«Οπως έχουν τα πράγματα σήμερα η ελληνική οικονομία θα δοκιμαστεί στα όρια της αντοχής της με μια ακόμα απότομη οικονομική διαταραχή («σοκ») που θα μπορούσε να προέλθει από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, ή από μια ανοιχτή πλέον σύγκρουση ΕΕ και ΔΝΤ», προειδοποιεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην τελευταία τριμηνιαία Εκθεσή του, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Πρόκειται για ένα κείμενο γεμάτο από εκτιμήσεις-προειδοποιήσεις για τους κινδύνους που εκγυμονούνται για τη χώρα και την οικονομία, όχι μόνο από τις εξελίξεις που καταγράφονται στο πλαίσιο της β’ αξιολόγησης, αλλά και από επιλογές της πολιτικής ηγεσίας (γίνεται καταγραφή εντονότατου προβληματισμού και περί το έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους), καθώς και τη γενικότερη κατάσταση στο εσωτερικό. «Οι εγχώριοι παράγοντες ανάσχεσης παραμένουν ενεργοί σε πολλούς μεταρρυθμιστικούς τομείς όπου η κατάσταση είναι πράγματι ασαφής. Ναι μεν ψηφίστηκαν πολυνομοσχέδια με πάσης φύσεως αλλαγές, αλλά οι εκκρεμότητες είναι μεγάλες και επιβαρύνουν τις σχέσεις με ους θεσμούς. Ουσιαστικά στην πράξη διακυβεύεται η συνολική ισορροπία του προγράμματο. Δεν έχει γίνει σαφές πόσο καθυστερήσεις, αδράνειες και αντιφάσεις στο μέτωπο υλοποίησης των δεσμεύσεων του Μνημονίου και η χαμηλή εμπιστοσύνη δεν αφήνουν την ελληνική οικονομία να προχωρήσει», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Υπό αυτό το πρίσμα, σημειώνεται πως «κατά πάσα πιθανότητα δεν θα λείψουν οι τριβές και μάχες οπισθοφυλακής το 2017 και οι επίσημες προσδοκίες για την ανάπτυξη θα τεθούν σε δοκιμασία. Αλλά το Μνημόνιο θα συνεχίσει να εφαρμόζεται γιατί ευνοείται μεταξύ άλλων και από το γεγονός ότι ουδείος εκ των ιθυνόντων σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιθυμεί να σκάσει η βόμβα της χρεοκοπίας στα χέρια του». Σε συνάρτηση με αυτό, το Γραφείο Προϋπολογισμού αναφέρεται και στο ενδεχόμενο πτώχευσης: «Μετά από πτώχευση και έξοδο από τη ζώνη του Ευρώ, θα εκελίψει ο «αυτοπεριορισμός» της ελληνικής πολιτικής εντός και μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος με τους κανόνες και τις ευκαιρίες του. Η όποια κυβέρνηση τότε, θα «παραδέρνει» στη θάλασσα του διεκδικητισμού κατακερματισμένων συμφερόντων και της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών σε ένα σχεδόν σίγουρα κατακερματισμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο, το οποίο θα αναζητά τη συγκρότηση μιας νέας ταυτότητας στο διεθνές περιβάλλον από χειρότερες θέσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας».
Παραλλήλως, σε σχέση με τις χρηματοδοτικές ανάγκες για μετά το τέλος του τρέχοντος Προγράμματος, το Γραφείο στην Εκθεση του σημειώνει πως ή αυτές θα καλυφθούν από έξοδο στις αγορές, είτε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης: «Προφανώς ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον ΕΜΣ θα συνοδευτεί από ένα τέταρτο Μνημόνιο».
Για τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις, καταγράφεται επίσης μια νέα προειδοποίηση: «Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα, από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό».
Εναντι όλων αυτών, τονίζεται: «Προφανώς, η πολιτική ηγεσία, στο βαθμό που της αναλογεί, δυσκολεύεται να πείσει διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς πυλώνες για την ανάληψη των αναγκαίων μέτρων και νομοθετικών πρωτοβουλιών που θα πρέπει να υιοθετήσει ότν καταλήξει η συμφωνία για την υλοποίηση του προγράμματος».
Τέλος, για το έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους, μεταξύ άλλων επισημαίνεται: «Δεν φαίνεται να προηγήθηκε πειστική ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών. Αφησε άλλες κατηγορίες ευπαθώς ομάδων, με πολύ χαμηλότερο εισόδημα από το ότιο των 850 ευρώ (πχ μακροχρόνια άνεργους), επαναλαμβάνοντας άστοχες επιλογές του παρελθόντος».
Kαθημερινή