Η άκρως αντιαισθητική-κιτσαριό κοζερί στο Μαξίμου , η παρουσία με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ενός επιχειρηματία και ενός στελέχους της κυβέρνησης σε μεσημεριανάδικο προκειμένου να τοποθετηθούν για ένα άκρως σοβαρό θέμα αλλά και η παρουσία του κ. Καλλιάνου στα κοινά (πρώην της Ενώσεως Κέντρου νυν της ΝΔ) ο οποίος ανήκει σε μια γενιά που γοητεύθηκε με την τηλεόραση και τη δημοσιότητα που φέρνει- εξ ου η συμμετοχή σε talent show, η δουλειά στην τηλεόραση ως παρουσιαστής δελτίου καιρού, καθώς και το σύντομο πέρασμα από τη λαϊκή πίστα- ( έλαμψαν τα τελευταία χρόνια από γκλαμουριά “επωνύμων” τα ψηφοδέλτια) στάθηκαν αφορμή να θυμηθώ ένα άρθρο που διάβασα πρόσφατα με τίτλο «Lifestyle: Βαθιά στην επιφάνεια των πραγμάτων». Αυτό που στην ουσία μας έφαγε το κεφάλι, αδειάζοντας πιστωτικές και «καίγοντας» εγκεφαλικά κύτταρα…
«Δυο ορισμοί για το στυλ: Ο ένας: Στυλ είναι ο τρόπος με τον οποίο λέγεται ή γίνεται κάτι, ανεξαρτήτως της αξίας και της ουσίας που μπορεί να έχει. Και ο άλλος: Στυλ είναι ο τρόπος να λέμε ή να κάνουμε κάτι, διαφοροποιημένοι από την ουσία του πράγματος.Κλειδί και στους δυο ορισμούς η λέξη ουσία και, εν προκειμένω, η απουσία της. Ας το κρατήσουμε αυτό.
Συστημικό δημιούργημα Κύριο χαρακτηριστικό των θυμάτων του Lifestyle είναι η ομοιότητα μεταξύ τους: Το γεγονός ότι όλοι σχεδόν είναι ίδιοι, ακόμα και εξωτερικά- ενδυματολογικά, επικοινωνιακά, καταναλωτικά- μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, σαν ομάδα-αγέλη καλυτέρα-, είναι ένα συστημικό δημιούργημα μιας κουλτούρας, που τους έπλασε, δίκην κλώνου, και τους κατηύθυνε, βήμα βήμα, εξ’ απαλών ονύχων. Πρόκειται, αυτόχρημα, για μια γελοιογραφική και ταυτόχρονα τραγική, μορφή λεηλατημένου ανθρώπου.Πως εξηγείται, λογικά πλάσματα εμείς, κορωνίδα της φύσεως όπως αυτοθαυμαζόμαστε, να καταντάμε όντα αγρίως μιμητικά, σαν τους προγόνους μας τους πιθήκους, πλην με φωνή παπαγάλου και επιπλέον με χαμαιλεόντειο γνώρισμα χρωματικής εναλλαγής, ώστε να προσαρμοζόμαστε στο εκάστοτε ρεύμα; Υπάρχει μια απάντηση: Κάτω από τη νέα τάξη πραγμάτων, η νέα Πολιτική, βολικότατα, βάπτισε την αδιαφορία της για τον μέσο άνθρωπο ως ελευθερία των ατόμων ή των ομάδων και τους εγκατέλειψε, έρμαιο στις δόλιες προτάσεις και διαθέσεις της σαγηνευτικής αγοράς. Στα νύχια των μισθοφόρων-διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οι οποίοι ανήγαγαν την ατομική, μέσω της κατανάλωσης, διάκριση, ως κύριο στοιχείο ταυτότητας του καταναλωτή. Ταυτίζοντας, εν προκειμένω, την ευπρέπεια με την καλοπέραση… “Ρώτησαν το λίγο: ‘που πάς’ και αυτό απάντησε ‘κοντά στο πολύ’”, λέει μια παροιμία. Αυτό οι επικοινωνιολόγοι και οι διαφημιστές το παρέλαβαν, το εκμεταλλεύθηκαν και το ανήγαγαν σε σημαία του καταναλωτισμού: “στην εξύψωση των ιδιοτροπιών κάποιων σε ανάγκες για όλους”(…) Kαι δεν αναφερόμαστε, βέβαια, μόνο στους νεόπλουτους, αρχοντοχωριάτες, ιεροφάντες της διαπλοκής, που συναγελάζονται μαϊμουδίζοντας μαζικά στη Μύκονο. Αλλά και στους, από κοντά, εξοικειωμένους και μολυσμένους μιμητές, μεσοαστούς μας, για τους οποίους το δίπτυχο μιμητική – ανταγωνιστική συμπεριφορά καθορίζει το κοινωνικό τους φέρεσθαι. Βυθίζοντας εαυτούς όλο και πιο βαθιά στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Μια διάκριση από τον Τ.Σ.Έλιοτ Μια ουσιώδης διάκριση ανάμεσα στον επαρχιωτισμό του τόπου και στον επαρχιωτισμό του χρόνου, από τον Τ.Σ.Έλιοτ, έχει εδώ τη θέση της: Ο πρώτος καλά ριζωμένος, μπορεί να δώσει πλούσιους πολιτισμικούς καρπούς. Ο δεύτερος, από γεννησιμιού του ανιστόρητος και ξερίζωτος, γίνεται απλώς μιμητικός, τουτέστιν άγονος. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην Ελλάδα των τελευταίων ετών, όπου όλοι, λίγο-πολύ, είμαστε επαρχιώτες που θέλουν να φιγουράρουν ως πρωτευουσιάνοι ή, εσχάτως, ως Ευρωπαίοι. Ιδιότητα που μπορεί να συνδέει ή να χωρίζει τις δυο κατηγορίες: η ευπρέπεια. Μια ιδιότητα που ενώ ορίζεται δύσκολα αναγνωρίζεται εύκολα. Ο,τι ακριβώς, κατ’ αναλογία, ισχύει για τον καλλιεργημένο άνθρωπο, αυτόν που δεν διακρίνουμε ότι έχει σπουδάσει όταν έκανε σπουδές και που δεν διακρίνουμε ότι δεν έχει σπουδάσει όταν δεν έχει κάνει σπουδές. (Γιώργου Κωστούλα)