«Το 2017 θα είναι άλλη μια πολύ δύσκολη χρονιά, ίσως η δυσκολότερη για τις επιχειρήσεις και για τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας και της περιοχής μας», τονίζει σε συνέντευξή του προς την «δ» ο πρόεδρος του ΕΒΕΔ κ. Γιάννης Πάππου.
• Κύριε Πάππου, πέρασε ένας ακόμη δύσκολος χρόνος για την τοπική οικονομία και τις επιχειρήσεις . Με ποια συναισθήματα κλείνετε αυτόν τον κύκλο;
Στο ξεκίνημα μιας καινούργιας χρονιάς, θα ήθελα να μπορώ να περιγράψω μια κατάσταση σε ένα βαθμό καλύτερη από τα προηγούμενα, πρωτοφανώς δύσκολα χρόνια. Θα ήταν ένα αισιόδοξο μήνυμα για το μέλλον, που τόσο έχουμε ανάγκη σε κάθε νέα αρχή. Δυστυχώς για τα νησιά της Δωδεκανήσου, το 2016, στις τελευταίες μέρες του, μας επιφύλαξε το χειρότερο “δώρο”. Την εξαίρεση της Ρόδου και της Καρπάθου από την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ από 1ης Ιανουαρίου 2017. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω περισσότερο για το τι σημαίνει αυτό για την οικονομία της Δωδεκανήσου. Χάθηκε το μοναδικό μέτρο νησιωτικής πολιτικής που είχε απομείνει. Δύο χρόνια δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να προσπαθούμε να εξηγήσουμε στους κυβερνώντες, τι σημαίνει για την επιβίωση των νησιών μια τέτοια απόφαση. Δυστυχώς, οι προτάσεις μας δεν έγιναν δεκτές, σκεπτόμενοι το όποιο πολιτικό κόστος. Ας μην βιαστεί να πει κάποιος ότι πρόκειται μόνο για δύο νησιά. Στην πραγματικότητα, αφορά ολόκληρη τη Δωδεκάνησο. Όταν σχεδόν το σύνολο των νησιών της εξαρτώνται οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από τη Ρόδο, αντιλαμβάνεστε ότι η εξαίρεσή της, πλήττει το σύνολο της οικονομίας των Δωδεκανήσων και κυρίως των μικρών νησιών.
• Είναι μόνο οικονομικό το πλήγμα κ. Πάππου;
Όχι βέβαια! Υπάρχει το ηθικό αλλά και το κοινωνικό σκέλος αυτής της υπόθεσης. Η υποβάθμιση που υπέστησαν τα νησιά μας, είναι το χειρότερο όλων. Είναι απαράδεκτο μία νησιωτική χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να «εκτελεί» τη νησιωτικότητα. Μιλούμε για ανυπαρξία νησιωτικής πολιτικής πλέον. Με τις συγκριμένες πολιτικές αποφάσεις, όπως αντιλαμβάνεστε, εξομοιώνουν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων των νησιών μας, όπως της Καρπάθου και μικρότερων νησιών με αυτό των κατοίκων της Πλατείας Συντάγματος ή της Πλατείας Κολωνακίου.
• Σήμερα, η τοπική αγορά σε ποια κατάσταση βρίσκεται;
Το 2016 ήταν για την τοπική οικονομία και τις επιχειρήσεις των νησιών μας μια ακόμη πολύ δύσκολη χρονιά. Μπορεί να μην είχαμε την έντονη πολιτική και οικονομική αστάθεια, όπως το 2015, όμως οι καταστάσεις που διαμορφώθηκαν τότε, υποθήκευσαν και προεξόφλησαν ένα δύσκολο 2016. Οι συνθήκες που κρατούν για χρόνια καθηλωμένη την οικονομία, δεν άλλαξαν. Αντιθέτως, εντάθηκαν. Η συνεχιζόμενη υπερφορολόγηση και η έλλειψη ρευστότητας συνέχισαν να σφίγγουν τη θηλιά στο λαιμό των επιχειρήσεων. Η άπνοια όσον αφορά τις επενδύσεις δεν δημιούργησε κλίμα προσδοκώμενης ανάπτυξης , που θα επηρέαζε σημαντικά την ψυχολογία της αγοράς.
Στα Δωδεκάνησα, η κακή χρονιά για το επιχειρείν αποτυπώθηκε στα στοιχεία του Μητρώου του Επιμελητηρίου μας. Έκλεισαν συνολικά 705 επιχειρήσεις μέσα σε ένα χρόνο. Από αυτές, οι 617 ήταν ατομικές επιχειρήσεις. Σε σύγκριση με τον αριθμό νέων εγγραφών, 521 από την αρχή του χρόνου, οι επιχειρήσεις μειώθηκαν κατά 184. Δεν είναι απλοί αριθμοί. Κάθε λουκέτο , στερεί εισόδημα από οικογένειες και χρήματα από την αγορά.
Μια ακόμη επιβεβαίωση του αρνητικού κλίματος στην τοπική οικονομία ήταν και η περίοδος των εορτών. Η πρώτη φάση της εορταστικής περιόδου στη Ρόδο έκλεισε με μείωση των εισπράξεων κατά 30%. Το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων αυτών βγήκε εκτός Δωδεκανήσου από τα υποκαταστήματα αλυσίδων και πολυεθνικών. Οπότε η ζημιά στην τοπική οικονομία είναι πολλαπλάσια.
• Τουριστικά πάντως είχαμε μια πολύ καλή χρονιά. Γιατί αυτό δεν αποτυπώθηκε στην τοπική οικονομία;
Και βέβαια αποτυπώθηκε. Θα αντιστρέψω το ερώτημα και θα σας καλέσω να αναλογιστείτε τι θα είχε συμβεί στον τόπο μας, ποια θα ήταν τα οικονομικά αποτελέσματα, αν η σεζόν του 2016 είχε χαθεί, όπως διαφαινόταν στο τέλος του 2015, κυρίως λόγω του προσφυγικού και των πολιτικών εξελίξεων, που είχαν διαμορφώσει μια εντελώς αρνητική εικόνα για τη χώρα μας στο εξωτερικό. Η σεζόν του 2016 ξεπέρασε κάθε προσδοκία στις αφίξεις και το ίδιο προβλέπεται, εκτός απροόπτου, και για το 2017. Η υπερφορολόγηση είναι εκείνη που δεν αφήνει να αποτυπωθούν τα οικονομικά αποτελέσματα των καλών τουριστικών επιδόσεων. Από εκεί και πέρα, πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας και τις ιδιαίτερες συνθήκες που επιδρούν στον τουρισμό. Τα δύο τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει χώρα της Ευρώπης που να μην έχει ύφεση. Η αγοραστική δύναμη των επισκεπτών έχει μειωθεί σημαντικά.
• Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προβλέπει για το 2017 ανάπτυξη 2,7% και επιστροφή στις αγορές. Συμμερίζεστε αυτή την αισιοδοξία;
Σε καμία περίπτωση με τα σημερινά δεδομένα. Ο νέος προϋπολογισμός, προβλέπει νέα φορολογικά μέτρα που δεν πρόκειται να συμβάλουν στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ούτε είναι βέβαιο ότι θα εισπραχθούν, καθώς επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα έχουν εξαντλήσει τη φοροδοτική τους ικανότητα. Η αξιολόγηση από τους θεσμούς δεν έχει κλείσει ακόμη. Πρέπει να δούμε με ποιους όρους και ποιες προϋποθέσεις θα κλείσει. Διότι, αν υπάρξουν νέα προαπαιτούμενα νέες επιβαρύνσεις για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και τις επιχειρήσεις της χώρας, ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί. Σε κάθε περίπτωση, όσο η υπερφορολόγηση συνεχίζεται και όσο το πρόβλημα ρευστότητας παραμένει, το 2017 θα είναι άλλη μια πολύ δύσκολη χρονιά, ίσως η δυσκολότερη, για τις επιχειρήσεις και για τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας και της περιοχής μας.
• Προσφάτως εξαγγέλθηκε η δημιουργία Υπερταμείου Συνεπενδύσεων, για να υπάρξουν νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για τις επιχειρήσεις. Θα μπορούσε αυτό να λειτουργήσει θετικά στην προσπάθεια επιβίωσης των επιχειρήσεων;
Κάθε τι που έρχεται να στηρίξει την επιχειρηματικότητα, το χαιρετίζουμε κατ’ αρχήν ως θετικό. Από εκεί και πέρα όμως περιμένουμε να δούμε ποιοι θα είναι οι πραγματικά ωφελούμενοι. Θα είναι οι μικρομεσαίες, μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις ή θα είναι οι ξένοι επενδυτές που επενδύσουν στην Ελλάδα. Είμαι προς το παρόν επιφυλακτικός επειδή κατά καιρούς έχουν δημιουργηθεί πολλά ταμεία και υπερταμεία , αλλά δεν έχουμε δει αυτά τα χρήματα να περνάνε στην πραγματική οικονομία.
• Τι πρέπει να γίνει κατά την άποψή σας, ώστε να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος και ελληνική οικονομία να μπει επιτέλους σε τροχιά ανάπτυξης;
Μιλάμε πάντα για στοιχειώδεις πολιτικές επιλογές, που αν το πολιτικό προσωπικό της χώρας είχε τη θέληση να τις προχωρήσει από το 2010 ακόμη, η χώρα θα είχε αποφύγει αυτή την εφιαλτική εξαετία και τις βαρύτατες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της.
Ευχή μου για το 2017 είναι, επιτέλους, να δρομολογηθούν οι δράσεις και οι πρωτοβουλίες που θα δώσουν τέλος στα αδιέξοδα της οικονομίας και στην ταλαιπωρία της κοινωνίας , που έχει υποστεί τα πάνδεινα.
Κατά την εκτίμησή μου είναι ιδιαίτερα σημαντική η εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής, για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων. Χωρίς μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις, από εγχώρια και ξένα σχήματα, δύσκολα θα τονωθεί η οικονομία και η απασχόληση. Οι επενδύσεις είναι αυτές που θα συμβάλουν στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης απέναντι στη χώρα μας, καθώς και στην βελτίωση του ψυχολογικού κλίματος στην οικονομία. Χρειάζονται μέτρα αναπτυξιακά, τα οποία μακροπρόθεσμα θα δώσουν ώθηση στην παραγωγικότητα και στην ανταγωνιστικότητά μας.
• Ειδικά για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, τι θα πρέπει να γίνει;
Κατ’ αρχήν, μείωση των φορολογικών συντελεστών, για την οποία θα επιμένουμε, όσο η αύξηση της φορολογίας παραμένει η βασική πηγή εσόδων του κράτους και βασική αιτία που εμποδίζει την ανάκαμψη των επιχειρήσεων και της οικονομίας συνολικά. Πρέπει να υπάρξει έλεγχος της φοροδιαφυγής, μείωση της γραφειοκρατίας, γρήγοροι ρυθμοί στο θέμα της αδειοδότησης και επιτάχυνση της διαδικασίας διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με σκοπό την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα. Σημειώνω ότι το σχέδιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν έχει ακόμη τεθεί σε πλήρη εφαρμογή, με αποτέλεσμα να συντηρείται το καθεστώς ασφυξίας στην αγορά. Ενόψει του νέου έτους, η αγορά προσδοκά συνθήκες επιβίωσης και ανάπτυξης. Μακάρι να γίνει το 2017 η χρονιά που θα ξεκινήσει η πορεία σε καλύτερες μέρες.