Συνέντευξη στην
Πέγκυ Ντόκου
Ο κ. Τιμ Ανανιάδης είναι γενικός διευθυντής και managing director στην Αθήνα, της μεγάλης εταιρείας «Starwood» (Starwood Hotels and Resorts με βάση στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ) που συνεργάζεται με τις επίσης κορυφαίες εταιρείες «Marriot», «Sheraton» και «Ritz Carlton» και διαχειρίζεται κορυφαία ξενοδοχεία, όπως το Grande Bretagne (Μεγάλη Βρετανία) και το King George στην Αθήνα.
Πρόκειται για υπερπολυτελή ξενοδοχεία αλλά και πάνω από 6.000 καταλύματα σε όλο τον κόσμο και σε πόλεις, όπως το Λας Βέγκας, η Ουάσιγκτον, η Χαβάη, το Παρίσι, το Τορόντο και το Μεξικό.
Βρέθηκε στην Ρόδο την περασμένη εβδομάδα, καλεσμένος και ομιλητής στην ημερίδα για τον Τουρισμό και την Ποιότητα που διοργάνωσε ο Σύλλογος Διευθυντών Ξενοδοχείων Ρόδου και με την ευκαιρία αυτή, έδωσε στην «δημοκρατική» μια αποκλειστική συνέντευξη στην οποία μιλάει για τον Τουρισμό, το «All Inclusive» αλλά και την Ρόδο ως προορισμό και κυρίως για μια σειρά από θέματα που απασχολούν τον κλάδο της ξενοδοχίας.
Η συνέντευξη αναλυτικά:
• Κύριε Ανανιάδη, είστε γενικός διευθυντής και managing director της μεγάλης εταιρείας «Starwood». Πώς εκτιμάτε ότι θα εξελιχθεί η φετινή σεζόν για την Ελλάδα;
Προς το παρόν, τα ξενοδοχεία που είναι στον δικό μας όμιλο παρουσιάζουν μια θετική εικόνα για την καλοκαιρινή σεζόν. Στην Αθήνα βέβαια, ακόμη και αυτή η περίοδος πάει καλά –σε σχέση με προηγούμενα χρόνια- οπότε περιμένουμε θετικές εξελίξεις και αύξηση. Βέβαια, βρισκόμαστε ακόμη στην περίοδο των προ-κρατήσεων οπότε και θα πρέπει να περιμένουμε το επόμενο διάστημα για ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, πηγαίνουμε πολύ πιο δυνατά σε σχέση με πέρσι. Είμαστε όμως προσεκτικοί υπό την έννοια πως μπορεί να συμβεί οτιδήποτε που θα επηρεάσει την σεζόν, αλλά εάν συνεχιστεί όπως αυτή την στιγμή, εμείς πιστεύουμε ότι στην Ελλάδα θα έχουμε μια πολύ καλή τουριστική χρονιά.
• Στην ομιλία σας, αναφέρατε ότι δεν υπάρχουν Brand Names στην Ελλάδα. Αυτό ισχύει και για τα νησιά, όπου οι επιχειρήσεις είναι μικρότερες;
Εάν μιλάμε για μικρά και πιο μικρά νησιά με ξενοδοχεία, εκεί είναι κάπως δύσκολο να μπορέσεις να έχεις αυτό που λέμε Brand Name. Στα μεγαλύτερα νησιά, όπως η Κρήτη και η Ρόδος, που διαθέτουν μεγαλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες, αυτό είναι εφικτό. Η γνώμη μου είναι πως ο κάθε προορισμός χρειάζεται το δικό του Brand Name. Κι αυτό γιατί έχει πολλά πλεονεκτήματα και δίνει μια ‘πιστοποίηση’ στον προορισμό. Από την άλλη, φέρνει μια διαφορετική πελατεία στον προορισμό καθώς τα μεγάλα Brands που έχουν πάνω από 400 ξενοδοχεία, μπορούν να φέρουν άλλης ποιότητας πελάτες. Με αυτή την έννοια, το Brand δεν χρειάζεται να το χειριστεί μόνο το ξενοδοχείο. Πάντως, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι ενίσχυσης των ξενοδοχείων, όπως για παράδειγμα το Franchise. Είναι όμως επιπλέον έξοδο για τους ιδιοκτήτες αλλά μπορεί να τους διευκολύνει στις κρατήσεις και να τους ελαττώσει το κόστος συμμετοχής σε υπηρεσίες διεθνούς χαρακτήρα, ενώ μπορεί να τους δώσει επιπλέον δυνατότητα να ανεβάσει την τιμή τους. Θεωρώ ότι το να έχεις ένα Brand βοηθάει τον προορισμό.
• Κατά την άποψή σας, το «All Inclusive» λειτουργεί –εν τέλει- θετικά για την Ελλάδα; Υπάρχουν και κάποιοι που θεωρούν ότι μπορείς να έχεις το φτηνό «All Inclusive» και το ακριβό «All Inclusive» εάν το επιθυμείς.
Κοιτάξτε, εγώ νομίζω πως το «All Inclusive» για κάποιο λόγο πήρε ένα…. κακό όνομα, ίσως επειδή εφαρμόστηκε ως επί το πλείστον με φτηνές τιμές και όχι σε ακριβά ξενοδοχεία. Η τάση πάντως, είναι να έχουμε περισσότερα «All Inclusive» και ανάλογα με την ποιότητα. Εάν όχι, αυτό καθαυτό το «All Inclusive» ίσως είναι κάτι περισσότερο από το «Bed and Breakfast». Παραμένει πάντως η τάση αυτή αλλά δημιουργεί πρόβλημα στην τοπική αγορά και κατ’ επέκταση στην τοπική κοινωνία αφού δεν αφήνει τους πελάτες να βγουν έξω από τα ξενοδοχεία. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις που ένα ξενοδοχείο μπορεί να προσφέρει μια πιο ευέλικτη υπηρεσία στους πελάτες, για παράδειγμα να τους αφήνουν μία ημέρα χωρίς να προφέρουν «All Inclusive» κ.λπ. Πάντως το «All Inclusive» παραμένει ελκυστικό και δεν πρόκειται να καταργηθεί στο μέλλον αφού είναι μέρος της αγοράς ακόμη κι αν πουληθεί ξεχωριστά.
• Είχατε αναφέρει στην ομιλία σας ότι οι Αμερικανοί δεν γνωρίζουν καλά την Ελλάδα και όλα τα νησιά. Θα ήθελα να αναφερθείτε σε αυτό γιατί παραμένει μία μεγάλη αγορά.
Σίγουρα οι Αμερικανοί πελάτες, δεν γνωρίζουν την Ρόδο ως προορισμό! Ωστόσο η Ρόδος παραμένει ένας από τους πρώτους προορισμούς, και είχε αναπτυχθεί τουριστικά πολύ πριν αρχίσουν οι άλλες περιοχές. Η αμερικανική αγορά γνωρίζει συγκεκριμένους προορισμούς που είχαν προβληθεί ή έστω, υπήρχε και η εξωστρέφεια αυτών των προορισμών προς την αμερικανική αγορά, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, ένα κομμάτι της Ελούντας –γιατί η Κρήτη μπήκε αργά στην διαδικασία. Η Αμερική δουλεύει πάντα περισσότερο με μεμονωμένους πελάτες και όχι με Τουρ Οπερέιτορς. Οπότε το ‘μοντέλο’ αυτό με το οποίο δουλεύουμε στην Ευρώπη, δεν μπορούμε να το εφαρμόσουμε στην αμερικανική αγορά. Για παράδειγμα, πρώτη προτεραιότητά τους είναι οι κρουαζιέρες. Όσον αφορά την Ρόδο, μπορεί να είναι γνώριμο το όνομα, αλλά δεν είναι δημοφιλής ως προορισμός. Πρέπει συνεπώς, η προώθηση της Ρόδου να γίνει ως προορισμός (με την κατάλληλη διαφήμιση και προβολή) αλλά και με πιο συστηματικό τρόπο. Οι Αμερικανοί δουλεύουν μεμονωμένα και είναι μια τεράστια αγορά. Νομίζω πως οι τουριστικοί φορείς της Ρόδου θα πρέπει να επιλέξουν ποιες είναι οι περιοχές της Αμερικής στις οποίες μπορούν να απευθυνθούν για να προσελκύσουν πελάτες και να προωθήσουν τον προορισμό. Από την άλλη, υπάρχουν και τα πιο μικρά γκρουπς, που έρχονται στην Αθήνα και μετά κάνουν ταξίδια σε νησιά.
• Βοηθάει και το αεροπορικό δρομολόγιο από την Νέα Υόρκη προς την Αθήνα;
Η διαδικασία είναι η ίδια. Από την Αθήνα, θα επιλέξουν εάν θα επισκεφθούν τα νησιά. Πάντως, στην Αμερική δεν ξέρουν τι θα πει ‘Ρόδος’ οπότε θα πρέπει να γίνει περισσότερη δουλειά.
• Οι πελάτες, γενικά, θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι ασφαλής προορισμός;
Τα τελευταία χρόνια, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Οι μόνες χρονιές που εμφανίσθηκε αυτό το πρόβλημα ήταν το 2011 και το 2012 που ξεκίνησε η οικονομική κρίση και όλα τα ξένα μέσα ενημέρωσης έδειχναν πολύ αρνητικές εικόνες της χώρας. Αφού το ξεπεράσαμε αυτό, δεν τίθεται πια άλλο ζήτημα. Ωστόσο, ποτέ δεν ήμασταν ένας επικίνδυνος προορισμός, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν συνεχώς οι απεγίες, οι πορείες διαμαρτυρίας κ.λπ. Αυτά δεν επηρεάζουν τους τουρίστες. Όσον αφορά το προσφυγικό, ναι, μας επηρέασε σε ένα βαθμό αλλά και τώρα πια δεν λειτουργεί αρνητικά. Οι πελάτες ρωτούν να μάθουν γι αυτό το θέμα, αλλά δεν σταματούν να επισκέπτονται την Ελλάδα.
• Μια τελευταία ερώτηση: πώς επιλέγουν οι πελάτες έναν προορισμό και κάνουν κρατήσεις; Ποια τα κριτήρια και οι προτεραιότητες που θέτουν;
Εξαρτάται από το ξενοδοχείο και τον προορισμό. Στα ξενοδοχεία πόλεως, ένα μεγάλο κομμάτι τουριστών επιλέγουν να κάνουν κρατήσεις από το διαδίκτυο (είτε από τις ιστοσελίδες των ξενοδοχείων, είτε από την Booking.com, Expedia κ.λπ.) Βεβαίως, το διαδίκτυο δεν είναι ούτε δωρεάν, ούτε φτηνό! Όποια κράτηση έρχεται μέσω διαδικτύου, πληρώνεται και θα σας έλεγα ότι είναι πιο ακριβό από το να κάνεις κράτηση με άλλο τρόπο. Το διαδίκτυο έχει «κρυφό» κόστος που δεν φαίνεται στην τιμή του δωματίου αλλά στο έξοδο του ξενοδοχείου ή της κράτησης. Για τους παραθεριστικούς προορισμούς, εξελίσσεται τώρα. Είναι ένα πιο δύσκολο κομμάτι γιατί πολλές φορές ο πελάτης δεν μπορεί να δει όλους τους τύπους δωματίων. Για τις δικές μας εταιρείες, το «Online Booking» αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι στις κρατήσεις. Το σίγουρο είναι, ότι πριν επιλέξει ο πελάτης θα ψάξει στο διαδίκτυο. Γι αυτό λέμε πως το ξενοδοχείο πρέπει να παρουσιάζει τα σωστά στοιχεία και την πραγματική εικόνα των υπηρεσιών και όχι να παραπλανεί στο διαδίκτυο.