Σε καταγγελία του προς την υπουργό Τουρισμού κα Ό. Κεφαλογιάννη, ο Σύλλογος των Υπαλλήλων του Υπουργείου Τουρισμού, τονίζει ότι την κατηγορεί, μεταξύ άλλων, για θέματα που άπτονται της λειτουργίας των καζίνο, αλλά και για τη διαθεσιμότητα υπαλλήλων του υπουργείου.
Ο Σύλλογος των Υπαλλήλων του Υπουργείου Τουρισμού καταγγέλλει την υπουργό κα Όλγα Κεφαλογιάννη για:
– Την αδιάλλακτη εφαρμογή αντιδημοκρατικών πολιτικών που καταλύουν την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης σε βάρος των εργαζομένων του φορέα του τουρισμού, επιλέγοντας τη διαθεσιμότητα 42 υπαλλήλων μονίμων και ΙΔΑΧ του Υπουργείου Τουρισμού, από την επιστροφή εκατομμυρίων ευρώ ή τη δήμευση των περιουσιών όσων ευθύνονται για την κατασπατάληση δημοσίου χρήματος τα προηγούμενα χρόνια. Η οικονομική επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου για την εξόφληση των οφειλών που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα πραγματοποιήθηκε σε μια εξαετία, γεγονός που μαρτυρά το απείρως μεγαλύτερο οικονομικό μέγεθος, σε σύγκριση με το σημερινό ισοδύναμο των μισθών των 42 υπαλλήλων που έθεσε σε διαθεσιμότητα. Η υπουργός εφαρμόζει πολιτικές που ωφελούν το Κεφάλαιο και τους υποστηρικτές του, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι επιτρέπει την ατιμωρησία αυτών που δεν επέλυσαν τα αναρίθμητα λιμνάζοντα θέματα και υπάρχοντα προβλήματα, όπως εκείνα της Διεύθυνσης Εποπτείας Καζίνο, της οποίας την αρμοδιότητα και μέρος των υπαλλήλων της ξεφορτώθηκε ως «αμάρτημα», αντί να ανατρέψει τις άθλιες πολιτικές επιλογές και πρακτικές που υπηρετεί μέχρι σήμερα. Εκείνες τις πολιτικές που επέτρεψαν να ανέρχονται τα διαφυγόντα κέρδη σε εκατομμύρια ευρώ και την αγορά να λειτουργεί ανεξέλεγκτα, με τις υπηρεσίες να μην εισαγάγουν σύγχρονους θεσμούς και όργανα για τη ρύθμιση της αγοράς παιγνίων και να μην ενεργούν για:
– την επανεξέταση των συμβάσεων, μεταξύ του Δημοσίου και των εννέα επιχειρήσεων των καζίνο,τη μη αδειοδότηση ενός και μόνο καζίνο (βλ. Καζίνο Φλώρινας) που από το 1995 αναμένει την άδεια λειτουργίας του και το οποίο, μετά τη δικαίωση του από τα Ελληνικά Δικαστήρια, αποζημιώνεται από το Ελληνικό Δημόσιο με ποσά που προφανώς ξεπερνούν τα υποτιθέμενα κέρδη του, εάν βρισκόταν σε λειτουργία,
– τη μη εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας – εδώ και δέκα πέντε χρόνια και μέχρι σήμερα – για την ενιαία τιμή του εισιτηρίου εισόδου στα καζίνο, ώστε να έχουν αποδοθεί τα αναλογούντα στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με την απόφαση των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων. Στα οποία, σημειώστε ότι, ανέτρεξαν οι ανταγωνιστές – επιχειρηματίες των καζίνο για τις μεταξύ τους οικονομικές διαφορές, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο όλα αυτά τα χρόνια είχε το ρόλο του θεατή, όπως κάνει και σήμερα που δεν διεκδικεί το οφειλόμενο ποσό των 200.000.000 ευρώ περίπου υπέρ του, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Επίσης, για το γεγονός ότι, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί ο αριθμός των υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα από το Υπουργείο Τουρισμού, δεν εξαίρεσε τρίτεκνους και υπάλληλους που αντιμετωπίζουν αποδεδειγμένα σοβαρά προβλήματα υγείας, υπογραμμίζοντας την κοινωνική της αναλγησία. Επέλεξε, επιπλέον, να θέσει στη δοκιμασία της απόλυσης σαράντα δύο υπαλλήλους, με δικαίωμα υπογραφής (βλ. Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα), γεγονός που σημαίνει ότι, κάθε ένας από αυτούς έφερε την ευθύνη των διοικητικών του πράξεων, αντί των 51 συνεργατών που δεν έχουν δικαίωμα υπογραφής εγγράφων και άρα δεν φέρουν καμία ευθύνη, αλλά ούτε και διαθέτουν πολυετή εμπειρία στο αντικείμενο του τουρισμού. Επέλεξε, έτσι, να συντηρήσει το φαινόμενο του πελατειακού κράτους με την επιμήκυνση της εργασιακής ‘ομηρίας’ των πενήντα ενός υπαλλήλων, ώστε να είναι διαρκώς εξαρτώμενοι από τις εντολές και τις αποφάσεις των κομμάτων της συγκυβέρνησης, αντίθετα με τους ισχυρισμούς της περί του αντιθέτου.
Οι πενήντα ένας (51) προαναφερόμενοι υπάλληλοι προκύπτουν από τους:
α) είκοσι δύο (22) συνεργάτες της, που προστέθηκαν στους ήδη πέντε (5) υπηρετούντες στο Υπουργικό της γραφείο, το οποίο είχε συσταθεί με την από 06.07.2012/2095 σχετική Απόφαση, εξαντλώντας το χρηματικό όριο του κωδικού, προκειμένου να πιστωθούν οι αμοιβές τους.
β) είκοσι τέσσερις (24) μετακλητούς υπαλλήλους του Γενικού Γραμματέα Τουριστικών Υποδομών και Επενδύσεων κου Ιωάννη Πυργιώτη, οι οποίοι προέρχονται από την (πρώην) Γενική Γραμματεία Ολυμπιακής Αξιοποίησης. Οι υπάλληλοι αυτοί, είχαν προσληφθεί σταδιακά, από το 1998 έως το 2003, για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων και μόνο, αλλά συνέχισαν να πληρώνονται για οκτώ επί πλέον ολόκληρα χρόνια μετά τη λήξη της σύμβασης τους (ΦΕΚ Α160/10-8-12) και παραμένουν στις θέσεις τους επιβαρύνοντας μέχρι και σήμερα το Ελληνικό Δημόσιοî.
Ο Σύλλογος καταγγέλλει, επίσης, την υπουργό για:
– Την πολιτική της αλαζονεία, αποτέλεσμα της οποίας είναι η λήψη αποφάσεων που δε στοχεύουν σε ένα Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για τον Τουρισμό στην υπηρεσία του πολίτη, του εργαζόμενου και της επιχειρηματικότητας.
– Την περιφρόνηση που έχει επιδείξει απέναντι σε έγγραφα και προφορικά διαβήματα του Συλλόγου Υπαλλήλων του Υπουργείου Τουρισμού. Με τον οποίο δε διαβουλεύτηκε ούτε μια φορά από την ημερομηνία ανάληψης της θέσης ευθύνης της στο Υπουργείο Τουρισμού και για κανένα από τα ζητήματα που αναφέρονταν είτε σε υπομνήματα είτε σε καταγγελίες του Συλλόγου, ακόμη και όταν επρόκειτο για θέματα υγιεινής και ασφάλειας του προσωπικού. Προκαλεί εντύπωση ωστόσο, η απαίτηση από κάθε συμβαλλόμενη εταιρεία καθαρισμού, τα τελευταία τέσσερα χρόνια (2011-2014), να μην μεταβάλλεται το προσωπικό που επιμελείται αποκλειστικά το γραφείο της υπουργού.
– Τη μη στήριξη της εφαρμογής πολιτικών για την εναρμόνιση ανάμεσα στην επαγγελματική και την ιδιωτική-οικογενειακή ζωή των υπαλλήλων, καθώς δεν υιοθετεί, για παράδειγμα, την ιδέα δημιουργίας παιδικού σταθμού για τα παιδιά των υπαλλήλων.
– Τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης επί ομοίων περιπτώσεων, όπως της κατ‘επιλογή έκδοσης απόφασης σε θέματα που αφορούν είτε τις υπηρεσιακές μεταβολές υπαλλήλων (μετάταξη από κλάδο σε κλάδο) του φορέα και ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, είτε τις μετακινήσεις υπαλλήλων σε άλλες Δ/νσεις.
– Την αδιαφορία και την αδράνειά της ως προς τη διευκόλυνση του Συλλόγου στο θέμα της εθελοντικής αιμοδοσίας, αποδεικνύοντας ότι δεν λαμβάνει υπόψη της κανένα διάβημα, όπως των επισυναπτόμενων επιστολών του Εθνικού Κέντρου Αναφοράς Αιμ/κών Διαθέσεων του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών ‘Λαϊκό’, αλλά και πρότασης για τη διάθεση άλλου κατάλληλου χώρου στο ισόγειο του κτιρίου. Το αποτέλεσμα αυτής της αδράνειας ήταν η μεταφορά του διατιθέμενου μέχρι σήμερα χώρου αιμοληψιών σε νέο χώρο, ο οποίος είναι ακατάλληλος για την πραγματοποίησή τους.