Ειδήσεις

Μελέτη του Μιχαήλ Παπαγεωργίου για τα δημόσια κτήματα στα Δωδεκάνησα

Κατά την ιστορική συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου για την διεκδίκηση της των Ακινήτων του Δημοσίου στα Δωδεκάνησα σε όλους τους συμβούλους διανεμήθηκε προς την νομική και ιστορική τους ενημέρωση, αποτελώντας μέρος του πρακτικού της απόφασης πολυσέλιδη μελέτη που έχει εκπονήσει ο Δικηγόρος και Υποψήφιος Διδάκτωρ Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου Μιχαήλ Παπαγεωργίου.
O κ. Παπαγεωργίου στη πολυσέλιδη μελέτη του αναφέρεται στο ιστορικό της ακίνητης περιουσίας στα Δωδεκάνησα από την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:
«Το Ελληνικό Δημόσιο πλέον θεωρείται εκ των πραγμάτων και εκ του νόμου, ιδιοκτήτης με απόλυτες εξουσίες διαθέσεως της περιουσίας που κατά διαδοχή του ιταλικού κράτους απέκτησε, με επίκληση ότι η κυριότητα αυτή αποκτήθηκε με διεθνή σύμβαση (Σύμβαση Ειρήνης) που επικυρώθηκε με νόμο (Ν.Δ. 423/1947). Ακόμη η παραπάνω άποψη θα μπορούσε να ισχυροποιηθεί περισσότερο με επίκληση και συνταγματικών διατάξεων, δηλαδή αφού η Συνθήκη Ειρήνης ενσωματώθηκε στο εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, υπερέχει πλέον από άλλες αντίθετες διατάξεις νόμων, έχοντας υπερνομοθετική ισχύ ,όπως δηλαδή προβλέπει το άρθρο 28 του Συντάγματος για τις διεθνείς συμβάσεις που επικυρώθηκαν με νόμο.
Ωστόσο, για το παραπάνω επιχείρημα, υπάρχει συγκεκριμένος αντίλογος. Σύμφωνα με τις αρχές και τους γενικά παραδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, μεταξύ των πηγών που όχι μόνο το Σύνταγμα αλλά και το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο δέχεται, συγκαταλέγονται, ως υπερέχουσες μάλιστα νομικά, οι γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη (άρθρο 38 Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, άρθρο 28 Συντάγματος).
Έτσι από τον συγκεκριμένο όρο – παράρτημα της Συνθήκης Ειρήνης με το οποίο περιήλθε η ιταλική κρατική περιουσία στα Δωδεκάνησα στο Ελληνικό Δημόσιο, υπερέχουν κατ’ αρχήν οι επιταγές του άρθρου 17 του Συντάγματος για την προστασία της ιδιοκτησίας και την εξαναγκαστική στέρηση της μόνο με απαλλοτριωτικές διαδικασίες υπέρ αποδεδειγμένης δημόσιας ωφέλειας και ύστερα από προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημίωσης, με εξασφάλιση όλων αυτών μέσω της Δικαιοσύνης, δηλαδή από ανεξάρτητους φυσικούς δικαστές.
Επίσης όμως, υπερέχουν και δεσμεύουν και το προκάτοχο κράτος οι γενικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που αναφέρονται στην προστασία της ιδιοκτησίας και στη στέρηση αυτής μόνο με δίκαιες απαλλοτριωτικές πράξεις. Τέτοιοι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου περιέχονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 10 και 17) και του Χάρτη των Ενωμένων Εθνών (άρθρο 103 κ.λ. ), στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Προστασίας Δικαιωμάτων των Ανθρώπων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλο), στη Σύμβαση της Χάγης του 1907 περί των νόμων και εθίμων του κατά ξηρά πολέμου  (άρθρο 46) κλπ.
Επί πλέον κατά το διεθνές δίκαιο, η Συνθήκη Ειρήνης του 1947, δεν αποτέλεσε δικαιοθετική σύμβαση (Law Making Treaties), ως προς τον συγκεκριμένο όρο, αλλά εδώ αποτελεί «σύμβαση-συμβόλαιο» μεταβίβασης από το Ιταλικό Δημόσιο προς το Ελληνικό Δημόσιο λεηλατημένης ουσιαστικά περιουσίας ιδιωτών Ελλήνων, που ως λεία πολέμου σύμφωνα με τα παραπάνω υφαρπάχτηκε όχι μόνο από το οθωμανικό κράτος αλλά και από το ιταλικό.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω νομικά ζητήματα, προέκυψε η ανάγκη, ώστε το ίδιο πλέον το Ελληνικό Δημόσιο να προσδιορίσει την ένταξη της περιουσίας αυτής σ’ ένα τέτοιο εσωτερικό νομικό πλαίσιο, που να αναιρεί τα νομικά ζητήματα που γεννά η προέλευση της περιουσίας αυτής, δηλαδή ένα εσωτερικό νομικό πλαίσιο που να είναι συμβατό με τις συνταγματικές και διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές ενός κράτους δικαίου όσον αφορά την προστασία της ιδιοκτησίας και της περιουσίας γενικότερα αλλά και της προστασίας- οικονομικής ανάπτυξης των παραμεθόριων νησιωτικών περιοχών (άρθρο 106 παρ. 1 εδ. 2), που παρουσιάζουν γεωγραφικές και αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον τα δημόσια κτήματα μεταβιβάστηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα χωρίς καταβολή τιμήματος και στο προκάτοχο κράτος υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός η παρανομία αυτή διαιωνίζεται και στο διάδοχο ελληνικό κράτος, στο οποίο πλέον εναπόκειται να επανορθώσει προς όφελος των πολιτών του μία τέτοια ανώμαλη κατάσταση τόσο κατά το νόμο όσο και εν τοις πράγμασι.
Αυτή λοιπόν ακριβώς η δικαιϊκή ανάγκη, υποστηρίζεται ότι επαρκώς ικανοποιήθηκε, νομοθετικά από την Πολιτεία, όπως ήδη προαναφέρθηκε, με την ένταξη της περιουσίας στον άνω αυτοδιαχειριζόμενο Οργανισμό Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο (Ν.2100/1952), με το οποίο ουσιαστική επανήλθε και επανεντάχθηκε η περιουσία στο Δωδεκανησιακό Κοινωνικό Σύνολο.
Με τη  κατάργηση του Οργανισμού και στη συνέχεια με τη κατάργηση έστω της απόδοσης του 75% από το προϊόν εκποίησης και διαχείρισης της αποκαλούμενης δημόσιας ακίνητης περιουσίας στα Δωδεκάνησα, θίγονται άμεσα συνταγματικά δικαιώματα Δωδεκανησίων, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 Συντ.), καθώς και της οικονομικής ανάπτυξης των παραμεθόριων νησιωτικών περιοχών (άρθρο 106 παρ. 1 εδ. 2) διάταξη που αποτελεί θεσμική εγγύηση, δηλαδή θετική παρέμβαση του Κράτους και όχι μόνο αποχή από ένα δικαίωμα, που εξυπηρετεί αυτή καθ’ αυτή άμεσα το δημόσιο συμφέρον και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκρουστεί με αυτό, ή με την μνημονιακή πάγια δικαιολογία του δημοσιονομικού – ταμειακού στενού συμφέροντος, που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει κατά την προσωπική μου γνώμη απολύτως καμία εφαρμογή και χρηστικότητα, πέρα από την επιπόλαια νομικά και οικονομικά ,σώρευση περιουσίας στον ΤΑΙΠΕΔ για εύκολη μεταπώληση σημαντικής οικονομικής αξίας ακινήτων, καταστρατηγώντας επιπρόσθετα με αυτόν τον τρόπο και την θεμελιώδη αρχή της Αναλογικότητας του άρθρου 25 του Συντ.
Μία επιπλέον εξαιρετικά κρίσιμη κατά τη γνώμη μου, συνταγματική διάσταση της παρούσας μελέτης, αποτελεί η συνταγματική κατοχύρωση της αποκεντρωμένης διοικητικής οργάνωσης του κράτους και της γενικής αποφασιστικής αρμοδιότητας των περιφερειακών οργάνων για τις υποθέσεις της περιφέρειας τους, με δυνατότητα μεταφοράς αρμοδιοτήτων αποκλειστικά από την κεντρική διοίκηση στην περιφέρεια και όχι αντιστρόφως.
Οσον αφορά τη μεταφορά της αρμοδιότητας διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο από τον Γενικό Διοικητή Δωδεκανήσου προς τον Οργανισμό Ακίνητης Περιουσίας Δημοσίου στη Δωδεκάνησο, ζήτημα  προσβολής της ανωτέρω συνταγματικής επιταγής δεν υφίσταται, διότι δεν νοείται αναίρεση ή αμφισβήτηση του αποκεντρωτικού διοικητικού συστήματος όταν αρμοδιότητες των αποκεντρωμένων, δηλαδή περιφερειακών οργάνων, μεταφέρονται σε όργανα της αυτοδιοίκησης , καθ’ ύλην ή κατά τόπο, αφού μάλιστα σε αυτήν την περίπτωση ,στην ουσία , διοικητικές αρμοδιότητες αποσπώνται από το νομικό πρόσωπο του Δημοσίου και ανατίθενται σε φορέα με χωριστή νομική προσωπικότητα και μάλιστα αυτοδιοικούμενο, με έδρα τη Δωδεκάνησο.
Αντίθετα ,με την κατάργηση του Οργανισμού  Ακίνητης Περιουσίας Δημοσίου στη Δωδεκάνησο, μετέπειτα με την ανάθεση διαχείρισης της «περιουσίας του Δημοσίου» στη Δωδεκάνησο  ,ενιαία με της λοιπής επικράτειας, στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου ,δηλαδή σε  κεντρικό φορέα με έδρα την Αθήνα και τελευταία με την μεταφορά όλων αυτών των περιουσιακών υπό τον έλεγχο του ΤΑΙΠΕΔ , πραγματοποιείται σαφής αναίρεση του αποκεντρωτικού συστήματος. Αυτό συμβαίνει, διότι αρμοδιότητες των αποκεντρωμένων- περιφερειακών οργάνων μεταφέρονται σε  όργανα της κεντρικής διοίκησης , δηλαδή, σε όργανα που εντάσσονται στο πλαίσιο οργάνωσης του συγκεντρωτικού συστήματος κατά ευθεία προσβολή της συνταγματικής επιταγής για αποκέντρωση.
Αξίζει ωστόσο να επισημανθεί, ότι ακόμα και αυτά τα δύο παραπάνω αντισυνταγματικά νομοθετήματα, δεν αναφέρθηκαν, δεν κατάργησαν, ούτε απέκλεισαν τις αρμοδιότητες επί των δημοσίων κτημάτων του Νομάρχη Δωδεκανήσου κατ΄ αρθρο 27 του Ν. 3200/1955. Όργανο- τοπική αρχή που νομολογιακά έτσι και αλλιώς του, έχει αναγνωρισθεί τεκμήριο αρμοδιότητας περιφερειακών οργάνων με αποτέλεσμα οι αρμοδιότητες  του και για την αξιοποίηση και διαχείριση της Δημόσιας περιουσίας της Δωδεκανήσου να μην έχουν τυπικά παύσει .
Μετά τη κατάργηση των Νομαρχών ως κρατικών οργάνων και της σύστασης των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων  (Ν. 2218/1994  ) και των κρατικών Περιφερειών (Ν. 2503/1997) και στη συνέχεια μετά πλέον και τη ριζική αναδιάρθρωση των περιφερειακών οργάνων, αιρετών και δοτών, με τον «Καλλικράτη» (Ν.3852/2010) , υπό το πρίσμα του τεκμηρίου της αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων  που από το Σύνταγμα έχουν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης  ( άρθρο 102 παρ. 1 Συντ) λόγω νομοθετικού κενού ως προς το σε ποιο πρόσωπο περιήλθαν οι αρμοδιότητες του Νομάρχη για τα «δημόσια» ακίνητα Δωδεκανήσου , κατά τη γνώμη μου πρέπει να γίνει δεκτό πως  περιήλθαν στο Περιφερειακό Συμβούλιο  και τον εκλεγμένο  Περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου, ως Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης (άρθρο 3 του Ν. 3852/2010), .Συνεπώς είναι και το αρμόδιο όργανο να διεκδικήσει αποφασιστικά την περιουσία που ιστορικά και νομικά ανήκει και πρέπει να είναι προς όφελος της τοπικής κοινωνίας και μόνο.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου