Του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο δρόμος για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας περνά μέσα από την προσέλκυση επενδύσεων. Η τόνωση της επιχειρηματικότητας θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Αναγκαία προϋπόθεση για την επένδυση κεφαλαίων στην αγορά είναι η ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας. Επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας και αξιόπιστο επιχειρηματικό περιβάλλον αποτελούν βασικές παραμέτρους του οδικού χάρτη εξόδου της Ελλάδας από την κρίση.
Οι βασικές αρχές του οικονομικού προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας, όπως παρουσιάστηκαν στη ΔΕΘ, στηρίζουν την επιχειρηματικότητα με εξειδικευμένες προτάσεις και κίνητρα.
Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στο διεθνές περιβάλλον είναι προτεραιότητα της πολιτικής μας. Ενθαρρύνουμε τις επιχειρηματικές επενδύσεις σε συγκεκριμένες κατηγορίες παγίων, που στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής μας βάσης.
Προχωρούμε σε ουσιαστικές παρεμβάσεις, που επιτρέπουν την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η μείωση του φόρου στην ενέργεια για τη βιομηχανία.
Λαμβάνουμε θεσμικά μέτρα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, εστιάζοντας στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Η αύξηση της αποδοτικότητας του Δημοσίου καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στο κυβερνητικό μας πρόγραμμα. Η αναμόρφωση της λειτουργίας του κράτους θα επιτευχθεί με μείωση των διοικητικών βαρών και ταυτόχρονη απλοποίηση των διαδικασιών.
Στη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος θα συμβάλει σημαντικά η Δικαιοσύνη, εφόσον εξασφαλιστεί ότι λειτουργεί απρόσκοπτα, ελεύθερα και αποτελεσματικά.
Η Ελλάδα χρειάζεται επιχειρήσεις που επενδύουν και καινοτομούν. Επιχειρήσεις που δημιουργούν δουλειές, πληρώνουν σωστά, ασφαλίζουν και εκπαιδεύουν το προσωπικό τους. Επιχειρήσεις που καταβάλλουν με συνέπεια λογικούς φόρους και εισφορές.
Επιχειρήσεις που επιδιώκουν την εξωστρέφεια, που σέβονται το περιβάλλον, επενδύουν στο ψηφιακό μέλλον και παρακολουθούν τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.
Αυτά είναι, επιγραμματικά, τα πρώτα βήματα στον οδικό χάρτη εξόδου της Ελλάδας από την κρίση. Είναι σημαντικό να υλοποιηθούν μεθοδικά, αποφασιστικά και δίχως καθυστέρηση.
Η καταπολέμηση της ανεργίας είναι κομβικής σημασία για τη Νέα Δημοκρατία. Οι παράπλευρες απώλειες που επιφέρει η ανεργία επηρεάζουν όλα τα μεγέθη και τις δομές της οικονομίας.
Το αδρανές εργατικό δυναμικό, με την πάροδο του χρόνου, γίνεται χαμηλότερης ποιότητας, προσελκύει χαμηλότερο ποιοτικά κεφάλαιο, αποδίδει χαμηλότερους μισθούς, χαμηλότερες εισφορές και φόρους. Συντελεί στη διαρκή οπισθοχώρηση του βιοτικού επιπέδου.
Η μείωση της ανεργίας θα έλθει μέσα από νέες δουλειές, που θα προκύψουν από νέες επενδύσεις. Η χώρα έχει επιτακτική ανάγκη από μια επενδυτική έκρηξη 100 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία. Ένα τέτοιων διαστάσεων επενδυτικό σοκ θα προκύψει μόνο σε ένα περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας, με μια αξιόπιστη κυβέρνηση στο τιμόνι της Ελλάδας.
Μια κυβέρνηση που υλοποιεί τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, μειώνει φόρους, αυξάνει τη ζήτηση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Μια κυβέρνηση που δεν φοβάται το πολιτικό κόστος και οδηγεί την Ελλάδα στη βιώσιμη και παρατεταμένη ανάπτυξη.
Σχεδιάζουμε με κοστολογημένες αλλαγές να πετύχουμε 4% ετήσια αύξηση του ΑΕΠ. Η αύξηση αυτή θα αποδώσει τουλάχιστον 120.000 νέες θέσεις εργασίας τον χρόνο, και κάθε χρόνο, για μία πενταετία.
Αυτές είναι οι πραγματικές δυνατότητες της χώρας σήμερα. Αυτός είναι ο στόχος που έχουμε θέσει για την Ελλάδα. Και είναι απολύτως εφικτός, μέσα από την εφαρμογή του κυβερνητικού μας προγράμματος.
Το κυβερνητικό μας πρόγραμμα διασφαλίζει ότι η αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% ετησίως δεν αφήνει κανέναν πίσω. Το μέρισμα ευημερίας είναι για όλους. Ιδιαίτερα αφορά στους συμπατριώτες μας που διαθέτουν δεξιότητες και σήμερα βλέπουν ότι αυτές δεν αξιοποιούνται ούτε στο ελάχιστο.
Αν είχαμε τη δυνατότητα να θέσουμε το πρόγραμμά μας άμεσα σε εφαρμογή, το 2021 θα πετυχαίναμε σωρευτικά αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 50 δισ. ευρώ, ενώ η ανεργία θα έτεινε προς μονοψήφιο αριθμό.
Οι πολίτες θα έβλεπαν αμέσως τη διαφορά στην τσέπη τους. Θα αισθάνονταν το “κάθε φέτος και καλύτερα”. Θα έπαυαν να νιώθουν αλλά και να είναι κυνηγημένοι από το ίδιο τους το κράτος. Θα ένιωθαν το κράτος συμπαραστάτη, αρωγό, όχι τιμωρό των προσπαθειών τους για ένα καλύτερο αύριο.
Ο κύκλος της αλλαγής περιλαμβάνει μια δέσμη μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός του φορολογικού συστήματος, με τρόπο κοστολογημένο, όπως παρουσιάσαμε στη ΔΕΘ.
Η υπερφορολόγηση που η τωρινή κυβέρνηση επέλεξε να επιβάλει πρέπει να σταματήσει άμεσα. Πρέπει να αντικατασταθεί από ένα ριζικά διαφορετικό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με λιγότερους φόρους, λιγότερες δαπάνες και αποτελεσματικότερο κράτος.
Κάναμε εμείς το πρώτο, κοστολογημένο βήμα. Ανακοινώσαμε τη μείωση 30% στον ΕΝΦΙΑ. Τη δραστική μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις στο 20%, από 29%. Τον υποτριπλασιασμό του φόρου μερισμάτων στο 5%, από 15%. Την κατάργηση του ΕΦΚ στο κρασί και την επαναφορά του ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια στο 13%, από 24%, στηρίζοντας την πρωτογενή παραγωγή. Την αύξηση του ορίου υπαγωγής στον ΦΠΑ στα 25.000 ευρώ, από 10.000 ευρώ σήμερα.
Η μείωση των φόρων που προτείνουμε επιφέρει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε ιδιωτική κατανάλωση, επενδύσεις, εξαγωγές και ρευστότητα. Όλα αυτά, μαζί με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, θα επιφέρουν το αναγκαίο σοκ που χρειάζεται η οικονομία για να ξυπνήσει από το κώμα.
Το επόμενο βήμα για την τόνωση της επιχειρηματικότητας αφορά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων σταδιακά, σε βάθος της πενταετίας.
Η μείωση του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% στο 2% του ΑΕΠ, μετά το 2018, θα απελευθερώσει ετήσιο δημοσιονομικό περιθώριο 2,6 δισ. ευρώ περίπου. Το ποσό αυτό επαρκεί για να καλύψει τη μείωση άμεσων φόρων, του ΦΠΑ και των ασφαλιστικών εισφορών.
Συχνά, έχω ερωτηθεί εάν αυτό είναι κάτι που θα το επιτρέψουν οι πιστωτές μας.
Η απάντηση μου είναι τρία ηχηρά “ναι”.
– Ναι, εφόσον οι πόροι που εξοικονομούνται επενδύονται στην πραγματική οικονομία και αποδίδουν πολλαπλασιαστικά οφέλη.
– Ναι, εφόσον εξασφαλίζεται δημοσιονομική συνέπεια στο πλαίσιο ριζικής αναδιανομής μέρους των εσόδων υπέρ της μισθωτής εργασίας.
– Και, ναι, εφόσον το μέτρο προτείνεται εμπεριστατωμένα από μια αξιόπιστη κυβέρνηση, που πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις.
Ο λόγος που οι εταίροι και πιστωτές δεν θέλουν να ακούνε κουβέντα σήμερα για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι το έλλειμμα αξιοπιστίας που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση.
Η οικονομική ασφυξία της χώρας, η χρηματοδότησή της με το σταγονόμετρο είναι αποτέλεσμα της κυβερνητικής αναξιοπιστίας. Οι εταίροι μας δεν έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους Έλληνες. Οι εταίροι μας έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση.
Οι θεσμοί θα εμπιστευτούν μόνο μια αποφασισμένη, συνεπή κυβέρνηση, που διαθέτει και θέλει να εφαρμόσει ένα εμπεριστατωμένο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Ένα πρόγραμμα συνεκτικό, μελετημένο και πειστικό. Ένα πρόγραμμα εθνικό. Ένα πρόγραμμα “made in Greece”.
Αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του προγράμματος είναι η εξασφάλιση ρευστότητας.
Πρέπει πάση θυσία να ανοίξουν πάλι οι “βρύσες” της διοχέτευσης πόρων στην αγορά. Αυτό απαιτεί την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, που υπέστη τεράστια χτυπήματα από τη φυγή κεφαλαίων και τους κεφαλαιακούς ελέγχους.
Όσοι έχουν τα λεφτά τους σε σεντούκια ή στο εξωτερικό πρέπει να πιστέψουν πως η σταθερότητα στην ελληνική οικονομία επιστρέφει. Μόνο τότε θα επιστρέψουν και οι ίδιοι τα χρήματά τους στις ελληνικές τράπεζες χωρίς φόβο.
Η ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας και η παροχή ρευστότητας είναι προϋποθέσεις ανάπτυξης της οικονομίας. Όμως η έξοδος από τον φαύλο κύκλο της κρίσης απαιτεί μια συλλογική συνειδητοποίηση ότι η επιχειρηματικότητα είναι το “κλειδί” της λύσης.
Η Νέα Δημοκρατία είναι έτοιμη να θέσει τη χώρα σε τροχιά οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης.
Είμαι πεπεισμένος ότι η Ελλάδα μπορεί να μεταβεί από το σημερινό μοντέλο διανομής φτώχειας στο αυριανό μοντέλο παραγωγής πλούτου. Να γίνει μια Ελλάδα που εκμεταλλεύεται τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα και δημιουργεί ευκαιρίες για όλους. Αυτή την Ελλάδα είμαστε έτοιμοι να υπηρετήσουμε.
Βασικός στόχος είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας. Η αποχή από τον εργασιακό βίο απαξιώνει τις δεξιότητες και καταστρέφει το απόθεμα ειδίκευσης του εργατικού δυναμικού της χώρας.