Ο πρωθυπουργός έδωσε διορία για λύση ως την Παρασκευή
«Δεν θα παρακολουθούμε για καιρό παιχνίδια σε βάρος της χώρας» ξεκαθάρισε ο Αλέξης Τσίπρας παρουσία του Ντόναλντ Τουσκ στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα προς όλες τις πλευρές.
Ο κ. Τσίπρας επεσήμανε πως: «Παρότι το σχέδιο ηττήθηκε το 2015 ορισμένοι πιστωτές εμφανίζονται αμετανόητοι. Μετά τις καθυστερήσεις που προκάλεσαν στην πρώτη αξιολόγηση με απαιτήσεις μέτρων 4,5 δισ. σήμερα κάνουν τα ίδια. Η αξιολόγηση έπρεπε να έχει κλείσει από τον Δεκέμβριο του 2016. Η διαδικασία καθυστερήσεων θέτει σε κίνδυνο την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας».
Όπως είπε ο πρωθυπουργός: «Αυτά τα συζήτησα με τον πρόεδρο Τουσκ. Είπα πως η αίσθηση που έχουμε είναι ότι κάθε φορά που πλησιάζουμε σε συμφωνία κάποιοι έρχονται να βάλουν πρόσθετες απαιτήσεις. Κάποιοι επιχειρούν να ροκανίσουν το χρόνο, να βλάψουν την ανάκαμψη και να βάλουν ξανά κινδυνολογικά σενάρια στο τραπέζι. Εξέφρασα με ειλικρίνεια ότι τόσο εγώ όσο και η κυβέρνηση δεν είμαστε διατεθειμένοι να παρακολουθούμε για καιρό παιχνίδια σε βάρος της χώρας αλλά και της Ευρώπης. Η διαδικασία στις Βρυξέλλες οφείλει να οδηγήσει σε λύση στο Eurogroup της Μάλτας. Οι πληροφορίες που έχουμε, εγώ και ο Τουσκ είναι ότι είμαστε μια ανάσα από συμφωνία, ωστόσο είχα υποχρέωση να θέσω στον πρόεδρο τις ανησυχίες ότι αν παρά τις προβλέψεις δεν επιτευχθεί συμφωνία την προσεχή Παρασκευή στο Eurogroup πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε ανώτερο επίπεδο ώστε να έχουμε θετική εξέλιξη πριν το Πάσχα και σίγουρα τον Απρίλιο».
Ο πρωθυπουργός εκτίμησε ότι η διαδικασία τελειώνει και ο ελληνικός λαός θα θρέψει τους καρπούς. «Μετά τη συνάντηση έχω μεγαλύτερη αισιοδοξία και βεβαιότητα για θετικές εξελίξεις», είπε.
Ο κ. Τσίπρας επεσήμανε πως: «Σε σύντομο διάστημα φέραμε οικονομικά αποτελέσματα που εκπλήσσουν φίλους και εχθρούς. Ο στόχος του 2015 ήταν για πρωτογενές έλλειμμα αλλά φέραμε πρωτογενές πλεόνασμα 0,2%. Το 2016 παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις και την αβεβαιότητα που το ίδιο το ΔΝΤ προκάλεσε με τη στάση του και τις παράλογες απαιτήσεις η χρονιά έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα πολύ πάνω από 3%».