Το χρυσό μετάλλιο στην υπερκατανάλωση αντιβιοτικών κατέκτησε ακόμα μία χρονιά η Ελλάδα (31,6 DDD), με τις Ρουμανία (33,3 DDD) και Κύπρο (31,1 DDD) να κατακτούν το δεύτερο και τρίτο σκαλί του βάθρου, αντίστοιχα. Αυτό δείχνουν τα αποτελέσματα της τελευταίας έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) σχετικά με την ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά που παρουσιάστηκε την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες, με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα κατά των Αντιβιοτικών.
Το 2015, η κατανάλωση αντιβιοτικών στην κοινότητα (εκτός νοσοκομείων) κυμάνθηκε από 10,7% DDD (defined daily dose) στην Ολλανδία ως 36,1% DDD στην Ελλάδα, ποσοστό τριπλάσιο και μεγαλύτερο συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Την ίδια ώρα, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος βρίσκεται κάπου στη μέση (22,4% DDD). Κατά τη διάρκεια της τετραετίας 2011-2015, η κατανάλωση αντιβιοτικών εκτός νοσοκομείων δεν παρουσίασε σημαντικές αυξητικές ή πτωτικές τάσεις στην πλειονότητα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όμως έξι χώρες παρουσίασαν σημαντική πτώση ενώ οι μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών παρέμειναν. Το ίδιο διάστημα, η κατανάλωση αντιβιοτικών στα νοσοκομεία δεν έδειξε κάποια αξιοσημείωτη διαφορά στο σύνολο της ΕΕ. Ωστόσο, σημαντικές διακυμάνσεις παρατηρήθηκαν σε αρκετές χώρες. Για παράδειγμα, η Δανία και η Μάλτα παρουσίασαν αυξητική τάση ενώ η Φινλανδία και το Λουξεμβούργο πτωτική.
Η απειλή των υπερβακτηρίων
Μπορεί η μείωση της κατανάλωσης αντιβιοτικών σε έξι χώρες να είναι ένα θετικό σημάδι που δείχνει μεγαλύτερη σύνεση στη χρήση τους, όμως η αυξημένη ανθεκτικότητα των υπερβακτηρίων στα νοσοκομεία είναι αυτό που ανησυχεί περισσότερο την Acting Director του ECDC δρ Αντρεα Αμον. Οπως εξηγεί μιλώντας προς «Το Βήμα»: «Είναι ένα σημαντικό πρόβλημα στα νοσοκομεία καθώς περιορίζονται σημαντικά οι επιλογές θεραπείας ασθενών που έχουν προσβληθεί από αυτά. Τέτοια βακτήρια μπορεί τελικά να γίνουν ανθεκτικά σε όλα τα υπάρχοντα αντιβιοτικά. Χωρίς αυτά θα επιστρέψουμε στην προ αντιβιοτικών εποχή, όπου οι μεταμοσχεύσεις, η χημειοθεραπεία, η νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας και άλλες ιατρικές διαδικασίες δεν θα είναι πλέον δυνατόν να γίνουν καθώς οι βακτηριακές λοιμώξεις θα εξαπλώνονται και δεν θα μπορούν να αντιμετωπίζονται, προκαλώντας τον θάνατο των ασθενών».
Τα αποτελέσματα επίσης δείχνουν ότι η αντίσταση των μικροβίων στα αντιβιοτικά συνεχίζει να αυξάνεται για τα περισσότερα βακτήρια, παρά τις συνεχόμενες καμπάνιες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης προς το κοινό για τις επιπτώσεις της αλόγιστης χρήσης τους. Την περασμένη χρονιά το μέσο ποσοστό αντίστασης των καρβαπενέμων στην Klebsiella pneumoniae αυξήθηκε από 6,2% το 2012 σε 8,1% το 2015. Μαζί με την κολιστίνη, οι καρβαπενέμες θεωρούνται αντιβιοτικά τελευταίας γραμμής, δεδομένου ότι συνήθως είναι οι τελευταίες επιλογές θεραπείας για τους ασθενείς που έχουν μολυνθεί με βακτήρια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά. Για αυτό οι ειδικοί αναφέρθηκαν ακόμα μία φορά στην επιτακτική ανάγκη σωστής εκπαίδευσης αλλά και άμεσης συμμόρφωσης ασθενών και ιατρών καθώς, όπως όλα δείχνουν, σε βάθος χρόνου ο αριθμός των ασθενών που θα πεθαίνουν λόγω λοιμώξεων με βακτήρια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά θα αυξηθεί δραματικά, 10 εκατομμύρια θάνατοι ετησίως ως το 2050.
Μάλιστα όπως ανακοίνωσε ο ευρωπαίος επίτροπος για την Υγεία και την Ασφάλεια των Τροφίμων, κ. Βίτενις Αντριουκαΐτις: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ξεκινήσει ένα νέο σχέδιο δράσης το επόμενο έτος, ώστε να μπορέσουμε μαζί με τους εταίρους μας στα κράτη-μέλη της ΕΕ αλλά και σε διεθνές επίπεδο να συνεχίσουμε να διασφαλίσουμε ότι η πρόληψη και ο έλεγχος της αντοχής στα αντιβιοτικά ενισχύεται μέσα σε μια προσέγγιση “one health“».
Οι ευθύνες του ιατρικού κόσμου
Τα στοιχεία του ECDC δείχνουν υψηλότερη κατανάλωση και αντίσταση στα αντιβιοτικά στις χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. «Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τα διαφορετικά ποσοστά αντίστασης, όμως δεν είναι πάντοτε δυνατό να προσδιοριστεί ο βαθμός που ο κάθε παράγοντας επηρεάζει το ποσοστό αντίστασης των βακτηριακών λοιμώξεων που παρατηρούνται σε μια χώρα» εξηγεί η κυρία Αμον. Και συμπληρώνει: «Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ της συχνότητας της χρήσης αντιβιοτικών στον πληθυσμό και του επιπέδου αντοχής σε αυτόν τον πληθυσμό. Αυτό ισχύει και για τις ευρωπαϊκές χώρες: όσο περισσότερο χρησιμοποιεί κανείς τα αντιβιοτικά τόσο μεγαλύτερη και η αντίσταση των λοιμώξεων σε αυτά. Ενας άλλος παράγοντας είναι οι διαφορετικές πρακτικές ελέγχου των λοιμώξεων οι οποίες σε συνδυασμό με την υψηλή συχνότητα χρήσης αντιβιοτικών είναι υπεύθυνες για τα υψηλά επίπεδα αντίστασης στα νοσοκομεία».
Εκεί υπεύθυνο είναι το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, το οποίο σε ένα νοσοκομείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση του κοινού και στην πρόληψη της υπερσυνταγογράφησης αντιβιοτικών. «Ο ρόλος του προσωπικού είναι διττός. Αφενός είναι υπεύθυνο για τη διασφάλιση της συνετής χρήσης των αντιβιοτικών και της εφαρμογής καλών πρακτικών ελέγχου των λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένης της υγιεινής των χεριών, και αφετέρου για τον έλεγχο και την απομόνωση των ασθενών με πολυανθεκτικά βακτήρια, προκειμένου να προληφθεί η εξάπλωσή τους σε άλλους ασθενείς» τονίζει η κυρία Αμον.
Το ECDC ανανεώνει τα εργαλεία του για τα νοσοκομεία που θα έχουν ως στόχο όχι μόνο όσους συνταγογραφούν αντιβιοτικά αλλά και όλους τους εργαζομένους υγειονομικής περίθαλψης που ασχολούνται με αυτά ώστε να διασφαλίζουν ότι χρησιμοποιούνται σωστά, με το υλικό να αναμένεται να κυκλοφορήσει το επόμενο έτος.
Πάντως τη δεδομένη στιγμή η συνετή χρήση των αντιβιοτικών είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος της πρόληψης της εμφάνισης και εξάπλωσης της ανθεκτικότητας, δεδομένου ότι η αντίσταση στα αντιβιοτικά (όπως αναφέρεται σε όλη την Ευρώπη) συνδέεται άμεσα με τη χρήση αντιβιοτικών. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνεται χρήση τους μόνο όταν πραγματικά χρειάζεται και οι ασθενείς θα πρέπει να ακολουθούν τις συστάσεις του γιατρού όσον αφορά τη δοσολογία, τον τρόπο και τον χρόνο χρήσης» σημειώνει η κυρία Αμον.
Ταυτόχρονα όμως η εφαρμογή σωστών πρακτικών ελέγχου των λοιμώξεων, περιλαμβανομένης της υγιεινής των χεριών και της απομόνωσης των ασθενών που έχουν μολυνθεί στα νοσοκομεία, είναι σημαντικό για να αποφευχθεί η εξάπλωση αυτών των ανθεκτικών βακτηρίων. Ενώ η ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών με νέους μηχανισμούς δράσης είναι ζωτικής σημασίας καθώς η αντίσταση των βακτηρίων στα αντιβιοτικά αναπόφευκτα κερδίζει χρόνο. «Την ίδια ώρα θα πρέπει η κάθε χώρα να εφαρμόσει ολοκληρωμένα συστήματα αναφοράς (τόσο επιδημιολογικά όσο και μικροβιολογικά) που θα μπορέσουν να παρέχουν δεδομένα για άμεσες ενέργειες αλλά και για αξιολόγησή τους σε εθνικό επίπεδο που θα επιτρέψουν διεθνείς συγκρίσεις» καταλήγει η κυρία Αμον.
Το ΒΗΜΑ