Ειδήσεις

Από τη Ρώμη του ’57 στην κρίση του ’17

 

Ο εορτασμός της 60ής επετείου μιας ένωσης 28 κρατών είναι ένα εντυπωσιακό γεγονός. Αλλά καθώς σήμερα, 25 Μαρτίου, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης τιμούν το γεγονός, μία σειρά προβλημάτων σκιάζει το «πάρτι γενεθλίων»: η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη χειρότερη υπαρξιακή κρίση της, που συγκροτείται από το Brexit, το δημοσιονομικό τραύμα, τις μεταναστευτικές ροές και τον ανερχόμενο λαϊκισμό.

Η πρόσληψη της ιστορίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει διαμορφωθεί από μια πασίγνωστη φράση της Συνθήκης της Ρώμης του 1957: ότι ο στόχος ήταν μια «διαρκώς στενότερη ένωση» («ever closer union»). Οι πολιτικοί επιστήμονες προώθησαν το «νέο λειτουργικό» μοντέλο για να εξηγήσουν ότι η συνένωση της βιομηχανίας άνθρακα και χάλυβα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οδήγησε σε νέα επέκταση της συνεργασίας με τη δημιουργία της Κοινής Αγοράς και αυτή με τη σειρά της θα οδηγούσε «αναπόφευκτα» σε πολιτική και νομισματική ένωση. Ενα πολυχρησιμοποιημένο κλισέ των Ευρωπαίων αξιωματούχων στις Βρυξέλλες, που αντικατόπτριζε αυτήν ακριβώς την αντίληψη, συνέκρινε το ευρωπαϊκό πρόγραμμα με ένα ποδήλατο που πρέπει να κινείται για να μην πέσει.
Οι επιστήμονες αμφέβαλλαν από καιρό γι’ αυτό το απλουστευτικό αφήγημα, με τον Alan Milward να αποτελεί τον σημαντικότερο επικριτή του. Μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση έχει γίνει σαφές ότι η αναπόφευκτη πορεία της «διαρκώς στενότερης ένωσης» δεν είναι δεδομένη. Αλλά και ο μύθος των «πατέρων» της ενοποίησης επίσης κλονίζεται, κατά τη διάρκεια αυτού που ο Timothy Garton Ash όρισε ως τη «μετα-Τείχος εποχή» (postwall period). Ο μύθος αυτός έδινε έμφαση στο ιδεαλιστικό στοιχείο, προβάλλοντας τη συμφιλίωση, την ειρήνη και την έννοια του «κοινού σπιτιού» βασισμένου στην αλληλεγγύη – λιγότερο πειστικά επιχειρήματα σε μια εποχή κατακερματισμού όπως η σημερινή.

Οι ρόλοι, τα κίνητρα και τα εμπόδια

Η πρώτη Κοινότητα, του Ανθρακα και του Χάλυβα (ΕΚΑΧ), υπήρξε το αποτέλεσμα μιας γαλλικής πρωτοβουλίας (με εμπνευστή τον Ζαν Μονέ, τον επικεφαλής του γαλλικού οικονομικού σχεδιασμού), για τη συνένωση των συναφών βιομηχανιών στην Ευρώπη. Τα βαθύτερα κίνητρα του εγχειρήματος έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ιστορικών για δεκαετίες. Οι υποστηρικτές του «νεο-λειτουργικού» μοντέλου ισχυρίστηκαν ότι ο Μονέ διείδε πως θα έθετε σε κίνηση μια διαδικασία επέκτασης της ενοποιητικής διαδικασίας με στόχο μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Πιο κριτικά προσανατολισμένοι, άλλοι επιστήμονες εξήγησαν ότι το σχέδιο εξυπηρετούσε τα γαλλικά συμφέροντα: η συνένωση της βαριάς βιομηχανίας έκανε την οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Γερμανίας λιγότερο απειλητική για τους άλλους. Η ενοποίηση υποσχόταν ειρήνη, ευημερία και δύναμη.

Η οικονομική ενοποίηση και ειδικά η Κοινή Αγορά, προβλεπόμενη από τη Συνθήκη της Ρώμης, συνέσφιξαν τους δεσμούς μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, που είχαν πολεμήσει μεταξύ τους σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωσε αποκαθιστούσε το κύρος της Δυτικής Γερμανίας και της Ιταλίας, πρώην μελών του Αξονα, ως παραγόντων της διεθνούς ζωής. Στη Γαλλία και στις χώρες της Μπενελούξ, έδινε τη δυνατότητα να επωφεληθούν από –και σε ένα βαθμό να ελέγξουν– τη γερμανική ανάκαμψη. Για πολλούς μεταπολεμικούς ηγέτες, η φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η συνειδητοποίηση των συνεπειών του εθνικισμού ήταν σημαντικά κίνητρα. Η ενοποίηση αφαίρεσε τα εμπόδια για το εμπόριο και ενίσχυσε την οικονομική ανάπτυξη οδηγώντας σε επίπεδα ευημερίας πρωτόγνωρα. Στο επίπεδο της ισχύος, όμως, τα αποτελέσματα δεν ήταν ανάλογα. Το Παρίσι πίστευε ότι η ισχύς των άλλων μελών θα προσετίθετο στη γαλλική, αλλά οι συχνές εσωτερικές διαφωνίες δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο. Οι προσπάθειες για τη συγκρότηση κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής απέφεραν αποτελέσματα, στην καλύτερη περίπτωση, απογοητευτικά.

Η ανάπτυξη της ΕΟΚ/Ε.Ε. έλαβε χώρα σε ένα συγκεκριμένο γεωπολιτικό πλαίσιο, το ψυχροπολεμικό. Οι ΗΠΑ ενθάρρυναν ενεργά την ενοποίηση. Ολοι οι Αμερικανοί πρόεδροι, από τον Τρούμαν έως τον Ομπάμα, συμβούλευσαν τη Βρετανία να παίξει κεντρικό ρόλο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και να την ενισχύσει. Με την αμερικανική στρατιωτική προστασία και την οικονομική ενίσχυση μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, η Ευρώπη είχε το πλεονέκτημα ενός μοναδικά θετικού διεθνούς πλαισίου. Η άλλη υπερδύναμη του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ενωση, προώθησε εμμέσως την ενοποίηση μέσω του φόβου που προκαλούσε. Η παρουσία μιας δύναμης που προσλαμβανόταν ως εχθρική προσέφερε πρόσθετα κίνητρα για την ενότητα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

Ενας στόχος που δεν αναφερόταν στη Συνθήκη της Ρώμης ήταν η δημοκρατία. Ο Ζαν Μονέ δεν προέβλεψε κάποια κοινοβουλευτική συνέλευση για την ΕΚΑΧ – αυτή δημιουργήθηκε αργότερα, και το διάδοχο σχήμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συγκροτήθηκε ύστερα από εκλογές μόνον το 1979. Η λαϊκή υποστήριξη για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς εκδηλωνόταν όχι μέσω της άμεσης εκλογής ανίσχυρων βουλευτών, αλλά χάρη στην επιτυχία της ΕΟΚ να προσφέρει ευημερία και άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Πάντως, στη δεκαετία του 1970, όταν ο στασιμοπληθωρισμός δοκίμασε τη δυτική οικονομία, η ΕΟΚ επανανακάλυψε τον εαυτό της ως εξαγωγέα δημοκρατίας – αυτό συνέβη στις περιπτώσεις της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ε.Ε. επανακαθόρισε την αποστολή της με όρους της προώθησης της δημοκρατίας προς Ανατολάς, στην καρδιά της ηπείρου.

Τέσσερις μεγάλες προκλήσεις για την Ευρώπη

Αλλά το σημερινό διεθνές κλίμα είναι ριζικά διαφορετικό. Πρώτα από όλα, εμφανίζεται μια τεράστια αδυναμία του γαλλογερμανικού άξονα, που λειτουργούσε ως η κινητήρια δύναμη της ενοποίησης. Από το 1945, η σχέση αυτή βασιζόταν στην άρρητη συμφωνία ότι η Γερμανία θα υποκρινόταν ότι δεν ήταν ισχυρή και η Γαλλία θα υποκρινόταν ότι δεν έβλεπε πως ήταν. Η Γερμανία σήμερα δεν έχει δισταγμούς να ασκήσει την ισχύ της ως ένα «φυσιολογικό» κράτος, ενώ οι Γάλλοι, κλειδωμένοι στο παρελθόν, παρακολουθούν με δυσφορία τα προβλήματα της χώρας τους. Δεύτερον, με την εκλογή του προέδρου Τραμπ, οι ΗΠΑ βρίσκονται υπό μια κυβέρνηση που φαίνεται να είναι εχθρική προς την ιδέα της Ε.Ε. Πρόκειται για μια μεγάλη διαφοροποίηση από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι ΗΠΑ προστάτευαν και ενεθάρρυναν την ενοποίηση. Ωστόσο, αυτό προσφέρει επίσης μια ευκαιρία στην Ε.Ε. να βγει από τη σκιά της Αμερικής και να εμφανιστεί ως ένας αυτόνομος διεθνής δρων – αν και η μορφή μιας τέτοιας εξέλιξης δεν θα καταστεί σαφής πριν από τις γαλλικές και τις γερμανικές εκλογές που πλησιάζουν. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια τρίτη πρόκληση: μια δυναμική και αυξανόμενα ανταγωνιστική Ασία, και ως τμήμα της μια επίσης δυναμική, ανταγωνιστική (και αυταρχική) Κίνα, που ενεργεί με τρόπους οι οποίοι αντιτίθενται στις απόψεις της Ευρώπης για τη διεθνή οργάνωση. Και τέλος, η Ευρώπη αντιμετωπίζει και έναν άλλο, πιο κοντινό παράγοντα, τη Ρωσία του Πούτιν, που αναδύεται ως απειλή για την Ε.Ε., ειδικά για τα μέλη της, τα βαλτικά κράτη, που διαθέτουν μεγάλους ρωσόφωνους πληθυσμούς. Αντιμέτωπη με αυτή την πρόκληση, η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να διαμορφώσει μια τολμηρή και συντονισμένη στάση που θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη όπως την εποχή της Συνθήκης της Ρώμης. Τα πράγματα θα ήταν ήδη δύσκολα εάν η Ευρώπη αντιμετώπιζε μία από αυτές τις προκλήσεις. Αλλά τις αντιμετωπίζει όλες μαζί και ταυτόχρονα, και σε μια στιγμή κατά την οποία η ίδια η Ευρώπη πρέπει να διαχειριστεί τα εσωτερικά προβλήματα που φέρνει η άνοδος του λαϊκισμού και μια μεγάλη «κρίση της μέσης ηλικίας» σχετικά με την ταυτότητα και την αποστολή της.

«Ενα αργό ζώο»

Σε μια ομιλία του το 1984, ο Χένρι Κίσινγκερ είχε δηλώσει ότι «η Σοβιετική Ενωση πρέπει να αποφασίσει αν είναι ένα κράτος ή μια ιδέα». Αλλά κανείς δεν προειδοποίησε τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι, όταν η ΕΣΣΔ θα έπαυε να είναι ιδέα, θα έπαυε επίσης να είναι και κράτος. Με αντίστοιχο τρόπο, οι θεωρητικολόγοι πιέζουν την Ε.Ε. να αποφασίσει αν θα ενεργεί απλώς ως κοινή αγορά, ως πάροχος υπηρεσιών ή ως ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια υπόσχεση για το μέλλον. Αλλά αυτή η πολωτική λογική της επιλογής ανάμεσα σε μια ωφελιμιστική και μια ιδεαλιστική διάσταση είναι τεχνητή και επομένως αναποτελεσματική. Οπως τόνισε παλαιότερα ο Ρόι Τζένκινς, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη δεκαετία του 1970, η Ενωση είναι «ένα αργό, όχι ένα κακόβουλο ζώο». Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι πράγματι αργή και παίρνει δρόμους συχνά απρόσμενους. Το μομέντουμ της προκύπτει από μια σειρά αποφάσεων των εθνικών ηγετών, που αντιμετωπίζουν εσωτερικά και διεθνή προβλήματα, και αναγκάζονται, συχνά απρόθυμα, να συνεργάζονται. Αυτή η πολιτική διάδραση προσφέρει μια πιο πειστική εξήγηση από ό,τι είτε η φεντεραλιστική τελεολογία είτε η ευρωσκεπτικιστική αντίληψη των σατανικών συνωμοσιών.

Ενα μέλλον γεμάτο δυσχέρειες και ευκαιρίες

Οπως τόνισε ο Tony Judt, η υπέρμετρα ιδεαλιστική πρόσληψη της Ευρώπης μπορεί να μετατραπεί σε εμπόδιο για την αναγνώριση των προβλημάτων. Καθώς τιμούμε την 60ή επέτειο, πρέπει να μη λησμονούμε ότι η Ε.Ε. συγκροτήθηκε ως ένα αντι-ηγεμονικό, όχι αντι-εθνικό πρόγραμμα. Ας θυμηθούμε το επιχείρημα του Milward, για να διαπιστώσουμε ότι η μεταπολεμική Ευρώπη ήταν «μια επιλογή που έγινε από δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις ώστε να ενισχύσει τη δημοκρατία, προωθώντας το εθνικό οικονομικό συμφέρον». Η επαναφορά της προτεραιότητας του έθνους-κράτους και της σημασίας του στην παροχή ασφάλειας (οικονομικής, πολιτισμικής, κοινωνικής) δεν υποσκάπτει την παγκοσμιοποίηση ή το ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Ούτε και θα πρέπει να θεωρείται ως παραχώρηση στον εθνικιστικό παροξυσμό. Η ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα.

Πάντως, το πρόβλημα σήμερα δεν είναι μόνον το μήνυμα αλλά και ο αγγελιαφόρος. Επιφέροντας μια ρήξη με το παρελθόν, η Ε.Ε. δεν μπορεί πλέον να βασιστεί μόνον στους ηγέτες και στους νομοθέτες της. Στη μεταψυχροπολεμική περίοδο εμφανίστηκε ένα μη αναγκαία θριαμβευτικό αφήγημα για μια Ευρώπη που όχι απλώς θα αναπτυσσόταν οικονομικά, αλλά και θα «υπερέβαινε» το έθνος-κράτος και θα κυριαρχούσε στον νέο αιώνα. Αυτή η μυωπική εμμονή των ελίτ δημιούργησε ένα ρήγμα μεταξύ παγκοσμιοποιούμενων φιλελεύθερων και τοπικών επαρχιωτών, με επικίνδυνες επιπτώσεις που βλέπουμε σήμερα.

Στην 60ή επέτειο της Συνθήκης της Ρώμης, οι ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να αποφύγουν να προσφέρουν ένα τελεολογικό ή απλουστευτικό αφήγημα. Πρέπει να καταλάβουν τις κυρίαρχες ευαισθησίες του κοινού και να επισημάνουν τους κρίσιμους πολιτισμικούς παράγοντες που θα κάνουν την ιδέα της ενοποίησης σχετική και πειστική για τους λαούς της Ευρώπης. Οπως το έθεσε η Χάνα Αρεντ, η κατανόηση είναι μια περίπλοκη διαδικασία. H ανάγκη να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν της ευρωπαϊκής ενοποίησης υποχρεώνει τους ιστορικούς, τις ελίτ και τους λαούς να βρουν ένα αφήγημα που, όπως το έθεσε η Αρεντ, θα τους επιτρέψει να κινούνται άνετα μέσα στον κόσμο («make home in the world»).

Ειρήνη Καραμούζη-Καθημερινή

* Η κ. Ειρήνη Καραμούζη είναι λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Sheffield.

Έντυπη

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου