Δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηρίσουμε τη στιγμή ιστορική. Η τελευταία φορά που ένας Ελληνας είχε ανέβει στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης ήταν το 1960, στην τελευταία, πριν από τον αδόκητο χαμό του λίγους μόλις μήνες αργότερα, εμφάνιση του εμβληματικού Δημήτρη Μητρόπουλου στη Νέα Υόρκη. Το βράδυ της Πέμπτης 20 Οκτωβρίου, στο Λίνκολν Σέντερ του Μανχάταν, φαίνεται ότι ήρθε και πάλι το πλήρωμα του χρόνου και ο Λεωνίδας Καβάκος ανέλαβε να διευθύνει την ιστορική ορχήστρα.
Ο Καβάκος, παρά το ότι εδώ και πολλά χρόνια αναλαμβάνει αυτό τον ρόλο, δεν είναι κατά κύρια ιδιότητα μαέστρος και κέρδισε αυτή τη μεγάλη τιμή και ταυτόχρονα ευκαιρία όχι μέσω της τυπικής σταδιοδρομίας ενός αρχιμουσικού, αλλά μέσω της σπουδαίας πορείας του ως σολίστας του βιολιού, η οποία τον φέρνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια τακτικά στη Νέα Υόρκη. Και όσο κι αν μια τόσο μεγάλη καλλιτεχνική πορεία είναι αναγκαστικά μοναχική και αποτέλεσμα μιας πολύ επίπονης προσωπικής προσπάθειας, ανάμεσα στους Ελληνες ακροατές στο Λίνκολν Σέντερ υπήρχε σίγουρα και ένα αίσθημα περηφάνιας. Οικειότητα υπήρχε και μεταξύ του Καβάκου και των μουσικών της Φιλαρμονικής, οι οποίοι τον υποδέχθηκαν με χαμόγελα και αγκαλιές κατά την είσοδό του στην αίθουσα.
Η συναυλία ξεκίνησε με ένα έργο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, το Κοντσέρτο για Βιολί σε Ρε ελάσσονα, με τον Καβάκο στον διπλό ρόλο του σολίστα και μαέστρου. Και ενώ ήδη ο διπλός αυτός ρόλος δημιουργεί πολλές δυσκολίες, ο Ελληνας σολίστας ανέβασε ακόμα περισσότερο τον πήχυ, επιλέγοντας εξαιρετικά γρήγορα τέμπι, με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν και κάποιες μικρές αστοχίες τόσο στο σολιστικό κομμάτι, όσο και στη συνεννόηση με τους άλλους μουσικούς.
Κοντράστ προσεγγίσεων
Η προσέγγιση του Ελληνα σολίστα στο έργο του Μπαχ δείχνει να είναι πιο παραδοσιακή, φαίνεται να μην ακολουθεί πιστά την κρατούσα στην εποχή μας λεγόμενη «ιστορική» προσέγγιση στην εποχή του Μπαρόκ, αλλά να εγείρει την αξίωση να συνομιλεί απευθείας με την παράδοση. Αντίθετα, οι μουσικοί της ορχήστρας, αν και με διακριτικό βιμπράτο, βρίσκονταν εγγύτερα στο πνεύμα της νέας προσέγγισης, δημιουργώντας έτσι ένα κοντράστ προσεγγίσεων, κάτι που βέβαια επέτεινε και ο ήχος του τσέμπαλου, με σολίστα τον Paolo Bordignon.
Ομως, παρά τις όποιες μικροενστάσεις, ο Καβάκος έδειξε και πάλι την ιδιαίτερη σχέση που έχει με το έργο του Μπαχ σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής και βιρτουοζικών ικανοτήτων στο σολιστικό, για την οποία άλλωστε διακρίνεται, στο δαιμονιώδες τέμπο που όπως προαναφέραμε επέλεξε. Τα αργά μέρη αποδόθηκαν πολύ ευαίσθητα, με την επικοινωνία του σε αυτά με τους μουσικούς της Φιλαρμονικής ιδιαίτερα το πρώτο βιολί και τον εξάρχοντα των τσέλι να δημιουργούν σε ορισμένα σημεία μια καθηλωτική ατμόσφαιρα.
Ακολούθησε ένα έργο από τον 20ό αιώνα, η Berceuse élégiaque του Φερούτσιο Μπουσόνι, το οποίο ο Καβάκος είχε διευθύνει και στην Αθήνα τον Μάιο που μας πέρασε με την Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας. Σε μια εισαγωγική ομιλία του που μεταδόθηκε από τη Φιλαρμονική διαδικτυακά πριν από τις συναυλίες, ο Καβάκος εξήγησε τον λόγο που επέλεξε αυτό το έργο, αφού είναι μεν ένα ρομαντικό ή σωστότερα μεταρομαντικό έργο, όπως ο Σούμαν που το ακολουθεί στο πρόγραμμα, αλλά ο συνθέτης του έχει επηρεαστεί από το έργο του Μπαχ που προηγήθηκε. Με αργά τέμπι που επέτρεψαν στους μουσικούς των ξύλινων πνευστών και των εγχόρδων να ξετυλίξουν τις εκφραστικές τους αρετές, ο Καβάκος παρουσίασε μια μυσταγωγική ερμηνεία του σύντομου μελαγχολικού κομματιού, το οποίο είχε εντάξει στο ρεπερτόριο της Φιλαρμονικής το 1911, δύο μόλις χρόνια μετά τη συγγραφή του ο τότε αρχιμουσικός της, γνωστός και ο ίδιος για τα πολύ εκφραστικά αργά μέρη, Γκούσταβ Μάλερ!
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας παρουσιάστηκε η Δεύτερη συμφωνία σε Ρε μείζονα του Ρόμπερτ Σούμαν. Στην αρχή του έργου τον πολύ εκφραστικό ήχο των εγχόρδων κάλυπταν τα πολύ δυνατά χάλκινα πνευστά.
Στην πορεία του πρώτου μέρους τα τεχνικά μικροπροβλήματα ξεπεράστηκαν με τον Καβάκο να έχει τον έλεγχο της ορχήστρας. Σε ορισμένα σημεία η λυρική ροή φαινόταν να μην είναι η επιθυμητή, δημιουργώντας μια αίσθηση στατικότητας, όμως γενικά καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας η ορχήστρα έπαιζε πολύ εκφραστικά, με τα έγχορδα να διακρίνονται για τον «όγκο» και το ιδιαίτερο πάθος τους!
Το σκέρτσο ήταν γρήγορο, με έμφαση στις λεπτομέρειες, ισορροπία μεταξύ των γκρουπ των οργάνων, ενέργεια και ζωντάνια, ενώ στο αργό μέρος ο Καβάκος δημιούργησε σε μια έντονα προσωπική προσέγγιση, με αργά τέμπι, μία μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Αυτά τα δύο μέρη, μαζί με το πολύ προσεγμένο έντονο φινάλε της συμφωνίας, ήταν τα κορυφαία σημεία της ερμηνείας του Καβάκου, ο οποίος απέδωσε τα εύσημα στους μουσικούς της ορχήστρας κατά τη διάρκεια του χειροκροτήματος.
Ερμηνευτική ανάγκη
Ο αναμφίβολα κορυφαίος αυτή τη στιγμή Ελληνας μουσικός έχει εκφράσει σε συνεντεύξεις του στο παρελθόν πολλές φορές τον λόγο για τον οποίο γοητεύεται από τη διεύθυνση της ορχήστρας. Αισθάνεται την ανάγκη να ερμηνεύσει σπουδαία έργα συνθετών, τα οποία δεν είναι γραμμένα για σόλο βιολί, με μερικούς σπουδαίους συνθέτες μάλιστα να μην έχουν σχεδόν καθόλου τέτοια έργα, μεταξύ πολλών άλλων, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί συχνά ο Καβάκος, ο Αντον Μπρούκνερ. Από την άλλη μεριά, αυτή των ορχηστρών ή του κοινού και παρά τις όποιες ενστάσεις, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το να έχουν στο πόντιουμ κάποιον με τόσο βαθιά ερμηνευτική ματιά στην κλασική παράδοση από μια διαφορετική προσέγγιση.
Στην πορεία της εξέλιξης του Καβάκου ως αρχιμουσικού είμαστε πεπεισμένοι ότι με την αφοσίωση στην τέχνη που τον διακρίνει θα υπάρξει και πλήρης εναρμόνιση μεταξύ των «θέλω» της βαθύτατης ερμηνευτικής προσέγγισής του πάνω στα μεγάλα έργα, η οποία έχει έντονα προσωπικό χαρακτήρα και είναι πάντα ιδιαίτερη, πλούσια σε ιδέες και πολύ ενδιαφέρουσα και της απόλυτης εκπλήρωσής τους στο ορχηστρικό αποτέλεσμα, ώστε να είναι αυτό αντάξιο της σπάνιας μουσικότητας ενός πραγματικά σπουδαίου καλλιτέχνη.
Αναμένουμε με ανυπομονησία τις επόμενες εμφανίσεις. Η χρονιά του Λεωνίδα Καβάκου στη Νέα Υόρκη μόλις ξεκίνησε!
56 χρόνια μετά
Το David Geffen (παλιότερα γνωστό ως Avery Fisher) Hall δεν υπήρχε καν το 1960. Η διακεκριμένη ιστορικός Barbara Haws, που ήρθε στη συναυλία για να ακούσει τον Καβάκο, επί δεκαετίες διευθύντρια του Αρχείου της Φιλαρμονικής, μας επιβεβαίωσε ότι απ’ όσο και η ίδια μπορεί να γνωρίζει, δεν έχει ανέβει ενδιάμεσα κάποιος άλλος Ελληνας στο πόντιουμ της ορχήστρας. Ομως, το 2013 και το 2014 αυτή η τιμή έγινε σε έναν ομογενή, τον Κωνσταντίνο Κιτσόπουλο!
Καθημερινή