την ευημερία και την κοινωνική σταθερότητα, αλλά εξακολουθεί να είναι ένα έργο εν προόδω. Αυτό περιορίζει την αποτελεσματικότητά της και τη δημοκρατική υποστήριξή της, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Οταν η ΕΕ – για οποιουσδήποτε λόγους, που συχνά δεν βρίσκονται σε υπερεθνικό αλλά σε εθνικό επίπεδο – δεν ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις της, αντιμετωπίζει πράγματι μια κρίση νομιμότητας. Αλλά δεν θα βοηθήσει κανέναν η διάλυσή της της ΕΕ. Τα προβλήματα θα παραμείνουν ίδια ή θα γίνουν χειρότερα. Θα πρέπει μάλλον να βελτιώσουμε τον τρόπο που τα ευρωπαϊκά κράτη αλληλεπιδρούν και ενσωματώνονται. Είναι πάρα πολύ απλοϊκό να κακοποιούμε την ΕΕ ως αποδιοπομπαίο τράγο».
Το ΒΗΜΑ