Σπουδαίος δάσκαλος. Αγγελιοφόρος της δύναμης της συγγραφής. Τον γνωρίσαμε στην Α’ Γυμνασίου μέσα από το πρώτο σπουδαίο έργο του, την μετάφρασή του για την «Οδύσσεια». Υπήρξαμε τυχεροί που το μεταλάβαμε από τον Δημήτρη Μαρωνίτη που «έφυγε» προχθές.
Εκτός από το έργο του , σημαντικό ήταν ότι υπήρξε – κατά τη διατύπωση του πανεπιστημιακού και συγγραφέα Νικόλα Σεβαστάκη- «δημόσιος διανοούμενος», «αριστερός δημοκράτης, της σχολής του μαχόμενου κριτικού νου». Εξέφραζε τη γνώμη του, σταθερά αρθρογραφώντας, δίχως να επιδιώκει να γίνεται αρεστός, κάθε άλλο.
Οργισμένος με την εξέλιξη της Αριστεράς, με την μετάλλαξή της, αλλά και με τους κυβερνώντες (όπως όλο οι πραγματικοί αριστεροί).
Μιλώντας στον Χρήστο Αγγελάκο και στη LifO πριν από μόλις έναν μήνα, έλεγε:
«Χάθηκαν τα πάντα. Αλλά έμεινε το όνομά της. Κι εγώ θέλω να μην το χάσω το όνομα αυτό. Να το σεβαστώ. Αν θες, στο κάτω-κάτω της γραφής, τώρα πια ξέρουμε ότι η Ιστορία –ή αυτό που λέμε Ιστορία– δεν δέχεται τυμπανοκρουσίες αυτού του είδους σε ό,τι αφορά την Αριστερά ως Αριστερά…. Η Αριστερά ήτανε κι αυτή ένα κομμάτι της Ιστορίας που φαίνεται ότι άρχισε όπως άρχισε, στράβωσε όπως στράβωσε και τινάχτηκε στον αέρα, όπως την έχουνε τινάξει αυτοί που τους χρειάζεται να στιγματιστούν ως εγκληματίες. Και συμπλήρωνε: «Υπάρχει λοιπόν ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Ωραία, τα αριστερά κόμματα βρίσκονται σε κρίση, η Αριστερά ως πράξη -και ως θεωρία ενδεχομένως- βρίσκεται σε κρίση. Τι κάνει, όμως, καθένας μας με την προσωπική του Αριστερά; Τι την κάνει; Τη διαγράφει για να βρει την ησυχία του. Εγώ δεν θέλω να το κάνω αυτό. Και είναι ώρες ώρες που μαυρίζει ο νους μου! Ξέρεις, τι; Υπάρχουν μερικές λέξεις που και να θες να τις διαγράψεις, δεν διαγράφονται. — Όπως; Όπως η λέξη «αγάπη». Κι όπως η λέξη «Αριστερά».
Τα λόγια του από το τελευταίο μάθημά του στους φοιτητές του στο ΑΠΘ λίγο πριν τον παύσει η χούντα τον Ιανουάριο του 1968, παρακαταθήκη:
«Το μάθημα τούτο αναγκάζομαι να το κάνω κάτω από απειλητικούς ψιθύρους. Μου λείπει επομένως το κέφι να μιλήσω για τα Κύπρια Έπη, εφόσον μάλιστα ενδέχεται αυτά τα λόγια να είναι και τα τελευταία που ακούτε από το στόμα μου. Γι’ αυτό και παρεκκλίνω από τον ίσιο δρόμο και, ακολουθώντας τον πιο αντιπαθητικό από τους αρχαίους συγγραφείς, λέω να το ρίξω στις υποθήκες, για να εξορκίσω έτσι τον Μεταξά και τους σύγχρονους επιγόνους του: -Κρατήστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς. Μ’ αυτό κυρίως θα πολεμήσετε τη βαναυσότητα της εξουσίας. -Μην απομονωθείτε. Με το λόγο, τη σιωπή και την πράξη σας σταθείτε πλάι σε κάποιον: στη μάνα σας, στον αδελφό ή στο φίλο σας, και προπαντός στα νεότερα παιδιά, που περιμένουν από σας να δουν αν θα τους φράξετε ή θα τους ανοίξετε το δρόμο της ελεύθερης αναπνοής. -Μη φοβάστε τους ανθρώπους που έχουν ρωμαλέα πάθη: όσους οργίζονται, πίνουν και αγαπούν. Πολεμάτε μόνο τους κάπηλους της ελληνοχριστιανικής ηθικολογίας. Απομονώστε όσους συνεχώς χαμογελούν, που όταν μιλούν δεν σας κοιτούν στα μάτια, κι όταν τους δίνετε το χέρι, δεν ξέρουν ή δε θέλουν να το σφίξουν. Ανάμεσά τους θα βρείτε τους χαφιέδες. -Σηκώστε με σεμνότητα το χρέος που σας ανήκει. Φανείτε εις μικρόν γενναίοι.»