Κοιτώντας από τα στενά του Βόσπορου, μέσα από ένα τουριστικό πλοιάριο στην Κωνσταντινούπολη, παρατηρείς ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά από τους περασμένους αιώνες. Κοιτώντας όμως προς την ανατολή ξεδιπλώνεται μία νέα πραγματικότητα. Τεράστιες γερανογέφυρες φορτώνουν κοντέινερ σε πλοία που περιμένουν στις ακτές του Μαρμαρά και νέα υψηλά κτήρια υψώνονται. Στην ανατολική πλευρά των στενών κατασκευάζεται ένας εντυπωσιακός καθρέφτης της Κωνσταντινούπολης, ο γιγαντιαίος τρούλος με τους έξι μιναρέδες, το νέο κολοσσιαίο τζαμί. Μόλις ολοκληρωθεί αργότερα μέσα στο έτος, θα είναι ο μεγαλύτερος χώρος προσευχής που έχει κατασκευαστεί ποτέ στην Τουρκία.
Το μέγεθος και ο συμβολισμός του τζαμιού, που αναδομεί την εικόνα της Πόλης, αντικατοπτρίζει την θέληση και το όραμα ενός άνδρα: του Ερντογάν.
Μετά από δύο δεκαετίες στην εξουσία, από το 1994 ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, από το 2003 ως πρωθυπουργός της χώρας και από τον Αύγουστο του 2014 ως πρόεδρος, ο Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό τοπίο της χώρας του. Για τους αντιπάλους του είναι ένας άνδρας που επιθυμεί να γίνει σουλτάνος και γίνεται ριψοκίνδυνος για να πετύχει την επιδίωξή του. Οι θαυμαστές του λένε ότι ενσωματώνει και αναζωογονεί το εθνικό πνεύμα, ένας απλός άνθρωπος που ανελίχθηκε στο υψηλότερο αξίωμα, ένας άνδρας που υπερασπίζεται το σωστό και είναι ισχυρός προασπιστής της πίστης.
Ο Ερντογάν είναι υπεύθυνος για κάποιους εντυπωσιακούς μετασχηματισμούς. Μέσα σε δύο δεκαετίες έχει μετατρέψει την Τουρκία, από μία χώρα με σχετική φτώχεια και επαρχιωτισμό σε μία σχετικά πλούσια χώρα και εκλεπτυσμένη. Η χώρα που τα προηγούμενα χρόνια εξήγαγε χαμηλών δυνατοτήτων εργατικό δυναμικό έχει γίνει μία οικονομική δύναμη για την περιοχή και πόλος έλξης τουριστών, παράδεισος για τους πρόσφυγες και ένα παγκόσμιο κέντρο για την ενέργεια, το εμπόριο και τις μετακινήσεις.
Σε πολλά πεδία, η Τουρκία των 78 εκατ. ανθρώπων ποτέ δεν ήταν τόσο καλά. Το επίπεδο των ατόμων που ζουν κάτω από το επίπεδο της φτώχειας έχει μειωθεί σημαντικά και το οικονομικό μερίδιο που μοιράζεται η μεσαία τάξη έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Σε κάθε παράμετρο του βιοτικού επιπέδου το χάσμα τις Τουρκίας με τις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ έχει μειωθεί.
Κάτω από την ισλαμιστική επιρροή το κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, έχει μετατρέψει τον σχεδόν μη κομματικό Ερντογάν σε ένα πρόεδρο που απεικονίζει την εθνική ταυτότητα. Η μεγάλη σκιά του Αττατούρκ, που πριν από 90 χρόνια έχτισε μία κοσμική δημοκρατία έχει αρχίσει να ξεθωριάζει. Το κόμμα έχει στείλει το στρατό πίσω στους στρατώνες του και η Τουρκία έχει αναλάβει ένα ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.
Όταν το κόμμα σκόνταψε στις εκλογές του 2015 ειδικοί βιάστηκαν να ανακοινώσουν το τέλος του Ερντογάν.
Σκάνδαλα διαφθοράς και κατάχρηση εξουσίας ταρακούνησαν το κόμμα του, οι βομβιστικές ενέργειες από τον ISIS και η είσοδος στη χώρα περισσοτέρων από 2 εκατ. προσφύγων από τη Συρία, έκαναν πολλούς Τούρκους να θέτουν υπό αμφισβήτηση την κρίση τους για τον Ερντογάν.
Όποιος τολμά νικά
Με μειωμένα ποσοστά, για πρώτη φορά από το 2002, ο Ερντογάν θα μπορούσε να ψάξει για σύμμαχο σε κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά αντίθετα πόνταρε σε νέες εκλογές την πρώτη Νοεμβρίου. Εκπλήσσοντας τους πάντες το κόμμα του βγήκε ενισχυμένο, κερδίζοντας 317 από τις 550 έδρες του κοινοβουλίου μπορεί πλέον να περνά τους νόμους που επιθυμεί.
Ωστόσο, η πλειοψηφία του δεν είναι επαρκής και δεν μπορεί να αναθεωρήσει μόνος του το Σύνταγμα του 1982, αυτό ήταν που ήθελε να πετύχει στις εκλογές του Ιουνίου, όπου προσέφυγε στο λαό με την ελπίδα να πάρει την εντολή να δημιουργήσει ένα προεδρικό σύστημα που θα ενίσχυε την εξουσία του. Από τη στιγμή που οι εκλογές δεν του έδωσαν την απαραίτητη πλειοψηφία των δύο τρίτων για να περάσει τις Συνταγματικές αλλαγές, θα έπρεπε να συνεργαζόταν περισσότερο με τον πρωθυπουργό της χώρας Αχμέτ Νταβούτογλου που ήταν λιγότερο διχαστική προσωπικότητα.
Στην πορεία για τις εκλογές του Νοεμβρίου ο Ερντογάν σοφά πράττοντας, σταμάτησε να μιλάει για συνταγματικές αλλαγές και την ενίσχυση των εξουσιών του προέδρου αλλά χωρίς φασαρία έθετε όλο και περισσότερο το κόμμα υπό τον πλήρη έλεγχό του.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ενεργοποίησε την διαδικασία αντικατάστασης 31 μελών του πολιτικού γραφείου του κόμματος (από τα 50) με πρόσωπα που είναι απολύτως πιστά στον ίδιο. Ένας από αυτούς ο γαμπρός του, που σήμερα είναι και υπουργός.
Σήμερα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το ποιος είναι το αφεντικό. Οι γραφειοκράτες στην Άγκυρα ανταποκρίνονται και στο μικρότερο σφύριγμα που προέρχεται από το Σαράι, το μεγαλειώδες, 1.000 δωματίων, προεδρικό μέγαρο, που χτίστηκε σε λόφους των προαστίων της Άγκυρας, κόστισε 615 εκατομμύρια δολάρια και άνοιξε το 2014.
Ο Ενρτογάν θα συνεχίσει να κυριαρχεί στην τουρκική πολιτική σκηνή τουλάχιστον μέχρι το τέλος της θητείας του το 2019 και είναι πολύ πιθανό να συνεχίσει και αργότερα, κάποιοι λένε ότι έχει βάλει όριο το 2023 όπου θα εορταστεί η 100η επέτειος της τουρκικής δημοκρατίας. Εάν συμβεί αυτό θα βρίσκεται στην εξουσία περισσότερο και από τον ίδιο τον Αττατούρκ.
Οι οπαδοί του δεν έχουν λόγους να του το αρνηθούν. Η καρδιά των οπαδών του είναι μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης, όπως επίσης αυτοί που ζουν στην κεντρική Ανατολία που είναι πιστοί μουσουλμάνοι και είναι αφοσιωμένοι στον ηγέτη τους.
Το ΑΚ παίρνει ψήφους και από τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους κατασκευαστές σπιτιών και υποστηρίζουν το κόμμα για τις επιδώσεις του στον οικονομικό τομέα και την σχετική σταθερότητα μετά από δεκαετίες αναταραχών. Η άνοδος όμως ανάμεσα στις εκλογές του Ιουνίου και του Νοεμβρίου, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στον φόβο της επιστροφής σε μία κατάσταση πολιτικής αστάθειας όσο και σε ενθουσιασμό για τις πολιτικές του.
Το Κουρδικό και η οικονομία
Η κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών της κυβέρνησης με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) αναδεικνύει τον κίνδυνο περισσότερης αιματοχυσίας. Οι συζητήσεις είχαν μικρή πρόοδο, αλλά αρκετή για να ηρεμίσουν την νοτιοανατολική Τουρκία μία περιοχή όπου κυριαρχούν οι Κούρδοι, που συνολικά αποτελούν το 15% με 20% του τουρκικού πληθυσμού. Οι μάχες στην περιοχή τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 40.000 στρατιωτών, ανταρτών και πολιτών και οδήγησε στην εκδίωξη τουλάχιστον 1 εκατ. Κούρδων από τις εστίες τους. Αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου, ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις του στρατού και Κούρδων ακτιβιστών που είχαν σταματήσει για τουλάχιστον δύο χρόνια. Τους μήνες που ακολούθησαν, η πάνοπλη τουρκική αστυνομία βρίσκεται στις κουρδικές περιοχές επιβάλλοντας μεταξύ άλλων και απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι συγκρούσεις έχουν αφήσει εκατοντάδες νεκρούς πολίτες και σύμφωνα με τις αρχές περισσότερους από 400 μαχητές του PKK.
Την ίδια ώρα ο Ερντογάν αντιμετωπίζει αυξανόμενες οικονομικές αντιξοότητες. Ανάμεσα στο 2002 και το 2007 η τουρκική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς 6,8% ετησίως και τριπλασιάστηκαν οι εξαγωγές, αλλά από τότε η ανάπτυξη περιορίστηκε στο 3,5% και σταμάτησε η αύξηση των εξαγωγών. Αν και το ΑΚ υποσχέθηκε ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα θα φράσει τα 25.000 δολάρια μέσα σε μία δεκαετία, έχει κολλήσει στα 10.000 δολάρια.
Τίποτα από αυτά δεν είναι καταστροφικό και η τουρκική οικονομία είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το παρελθόν. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ερντογάν συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα στην οικονομία. Παρά το γεγονός ότι το χρόνιο έλλειμμα της χώρας έχει μειωθεί πρόσφατα, χάρη στην πτώση των τιμών στην ενέργεια, η Τουρκία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό από την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό. Η κυβέρνηση έχει απομακρυνθεί από τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να αυξηθεί το ποσοστό της πενιχρής εσωτερικής αποταμίευσης ή να ενισχυθεί η βιομηχανία, ακόμη κι αν η κατανάλωση φαίνεται να αυξάνεται, οι δαπάνες για υποδομές απομακρύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Οι άκαμπτες εργασιακές σχέσεις και οι φορολογικοί κανόνες παραμένουν ένα βάρος. Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει προκαλέσει αναταραχή στην εμπιστοσύνη με την επιβολή προς την κεντρική τράπεζα της άποψης για φθηνό χρήμα και με την επιμονή του να χτυπά τα επιχειρηματικά συμφέροντα των πολιτικών του αντιπάλων. Χωρίς σοβαρή πολιτική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης μίας προσπάθειας να μειώσει τις ανησυχίες για την ανεξαρτησία των θεσμών και την προάσπιση του νόμου, η τουρκική οικονομία θα συνεχίσει να έχει χαμηλές επιδόσεις.
Το πιο σκοτεινό σενάριο δεν σχετίζεται με την εσωτερική οικονομία αλλά με την γεωπολιτική. Εξαιτίας του τρόπου που η χώρα διαχειριζόταν τις κουλτούρες και τις ηπείρους, η Τουρκία ήταν πάντα σε μία μπερδεμένη κατάσταση. Τα τελευταία χρόνια οι εξελίξεις στα νότια σύνορα της χώρας, με την ένταση ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ απέναντι στην επεκτατική Ρωσία, έχουν κάνει τη θέση της χώρα πολύ πιο ευαίσθητη. Σε αυτό το κλίμα ο Ερντογάν έχει αποτύχει να διαχειριστεί διπλωματικά την κατάσταση.
Όλοι συμφωνούν ότι η Τουρκία έχει υπάρξει ιδιαίτερα γενναιόδωρη με τη φιλοξενία περισσοτέρων από 2 εκατ. Σύρων προσφύγων. Επίσης έχει επιχειρήσει να λύσει μακροχρόνιες διαμάχες με τις γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ελλάδα, η Κύπρος και η Αρμενία. Αλλά πολύ συχνά εμφανίζεται να κρατά αποστάσεις και αποτυγχάνει να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με τους συμμάχους της.
Και κυρίως με τον πιο σημαντικό από αυτούς την ΕΕ όπου είναι κυρίαρχη εμπορική εταίρος. Ο φόβος για την συνεχιζόμενη ροή προσφύγων ανάγκασε τελευταία την Ευρώπη να προσφέρει οικονομική ενίσχυση στην Τουρκία και να επαναλάβει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με αντάλλαγμα πιο ενισχυμένους συνοριακούς ελέγχους. Αλλά υπάρχει ένταση στις σχέσεις. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βλέπουν την Τουρκία σαν όριο, σαν προφυλακτήρα, παρά σαν συνεργάτη. Και ο Ερντογάν εμφανίζεται πιο ανήσυχος και αντιμετωπίζει με προβληματισμό την αποδοχή των ευρωπαϊκών κανόνων, τους οποίους δεν αναγνωρίζει ως θετικούς για τον ίδιο και τη χώρα του.
Ο κίνδυνος της απομόνωσης υπογραμμίστηκε όταν η τουρκική αεροπορία κατέρριψε τον Νοέμβριο ένα ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος πάνω από τη Συρία που είχε μπει για λίγα δευτερόλεπτα στον τουρκικό εναέριο χώρο. Ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν, απάντησε άμεσα με μία σειρά μέτρων κατά της χώρας. Οι ρωσικές κυρώσεις μπορεί να περιορίσουν κατά 0,7% το ΑΕΠ της χώρας αυτό το χρόνο σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Με την χλιαρή υποστήριξη από τους συμμάχους της, η Τουρκία έχει προσπαθήσει να ηρεμήσει την ένταση. Αλλά με δεδομένη την στήριξη στους αντιπάλους του Άσαντ στη Συρία, και με την Ρωσία να αυξάνει την υποστήριξη στον Άσαντ, οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν. Η Τουρκία μοιάζει να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να εμπλακεί σε μία πιθανώς πολύ δαπανηρή διαμάχη. Η Τουρκία εισάγει το περισσότερο από το φυσικό της αέριο από τη Ρωσία και οι τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες έχουν συμβόλαια μεγαλύτερα των 10 δισ. δολαρίων με ρωσικές εταιρείες.
Τώρα η Τουρκία αντιμετωπίζει μία νέα απειλή. Η διπλή βομβιστική επίθεση στην ‘Άγκυρα τον Οκτώβριο, σε πορεία αριστερών σωματείων και Κούρδων σκότωσε περισσότερους από 100 ανθρώπους. Τον Ιανουάριο οι βομβιστές χτύπησαν ξανά στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, σκοτώνοντας 10 τουρίστες. Και για τις δύο επιθέσεις κατηγορήθηκε ο ISIS. Στην χώρα που πάντα επηρεαζόταν από την αναταραχής στη Μέση Ανατολή, η εισχώρηση βίας από ριζοσπάστες μουσουλμάνους ήταν ένα σοκ. Το χειρότερο, αντικατοπτρίζει την αργή αντίδραση του Ερντογάν στην αναγνώριση του κινδύνου της ανταπόδοσης της πολιτικής που ασκεί στη Συρία, όπου για πολύ καιρό απολάμβανε την δράση των ακραίων ισλαμιστών, όσο αυτοί πολεμούσαν τον Άσαντ.
Περισσότερο από το να κατηγορείται το κόμμα για αυτά τα πισωγυρίσματα, οι ανήσυχοι ψηφοφόροι του Νοεμβρίου τάχθηκαν πίσω από τον Ερντογάν, στηρίζοντας μία ισχυρή και δοκιμασμένη κυβέρνηση από το να λάβουν το ρίσκο μιας πιθανής αδύναμης συμμαχίας. Σε αυτό βοήθησε και η προσπάθεια της κυβέρνησης να ελέγξει τα κυρίαρχα ΜΜΕ
Τελικά ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει το 52% των ψήφων και απολαμβάνει την αποδοχή σχεδόν του μισού πληθυσμού της χώρας. Πολλοί από τους υπόλοιπους παραμένουν σκεπτικοί ή επιχειρούν να του ασκήσουν αντιπολίτευση.
Ο Economist στο ρεπορτάζ του υποστηρίζει ότι η αντιπολίτευση δεν κάνει αρκετά για να θεραπεύσει τις εσωτερικές ρήξεις. Το κουρδικό θέμα θα συνεχίσει να αποτελεί ένα μεγάλο κίνδυνο και θα αφήνει εκτεθειμένη την τουρκική οικονομία σε εξωτερικές αναταραχές. Το στυλ του Ερντογάν που μοιάζει με μπουλντόζα, μαζί με την αυξανόμενη μισαλλοδοξία του κόμματός του για οποιαδήποτε φωνή διαφωνίας, προμηνύει μπελάδες.
Επιμέλεια: Κυριάκος Αργυρόπουλος