«Σχέδιο για παροχή κάρτας σίτισης σε όσους χάνουν το ΕΚΑΣ» επεξεργάζεται η «αριστερή» κυβέρνηση. Γιατί όχι το «Κείων νόμιμον» για να αποφύγετε και τα έξοδα;
Ο Μέναδρος, και ο Στράβων περιγράφει νόμο, που είχε ψηφιστεί στην Κέα τον (1ος αιώνας π.Χ),ο οποίος όριζε ν΄ αυτοκτονούν με κώνειο οι ηλικιωμένοι πάνω από τα 60, ώστε να επαρκεί η τροφή για τους υπόλοιπους. «Προσέταττε γαρ ο νόμος τους υπέρ εξήκοντα έτη γεγονότας κωνειάζεσθαι και του διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν». Ο νόμος ψηφίστηκε κατά την περίοδο πολιορκίας τους από τους Αθηναίους.
Ιδέες δεν θέλω να δώσω, αλλά ,μια γουλιά κώνειο ( μπορούν να το διανέμουν δωρεάν στις λαϊκές, όπου οι πένητες γέροντες -και όχι μόνον- μαζεύουν ότι αφήσουν οι παραγωγοί για τα σκουπίδια) δυο κουβέντες παρηγόριας από τους συγγενείς και φίλους που ξέρουν ότι θα βρεθούν κι αυτοί αργά ή γρήγορα μπροστά στο ίδιο σταυροδρόμι, και ιδού μια σίγουρη και ριζική λύση για τους κυβερνώντες οι οποίοι θρυλείται ότι έχουν επιλεγεί κατά καιρούς τα τελευταία χρόνια για να κάνουν την δουλειά τους κι όχι να εξοντώνουν τους πολίτες με το το στυλ του παντελώς αθώου, με το οποίο ανακοινώνουν τα κοσμοσωτήρια μέτρα τους.
Ακου κάρτα σίτισης στη δύση της ζωής τους … Σα δε ντρέπεστε!
Υ.Γ. Για την ιστορία:
Μια ηλικιωμένη γυναίκα ανώτερης τάξης προσκάλεσε τον Πομπήιο να παραστεί στην αυτοκτονία της. Όταν εκείνος προσπάθησε να την μεταπείσει εκείνη του είπε.
’”Μέχρι τώρα , έβλεπα πάντα την τύχη να μου χαμογελάει. Φοβάμαι μήπως η αγάπη για τη ζωή με εκθέσει σε σκληρές αλλαγές και τελειώσω το βίο μου άθλια, αφού υποστώ τα πιο φρικτά βάσανα. Γιατί ο θάνατος είναι πιο ευχάριστος όταν έρχεται όταν είσαι ευτυχισμένος’’.
Στη συνέχεια προέτρεψε τα παιδιά της να είναι μονιασμένα, τους μοίρασε την περιουσία της και αφού προσευχήθηκε στον Ερμή να την οδηγήσει μέσα από εύκολο δρόμο στον Άδη, ήπιε το κώνειο. Έδειξε με τη σειρά τα μέρη του σώματος της που πάγωναν και όταν ένοιωσε ότι το ψύχος έφτανε στα σπλάχνα και την καρδιά της, ζήτησε από τις κόρες της να της κλείσουν τα μάτια. Και το κείμενο τελειώνει
Το έθιμο-νόμος, λέγεται ότι έλαβε τέλος ως εξής:
Ένας νέος που υπεραγαπούσε τον γέροντα πατέρα του, για να τον προφυλάξει από το έθιμο τον έκρυψε και του έδινε το μισό ψωμί του, για να τον κρατήσει στη ζωή. Όταν κάποτε επρόκειτο να εκλέξουν τον άρχοντα του τόπου, διακήρυξαν ότι θα εκλεγόταν εκείνος που θα έβλεπε πρώτος τον ήλιο ν΄ ανατέλλει. Ο νέος ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα του, αντί να κοιτάζει προς την ανατολή, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι, κοίταζε τις κορφές των βουνών στη δύση και τις είδε πρώτος να φωτίζονται από τις ακτίνες του ήλιου . Έτσι έγινε άρχοντας. Όταν αργότερα ρωτήθηκε αν είχε σκεφτεί μόνος του αυτό το τέχνασμα ή τον είχε συμβουλέψει κάποιος άλλος, εκείνος ομολόγησε την αλήθεια. Έτσι σταμάτησε αυτό το έθιμο αφού κατάλαβαν την αξία των γερόντων και των συμβουλών τους.