Άρθρο του κ. Παύλου Μπακίρη
Η πραγματικότητα που έχουμε μπροστά μας είναι χειρότερη ακόμη και από τα πιο ακραία σενάρια για το τι θα σήμαινε για τη χώρα να κρατήσει το τιμόνι της το άκρως αντιμεταρρυθμιστικό, λαϊκιστικό και ανέτοιμο κυβερνητικό σχήμα υπό τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η κοινωνία βιώνει με τον πιο σκληρό τρόπο τις επιπτώσεις του αχρείαστου τρίτου μνημονίου που προκάλεσε η εγκληματικά λάθος διαχείριση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Σε μια Ευρώπη που έχει αποδείξει ότι και εκείνη δεν διαθέτει δικλείδες ασφαλείας απέναντι στις μεγάλες κρίσεις, ούτε, και αυτό είναι και το χειρότερο, βαθιά βιωμένο αίσθημα αλληλεγγύης.
Αυτή η ραγδαία επιδείνωση τον τελευταίο χρόνο έχει υπερβεί ακόμη και το αίσθημα ότι συντελέστηκε μια μεγάλη πολιτική εξαπάτηση πάνω στην απογοήτευση και στις θυσίες των ελλήνων πολιτών, οι οποίοι εύλογα θα επιθυμούσαμε να υπήρχε ένας πιο ανώδυνος δρόμος για την εξυγίανση του κράτους της μεταπολίτευσης και την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Ο λόγος είναι ότι εκτός των οικονομικών μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν και να είναι ένας«οδηγός για γρήγορη εξόντωση κάθε ελπίδας για την ανάκαμψη», έχουν γίνει σαφή ακόμη δύο δεδομένα. Αφενός η αδυναμία διαχείρισης εκ μέρους της κυβέρνησης σε οποιοδήποτε τομέα εσωτερικής πολιτικής, αφετέρου η επικίνδυνη άγνοιά της για τα μείζονα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής τα οποία αναδεικνύονται με το προσφυγικό.
Σε ότι αφορά στα εσωτερικά μας, είναι ξεκάθαρο ότι το μόνο «παράλληλο» πρόγραμμα που θα μπορούσε να υπάρχει είναι ένα πρόγραμμα κινήτρων για την παραγωγή εθνικού πλούτου από τον ιδιωτικό τομέα με κανόνες δικαίου που θα εγγυάται μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Καθώς και αποκατάσταση των παραλογισμών που υπάρχουν σε όλους τους τομείς. Παραλογισμοί που αναπαράγουν κοινωνικές αδικίες, και δείχνουν ένα κράτος που δεν σέβεται τον πολίτη.
Σε ότι αφορά στην εξωτερική μας πολιτική, τώρα κατανοούμε όλοι, -με την πρωτόγνωρη προσφυγική κρίση και τον ορατό κίνδυνο να γίνει η χώρα μας ένα απέραντο στρατόπεδο,- ότι τα λάθη στην οικονομία μπορεί και να διορθωθούν, τα λάθη στην εξωτερική πολιτική μπορεί να αποβούν εθνικά «θανατηφόρα».
Γι αυτό πρέπει να υπάρξει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η κυβερνητική αντιπρόταση που θα παραχθεί μέσα από την ευρεία κοινωνική συμμαχία των δημιουργικών και μεταρρυθμιστικών δυνάμεων και κυρίως όλων των πολιτών που κατανοούμε ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι να γίνει επί της ουσίας «αστική δημοκρατία». Για να μην «αρρωσταίνει» τις δυνάμεις της, να μην εκδικείται την αριστεία και όσους επιμένουν στη νομιμότητα, αλλά και να μπορεί να υπερασπιστεί με σοβαρότητα και γνώση των συσχετισμών τα εθνικά συμφέροντα.
Η Ν.Δ., μέσω και της νέας της ηγεσίας επιχειρεί σήμερα να συγκροτήσει αυτό το μέτωπο υπέρ των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας και εναντίον του λαϊκισμού, με σαφείς κατευθύνσεις και προτάσεις. Όμως χωρίς την συμμετοχή όλων όσοι πιστεύουμε σε αυτές τις προτεραιότητες και μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η «αρρώστια» βαθαίνει και πρέπει να κάνουμε με καθαρότητα τις επιλογές που θα ενδυναμώσουν το εγχείρημα, δεν θα μπορέσει να πετύχει.
Με αυτό το σκεπτικό και πιστεύοντας πάντα στη δύναμη αλλαγής που έχει η ατομική ευθύνη αλλά και τη δύναμη της συλλογικής δράσης, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο διεκδικώ την προεδρία της Νομαρχιακής Διοικούσα Επιτροπής στις τοπικές εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας.
Μόνο εμείς, όλοι μαζί, ο καθένας με τη στάση του, μπορούμε να σταματήσουμε τα χειρότερα και να δώσουμε την ώθηση για να ξαναμπούμε σε πορεία προόδου. Στα Δωδεκάνησα όλοι καταλαβαίνουμε, με τον πιο έντονο τρόπο, πως άλλος χρόνος δεν υπάρχει.