Της Αλεξάνδρας Γκίτση
Για χάρη της διεξήχθησαν ομηρικοί καβγάδες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Δανοί, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, διεκδίκησαν το όνομά της. Εν τέλει η Ελλάδα κέρδισε τη μάχη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο πιστοποίησε τον Οκτώβριο του 2005, ότι η Φέτα είναι ελληνικό Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης.
Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά το ξέσπασμα του “πολέμου” και κάτι περισσότερο από μια δεκαετία από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η χώρα και δη οι παραγωγοί φέτας δεν έχουν καταφέρει να κεφαλαιοποιήσουν αυτή την προστιθέμενη αξία, δέχονται “πόλεμο” από “μαϊμού” προϊόντα ακόμη και εντός των ελληνικών συνόρων, αφού οι έλεγχοι είναι ελλιπείς, ενώ προβλήματα αναμένεται να προκληθούν και από τη συμφωνία της ΕΕ με τον Καναδά.
Εκτός όμως από τη μάχη στον διεθνή στίβο, οι Έλληνες παραγωγοί καλούνται να κερδίσουν μια ακόμη μάχη και μάλιστα εντός των ελληνικών τειχών. Η πτώση της κατανάλωσης, συμπαρασύρει προς τα κάτω το σύνολο της αγοράς τυροκομικών προϊόντων, (η Φέτα αντιπροσωπεύει το 40% των πωλήσεων σε όγκο της κατηγορίας των τυροκομικών), αλλά και τις τιμές παραγωγού.
Για του λόγου το αληθές το πρώτο τρίμηνο του έτους η πτώση της κατανάλωσης Φέτας άγγιξε το 6% σε όγκους πωλήσεων, με τη μείωση της κατανάλωσης στο σύνολο της αγοράς τυροκομικών να έχει διαμορφωθεί στο -5%, πορεία η οποία όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς δεν θα αναστραφεί. Τα ίδια στελέχη υποστηρίζουν πως για να καλυφθούν οι απώλειες από την πτώση στην εσωτερική αγορά θα πρέπει οι εξαγωγές Φέτας να “τρέξουν” με ρυθμό αύξησης +25%. Σε ότι αφορά τις άλλες υποκατηγορίες, οι πωλήσεις λευκών τυριών υποχώρησαν 25%, ως απόρροια και της κατάρρευσης της Μαρινόπουλος, ενώ οι πωλήσεις σε όγκο των τυριών ταλαγάνι, μοτσαρέλα και κασέρι, κινήθηκαν ανοδικά, αλλά δεν μπορούν να καλύψουν την υποχώρηση λόγω των χαμηλών κατ´ όγκο πωλήσεων τους.
Αποτέλεσμα οι πωλήσεις σε όγκο της εταιρείας ΗΠΕΙΡΟΣ, σύμφωνα με στοιχεία από τις εταιρείες μέτρησης της κατανάλωσης εντός των σούπερ μάρκετ για την πορεία της κατανάλωσης τυροκομικών προϊόντων, να μειωθούν το πρώτο τρίμηνο του έτους κατά 9,8%, της Mondelez κατά 7,8%, της Friesland κατά 15,4%, της ΔΩΔΩΝΗ 7,5%, της ΜΕΒΓΑΛ 14,4% και της ΜΙΝΕΡΒΑ 13,7%. Στους κερδισμένους φιγουράρουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία στο τρίμηνο κατέγραψαν οριακή αύξηση 1,7%, η ΟΠΤΙΜΑ (+13,6%) και η ΦΑΓΕ (+3,6%).
Και οι παράπλευρες απώλειες
Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα που προκαλείται από την υποχώρηση στην κατανάλωση Φέτας εντοπίζεται στον πρωτογενή τομέα. Οι τιμές παραγωγού έχουν πιεστεί προς τα κάτω ενώ όπως εκτιμούν κτηνοτρόφοι έπεται συνέχεια. Πριν από λίγες εβδομάδες (στις 18/4/2017) με επιστολή της προς τους συνεργαζόμενους κτηνοτρόφους της, η γαλακτοβιομηχανία Ήπειρος τους ενημέρωσε για την απόφασή της να προχωρήσει σε αναθεώρηση προς τα κάτω των τιμών παραγωγού. Απόφαση την οποία η εταιρεία τη συνδέει με τις συνθήκες της αγοράς, την τιμολογιακή πολιτική των ανταγωνιστών της οι οποίοι όπως αναφέρει στην επιστολή “μειώνουν συνεχώς τις τιμές του γάλακτος” και λόγω του ότι οι τιμές του εισαγόμενου γάλακτος βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η εν λόγω επιστολή έρχεται σε συνέχεια άλλης επιστολής (30/12/2016) για τις νέες τιμές αγοράς γάλακτος που θα ίσχυαν το 2017, μέσω της οποίας η γαλακτοβιομηχανία είχαν κάνει σαφές πως “θα προσαρμοζόταν στα νέα δεδομένα εφόσον οι συνθήκες της αγοράς γάλακτος άλλαζαν ριζικά, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω.”
Με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΕΛΓΟ (Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό), πέρυσι η μέση τιμή πρόβειου γάλακτος ήταν 0,9577 ευρώ το λίτρο και στα 0,5833 ευρώ το λίτρο το γίδινο ενώ σήμερα οι τιμές που πληρώνουν οι γαλακτοβιομηχανίες προς τους παραγωγούς, σύμφωνα με τους τελευταίους, κυμαίνονται στα 0,87 ευρώ για το πρόβειο και στα 0,51 ευρώ για το γίδινο.
capital.gr