Αίσθηση έχουν προκαλέσει στις τάξεις των δικηγόρων της Ρόδου οι θέσεις που ανέπτυξε για τη δικαιοσύνη σε δελτίο τύπου, που εξέδωσε, η πρόεδρος Εφετών Δωδεκανήσου κ. Θωμαΐτσα Πατρώνα, υποψήφια για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που θα διεξαχθούν την 22α και 29η Μαΐου 2016.
Στο άρθρο της, που τιτλοφορείται «Εμπρός να ανακτήσουμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια» η Πρόεδρος Εφετών Δωδεκανήσου αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Η διαπίστωση ότι η Δικαιοσύνη στον τόπο μας ανταγωνίζεται σε απαξίωση την πολιτική εξουσία, είναι πλέον καθολική. Μία περιήγηση στις σελίδες των ηλεκτρονικών και των συμβατικών μ.μ.ε. των δύο τελευταίων μηνών αρκεί για να σας πείσει. Η κρίση αξιών έχει προσβάλει τη Δικαιοσύνη στην ουσία της, ως θεσμό, καθώς η δυσπιστία και η αμφισβήτηση, όχι μόνο του λαϊκού στοιχείου, αλλά και του νομικού κόσμου, δεν περιορίζεται απλά σε ζητήματα ποιότητας και ταχύτητας της παροχής υπηρεσιών από τους δικαστές προς τους πολίτες, αλλά συχνά ακουμπά και ζητήματα ηθικής διαφθοράς, όχι απαραίτητα με υλικά ανταλλάγματα, διότι τα «δώρα» της πολιτικής εξουσίας μπορεί να είναι ποικίλα.
Στις θλιβερές αυτές διαπιστώσεις, πολύ έχει συντελέσει (και μόνο κάποιος που εθελοτυφλεί δεν το παραδέχεται) η όσμωση της πολιτικής με τη δικαστική εξουσία. Η όσμωση αυτή, που μόνο κακές παρενέργειες προκαλεί στη δικαστική ανεξαρτησία, είναι αναγκαίο παράγωγο του θεσμοθετημένου τρόπου της επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων και εν προκειμένω του Αρείου Πάγου που ενδιαφέρει εμάς. Το ισχύον σύστημα επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο (έστω και μετά από μία ανούσια ακρόαση στη διάσκεψη των προέδρων της Βουλής) κατακρίνεται σφόδρα, κυρίως με τη σκέψη ότι δημιουργεί εξάρτηση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία.
Έγινε πριν μερικές μέρες συζήτηση στη Βουλή για την Δικαιοσύνη με κατηγορίες εκατέρωθεν ότι γίνονταν και γίνονται παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη και ότι με κυβερνητικές παρεμβάσεις ναρκοθετείται η ανεξαρτησία της. Το έργο αυτό το έχουμε ξαναδεί γιατί έχει παιχθεί πολλές φορές. Με το Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 90 προβλέπεται ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή από την εκάστοτε κυβέρνηση, την εκτελεστική εξουσία.
Είναι διαπιστωμένο πλέον ότι ένας τέτοιος τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης δημιουργεί τον ομφάλιο λώρο μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαστικής και ότι η εκάστοτε κυβέρνηση επιλέγοντας την ηγεσία της Δικαιοσύνης επεμβαίνει και ασκεί έλεγχο, καταργώντας στην πράξη την διάκριση των εξουσιών. Όλα τα κόμματα, όσο είναι στην αντιπολίτευση, καταγγέλλουν το γεγονός, υπόσχονται να το αλλάξουν με δημοκρατικότερο τρόπο, αλλά όταν γίνονται κυβέρνηση, το ξεχνούν, απλά γιατί τους εξυπηρετεί και αυτούς στα σχέδιά τους να μην έχουν μία ενοχλητική δικαστική εξουσία.
Οι πάντες λοιπόν έχουν κατανοήσει ότι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει την πολιτική και τη δικαστική εξουσία με κίνδυνο παθολογικών εξελίξεων (ο νοών νοείτω) είναι βασικά η επιλογή της ηγεσίας μας από την Κυβέρνηση. Και κάθε κυβέρνηση (λογικό είναι) δεν θέλει να έχει ξένους προς αυτήν στη ηγεσία της δικαιοσύνης. Θέλει να έχει «ημέτερους» και ελάχιστα ενοχλητικούς. Όχι, ότι αυτό πάντοτε το επιτυγχάνει, αλλά αυτές είναι οι προθέσεις των πολιτικών.
Για να γίνει κατανοητό πόσο επηρεάζει τη Δικαιοσύνη ο ισχύων σήμερα τρόπος επιλογής, σας αναφέρω τα εξής αριθμητικά στοιχεία: Ο Άρειος Πάγος σήμερα αποτελείται από 60 περίπου αρεοπαγίτες, 10 αντιπροέδρους και τον πρόεδρο, σύνολο 71 δικαστές. Από αυτούς, το υπουργικό συμβούλιο εμπλέκεται στην επιλογή των αντιπροέδρων και του προέδρου, δηλαδή στην επιλογή 11 δικαστών, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση εμπλέκεται στην επιλογή του 15% περίπου των μελών του Αρείου Πάγου, κατά το ίδιο δε ποσοστό εμπλέκεται η κυβέρνηση και στα άλλα δύο ανώτατα δικαστήρια.
Γι’ αυτό επανειλημμένα έχουν γίνει και επιλογές με κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας. Υπάρχουν και πολιτικοί που έχοντας τη σχετική εξουσία υποκύπτουν στον πειρασμό να επιλέγουν ηγεσία στη Δικαιοσύνη η οποία νομίζουν ότι θα εξυπηρετεί την πολιτική τους. Επίσης φαίνεται να έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης και ιδίως του νομικού κόσμου στο αδιάβλητο των επιλογών από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αυτά αποτελούν επαρκείς λόγους για να αφαιρεθεί (με αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος) η σχετική αρμοδιότητα από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Η καλύτερη κατά τη γνώμη μου λύση θα ήταν να ανατεθεί η αρμοδιότητα επιλογής της δικαστικής ηγεσίας σε εξωδικαστικό συλλογικό όργανο, με την αντιπροσωπευτικότερη δυνατή σύνθεση, ώστε τυχόν «εξαρτήσεις» να διαχέονται σε ευρύ κύκλο προσώπων από πολλούς χώρους (όχι μόνο της πολιτικής) και έτσι να εξαφανίζονται ή να αποδυναμώνονται. Στο όργανο αυτό θα μπορούσαν να μετέχουν εκπρόσωποι της νομοθετικής εξουσίας- όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ανάλογα με τη δύναμή τους-, της εκτελεστικής εξουσίας (π.χ. ο υπουργός Δικαιοσύνης), του νομικού πανεπιστημιακού και δικηγόρου κόσμου, και φυσικά ανώτατοι δικαστικοί.
Ενώ λοιπόν τυπικά πάντοτε είχαμε ως προμετωπίδα των συνδικαλιστικών μας επιδιώξεων την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τη δημοκρατικότερη επιλογή της ηγεσίας μας, εν τούτοις αυτό ουδέποτε αποτέλεσε μία ουσιαστική και καίρια επιδίωξη των εκάστοτε διοικήσεων της Ενώσεως και μάλλον είχε μία διακοσμητική θέση στην ατζέντα τους.
Καιρός είναι να το επιδιώξουμε σθεναρά και με υπευθυνότητα και αυτό θα αποτελέσει, αν με τιμήσετε με την ψήφο σας και με εκλέξετε, βασικό αγωνιστικό μέλημά μου, παράλληλα βέβαια με τα άλλα στενά συνδικαλιστικά ζητήματα του κλάδου, τα οποία επίσης είναι σπουδαία και δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε γιατί και αυτά θωρακίζουν θεσμικά την ανεξαρτησία μας.
Τέλος, ένα άλλο σημαντικότατο ζήτημα, το οποίο άπτεται της ουσίας της δικαστικής μας ακεραιότητας και ανεξαρτησίας είναι ο διορισμός συνταξιούχων δικαστών σε θέσεις συνήθως προέδρων αλλά και απλών μελών στα διοικητικά συμβούλια των λεγόμενων Ανεξαρτήτων Αρχών που και πολλές είναι και παχυλούς μισθούς παρέχουν. Η εκτελεστική εξουσία έχει επιλέξει και αυτόν τον τρόπο «διείσδυσης» στο δικαστικό σώμα. Επιλέγει κάποιους εκ των ανωτάτων δικαστών, με κριτήρια που εκείνη ορίζει και, αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή τους, τους προσφέρει αυτήν την ποθητή απασχόληση. Αναρωτηθήκαμε όμως γιατί η κάθε Κυβέρνηση επιλέγει τον ένα ή τον άλλο ανώτατο δικαστή για τις περιζήτητες αυτές θέσεις και όχι έναν άλλον; Μεσολάβησαν κάποιες διαβεβαιώσεις ή άλλους είδους αθέμιτες συναλλαγές; Αν εξετάσει κάποιος προσεκτικά τις επιλογές των προσώπων των τελευταίων 20 ετών, θα βγάλει τα συμπεράσματά του εύκολα. Θα διαπιστώσει μάλιστα και εκλεκτικές συγγένειες με τις απελθούσες διοικήσεις της Ενώσεώς μας.
Το ζήτημα λοιπόν αυτό έχει σημαντικότατη διάσταση, καταρχάς διότι με τον τρόπο αυτό κλονίζεται εμμέσως η ανεξαρτησία της εν ενεργεία δικαιοσύνης, λόγω των κινδύνων διαπλοκής που μπορεί να ανακύψουν κατά τα τελευταία χρόνια της καριέρας των δικαστικών λειτουργών.
Έχει όμως και άλλη μία παράμετρο, καθόλου ευκαταφρόνητη. Η πολιτική εξουσία εξασφαλίζει περιζήτητες θέσεις στελεχών των Ανεξαρτήτων Αρχών σε συνταξιούχους άνω των 67 ετών, τη στιγμή που υπάρχουν άνεργοι νέοι άνθρωποι με ικανότητες και επιστημονικούς τίτλους αξιοζήλευτους.
Το Σύνταγμα απαγορεύει στην ουσία του διορισμούς αυτούς των συνταξιούχων δικαστών βλ. άρθρα 21 παρ. 5 (δημογραφική πολιτική) και 22 παρ. 1 του Συντάγματος (δικαίωμα εργασίας και υποχρέωση του Κράτους να δημιουργήσει συνθήκες απασχόλησης για όλους). Επομένως, όχι μόνο για λόγους έμμεσης διαφθοράς της συνειδήσεως των ανωτάτων δικαστών με την υπόσχεση τέτοιων θέσεων, αλλά και για λόγους συνδεόμενους με την προστασία της εργασίας των νέων (των οποίων η ανεργία εκτιμάται σε εξήντα τοις εκατό τουλάχιστον), πρέπει ως Ένωση να επιδιώξουμε να μπει ένα τέρμα στ” αυτήν την κατάσταση. Σας υπόσχομαι να αγωνιστώ και γι” αυτό αν εκλεγώ.
Υπάρχει και ένα τελευταίο, για το οποίο η μέχρι τώρα δράση της Ενώσεώς μας παρουσιάζει μεγάλο έλλειμμα. Το γνωρίζετε από την πρόσφατη συζήτηση για τη Δικαιοσύνη στη Βουλή. Είναι πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι, όχι μία αλλά αρκετές φορές, τα τελευταία χρόνια με πρόταση της κυβέρνησης το Κοινοβούλιό μας ψήφισε τροπολογίες που συνιστούσαν ωμή επέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης αποποινικοποιώντας αδικήματα κ.λπ. για να ευνοήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα και πρόσωπα. Μέσα στον ορυμαγδό των εκατέρωθεν καταγγελιών, δεν αξιολογήθηκε από τη διοίκηση της Ενώσεως η βαρύτητα του γεγονότος, ότι δηλαδή το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε τροπολογίες που οδηγούσαν στην ατιμωρησία για συγκεκριμένα αδικήματα συγκεκριμένων ατόμων… Είναι και αυτό φαινόμενο της γενικότερης απαξίωσης των θεσμών που με ευθύνη αυτών που τους υπηρετούν μειώνεται το κύρος τους στη συνείδηση του πολίτη, ενισχύονται αντανακλαστικά ακραίες πολιτικές δυνάμεις και δημιουργούνται κίνδυνοι και για την σωστή λειτουργία του πολιτεύματος. Πιστεύω ότι το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης πρέπει να έχει υγιέστερα αντανακλαστικά σε τέτοια νοσηρά φαινόμενα και να παρεμβαίνει αποτρεπτικά με καταγγελτικές αλλά βαθιά μελετημένες ανακοινώσεις έγκαιρα και όχι εκ των υστέρων. Σας υπόσχομαι να αγωνιστώ και γι’ αυτό με ευσυνειδησία και χωρίς παρωπίδες αν εκλεγώ».
https://www.dimokratiki.gr/10-05-2016/esthisi-prokalesan-thesis-tis-proedrou-efeton-gia-ti-dikeosini-stous-dikigorous-tis-rodou/
Σχολιασμός Άρθρου
Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.
Σχολιασμός άρθρου
Υπενθύμιση:
Για την μερική αναπαραγωγή της είδησης από άλλες ιστοσελίδες είναι απαραίτητη η χρήση του παρακάτω παρεχόμενου συνδέσμου παραπομπής προς το άρθρο της Δημοκρατικής.