Πάνω από 19.000 επιχειρήσεις έκλεισαν από τις αρχές του χρόνου μέχρι σήμερα, ενώ ο αριθμός αυτών που άνοιξαν περιορίστηκε στις 16.478, με συνέπεια το ισοζύγιο μεταξύ των λουκέτων και των νέων συστάσεων να είναι αρνητικό κατά 2.578 περίπου για το 2016.
Η αυξημένη φορολογία και η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών φαίνεται ότι λειτουργούν όχι μόνο ως κίνητρο για τη διακοπή της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως ως αντικίνητρο για την έναρξη νέας, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, ο αριθμός των επιχειρήσεων που ξεκίνησαν φέτος δραστηριότητα μειώθηκε σε σχέση με πέρυσι. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου είχαν ξεκινήσει δραστηριότητα 19.343 επιχειρήσεις έναντι μόλις 16.478 φέτος. Η βασικότερη αιτία για την αντιστροφή της θετικής τάσης έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας που είχε καταγραφεί πέρυσι είναι η αύξηση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις αλλά και οι εξοντωτικές εισφορές που ανεβάζουν το κόστος λειτουργίας και αποθαρρύνουν κάθε επιχειρηματική διάθεση.
Περισσότερες είναι σε σχέση με πέρυσι και οι διαγραφές εταιρειών, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε φέτος στις 19.056 έναντι 13.825 το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρυσι το ισοζύγιο μεταξύ λουκέτων και νέων συστάσεων ήταν θετικό, καθώς 5.518 περισσότερες επιχειρήσεις συστάθηκαν σε σχέση με αυτές που έκλεισαν, σε αντίθεση με το 2016, όπου οι διαγραφές έχουν υπερκεράσει τις συστάσεις κατά 2.578. Βασική αιτία είναι η μείωση της ζήτησης αλλά και το αυξημένο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, που οδηγεί πολλές επιχειρήσεις στην έξοδό τους από την αγορά.
Παρά τα αυξημένα λουκέτα, λίγοι είναι αυτοί που επιλέγουν την επίσημη διαδικασία της πτώχευσης, δηλαδή τη δικαστική οδό μέσα από τον πτωχευτικό κώδικα, και όσοι το κάνουν αφήνουν πίσω τους μεγάλα χρέη. Οι περισσότεροι απλώς δηλώνουν διακοπή δραστηριότητας και κλείνουν τα βιβλία τους στην εφορία, αφήνοντας πίσω τους υπέρογκα χρέη. Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας για τις κηρυχθείσες πτωχεύσεις που εγκρίθηκαν από τα Πρωτοδικεία της χώρας δείχνουν ότι αριθμός των επιχειρήσεων που πτώχευσαν μειώθηκε την τελευταία δεκαετία από 569 το 2004 σε 368 το 2009 και 335 το 2014. Παρά τη μείωση του αριθμού των επισήμων πτωχεύσεων που παρατηρείται την τελευταία επταετία (2008 -2014), ακόμη και σε σχέση με τις πτωχεύσεις της περιόδου 2004 – 2007, οι υποχρεώσεις, δηλαδή τα χρέη, που άφησαν πίσω τους αυτές οι εταιρείες είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με το μέσον όρο των υποχρεώσεων πριν από την κρίση, ενώ διπλάσιος είναι και ο αριθμός των εργαζομένων που εργάζονταν σε αυτές τις επιχειρήσεις και έμειναν άνεργοι. Ετσι το 2014, που είχαμε τις λιγότερες κηρυχθείσες πτωχεύσεις στη δεκαετία, το ύψος των οφειλών που άφησαν αυτές οι επιχειρήσεις πίσω τους εκτινάχθηκε στο 1,8 δισ. ευρώ από μόλις 350.000 ευρώ που ήταν ο μέσος όρος των προηγούμενων ετών.
Σύμφωνα με νομικές πηγές, παρά τα διαδοχικά λουκέτα που παρατηρούνται στην αγορά τα τελευταία χρόνια, η πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν επιλέγει την επίσημη διαδικασία της πτώχευσης. Αυτό, όπως εξηγούν, πρόκειται για διαδικασία που συνεπάγεται κόστος είτε για τον οφειλέτη είτε για τον πιστωτή, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει επίσης την πτώχευση του οφειλέτη του. Ετσι οι περισσότεροι επιλέγουν απλώς να εγκαταλείπουν τη δραστηριότητά τους και να κλείνουν την επιχείρησή τους, χωρίς να στραφούν στον πτωχευτικό νόμο, που ειδικά τα φυσικά πρόσωπα τα απαλλάσσει από τις οφειλές τους, δέκα χρόνια μετά την κήρυξη της πτωχευτικής διαδικασίας.
Τα στοιχεία των συμβολαιογράφων
Την αυξητική τάση που έχουν τα λουκέτα στην αγορά τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνουν και ανάλογα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις διαλύσεις εταιρειών με συμβολαιογραφικές πράξεις. Πρόκειται για στοιχεία που δημοσιεύονται για πρώτη φορά και, αν και σταματούν στο 2014, δείχνουν ότι οι διαλύσεις εταιρειών αυξήθηκαν κατά 90,3% και από 1.319 το 2004 και 1.574 το 2009 αυξήθηκαν σε 2.510 το 2014. Αντίθετα, μειωμένες ήταν οι συστάσεις εταιρειών, ο αριθμός των οποίων συρρικνώθηκε κατά 51,6% και από 4.010 το 2004 (5.061 το 2009) περιορίστηκε στις 1.940 το 2014. Οι συμβολαιογραφικές εργασίες από αγοραπωλησίες ακινήτων υπέστησαν καθίζηση και από 165.988 το 2004 και 135.967 το 2009 περιορίστηκαν στις 43.443 το 2014, ενώ τα δάνεια από 2.380 και 1.105 το 2009 συρρικνώθηκαν σε μόλις 522 το 2014.
Καθημερινή