Ο απόρρητος φάκελος της Ασφάλειας –50 χρόνια μετά, οι ακριβείς συνθήκες του θανάτου του παραμένουν αδιευκρίνιστες
«Αναφέρω ότι σήμερον ώραν 06.00 παρά την θαλασσίαν περιοχήν Αγ. Γεωργίου Γενναδίου ανευρέθη πτώμα ευσώμου ανδρός ηλικίας 35-40 ετών. Φέρει συμπτώματα πνιγμού και μώλωπας προερχομένους εκ προσκρούσεώς του επί βράχων. Χαρακτηριστικά: καστανόμαυρη ίσια κόμη, φέρη μαύρη περισκελίδα και υποκάμισον ελαφρώς σιέλ, άνευ υποδημάτων. Μάλλον πρόκειται περί καταζητουμένου δικηγόρου Μανδηλαρά Νικηφόρου». Αυτά ανέφερε το «σήμα» που εστάλη στις 22 Μαΐου 1967 από τη Διεύθυνση Χωροφυλακής Ρόδου προς το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, το Γενικό Αρχηγείο Χωροφυλακής και τη Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας και το οποίο περιέχεται μαζί με πλήθος εγγράφων για τη δράση του μαχητικού δικηγόρου και αγωνιστή της Δημοκρατίας Νικηφόρου Μανδηλαρά στον φάκελο που διατηρούσαν οι αρχές Ασφαλείας και φέρνει στο φως της δημοσιότητας «Το Βήμα». Εναν μήνα μετά το χουντικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς εντοπιζόταν νεκρός από τους ψαράδες στην παραλία Γεννάδι στη νοτιοδυτική πλευρά της Ρόδου σε αρκετή απόσταση από το κύμα.
Σκηνοθετημένος πνιγμός
Το καθεστώς απέδωσε τον θάνατό του σε πνιγμό, επιστρατεύοντας μάλιστα έναν ιατροδικαστή με «ειδική» εμπειρία: τον Δημήτριο Καψάσκη, ο οποίος είχε γνωματεύσει και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις συμβαδίζοντας συμπτωματικώς πάντα με την εκδοχή των Αρχών, όπως στην περίεργη υπόθεση του θανάτου του στρατηγού του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη, ο οποίος παρασύρθηκε τον Μάιο του 1957 από αυτοκίνητο της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής που οδηγούσε ο υποσμηνίας Μάριο Μουζάλι, αλλά και στην κραυγαλέα υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από τους παρακρατικούς Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1963, τον θάνατο του οποίου είχε αποδώσει αρχικά σε τροχαίο και όχι στο μοιραίο χτύπημα που δέχθηκε στο κεφάλι με λοστό.
Παρά τις προσπάθειες της χούντας να σκηνοθετήσει τον πνιγμό του Μανδηλαρά, τα χτυπήματα στο κεφάλι αλλά και η οπή στο αριστερό στήθος – το πιθανότερο από σφαίρα – συνηγορούσαν υπέρ της στυγερής δολοφονίας του. Ο Μανδηλαράς ήταν ανυπότακτος και «στιγματισμένος» από καιρό, ειδικά λόγω της ανάμειξής του ως συνηγόρου υπεράσπισης των δημοκρατικών αξιωματικών στις δίκες του 1966-67 για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» που ως βασικό στόχο είχε την ηγεσία της Ενώσεως Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου μέσω της εμπλοκής του ονόματος του νεαρού τότε αλλά δυναμικά ανερχόμενου Ανδρέα Παπανδρέου. Πενήντα χρόνια μετά, οι λεπτομερείς συνθήκες του θανάτου του Μανδηλαρά παραμένουν αδιευκρίνιστες και η πολύκροτη υπόθεσή του βρίσκεται αραχνιασμένη στο αρχείο παρά τις προσπάθειες που έγιναν μεταπολιτευτικά για αναψηλάφησή της.
Στο πλοίο «ΡΙΤΑ V»
Στον απόρρητο φάκελο με αριθμό 87669/Α που διατηρούσε η Υπηρεσία Αστυνομίας Πόλεων δεν περιλαμβάνονται φυσικά στοιχεία για τις πραγματικές συνθήκες του θανάτου του τις οποίες το καθεστώς φρόντισε από την αρχή να καλύψει. Υπάρχει μόνον η επίσημη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία «ο Μανδηλαράς Νικηφόρος του Γεωργίου και της Μαριέττας, γεννηθείς το έτος 1928 εις Κορωνόν Νάξου, δικηγόρος, κάτοικος εν ζωή Αθηνών, Λεωφ. Αλεξάνδρας 44, ως προέκυψεν εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως, την 17.5.67 και περί ώραν 13.00, επεβιβάσθη λάθρα (εν γνώσει όμως και τη συγκαταθέσει του Πλοιάρχου) του φορτηγού πλοίου “ΡΙΤΑ V” προκειμένου να διαφύγη εις το εξωτερικόν». Οντως ο Μανδηλαράς προσπάθησε να διαφύγει τη σύλληψη. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου κρυβόταν επί τρεις εβδομάδες σε διαφορετικά σπίτια. Στόχος του ήταν να δραπετεύσει στο εξωτερικό.
Στις 16 Μαΐου 1967 συναντά τον πλοίαρχο του «RITA V» Πέτρο Πόταγα ο οποίος τον μεταφέρει στο φορτηγό πλοίο που βρισκόταν στο λιμάνι της Ελευσίνας. Την επομένη ξεκινά το μοιραίο του ταξίδι με προορισμό την Κύπρο. Το σχετικό έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας αναφέρει: «Καθ’ ον χρόνον, ήτοι την 18.5.67, το πλοίον τούτο παρέπλεεν τας ακτάς της Ρόδου, διετάχθη ο Κυβερνήτης του όπως οδηγήση αυτό εις τον Λιμένα της Ρόδου προς έλεγχον». Πιθανολογείται βάσιμα ότι η χούντα γνώριζε ότι στο πλοίο επέβαινε ο Μανδηλαράς. Τα σήματα από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας προς το πλοίο ζητούσαν να αναφερθεί κατεπειγόντως αν επιβαίνουν σε αυτό «πρόσωπα ξένα προς το πλήρωμα». Ο πλοίαρχος απαντά ότι «κατόπιν λεπτομερούς ερεύνης ουδείς ανευρέθη». Ομως το δεύτερο σήμα έδινε ρητή εντολή να ανακόψει τον πλου κρατώντας το πλοίο μακριά από κάθε ακτή και αναμένοντας νεότερες οδηγίες, καθώς και να απαγορεύσει την προσέγγισή του από άλλο σκάφος. Ζητούσε ακόμα ακριβές στίγμα και να παραμείνει το πλοίο στο σημείο όπου βρισκόταν. Ο πλοίαρχος συμμορφώθηκε με τις εντολές, ενώ ακολούθησε και τρίτο σήμα από το ΥΕΝ το οποίο του υπεδείκνυε να πλεύσει «διά ανατολικών ακτών Ρόδου και εις απόστασιν 5 μιλίων εξ αυτών εις λιμένα Ρόδου», δίνοντας το στίγμα του και την ταχύτητά του όπως και πιθανή ώρα κατάπλου στον λιμένα της Ρόδου (το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου και τα σήματα που αντηλλάγησαν αποκάλυψε μετά από χρόνια, τον Αύγουστο του 1974, ο δημοσιογράφος Γιάννης Φάτσης στο «Βήμα της Κυριακής»).
Στο Γεννάδι Ρόδου
Από εκεί και πέρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τον Μανδηλαρά. Κατά την εκδοχή που περιέχεται στα έγγραφα του φακέλου, «πριν ή το πλοίον φθάση εις τον ειρημένον Λιμένα, ο Μανδηλαράς, εν συνεννοήσει και μετά του Κυβερνήτου, ηθέλησε να εγκαταλείψει το σκάφος. Ούτω, περιβληθείς σωσίβιον, επεχείρησε κάθοδον εκ του πλοίου εις την θάλασσαν τη βοηθεία σχοινίου. Κατά την κάθοδον όμως αυτήν, λόγω ολισθήσεως των χειρών του επί του σχοινίου, κατέπεσεν ανωμάλως εις την θάλασσαν με συνέπειαν να προσκρούση η κεφαλή του επί του σκάφους, να απωλέση τας αισθήσεις του και να πνιγή». Ο Μανδηλαράς βρέθηκε στις 22.5.67 στο Γεννάδι ενώ ως υπαίτιος για τον θάνατό του παραπέμφθηκε ο κυβερνήτης του σκάφους, στον οποίο φαίνεται ότι φορτώθηκαν όλα.
Ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημήτριος Καψάσκης, ο οποίος εκλήθη εσπευσμένα από το εξωτερικό, και ο ιατροδικαστής Αθηνών Γεώργιος Αγιουτάντης στην έκθεση που συνέταξαν και η οποία γνωστοποιήθηκε μετά από ημέρες (31.5.67) ανέφεραν ότι: «Ο θάνατος του υπό τα στοιχεία ταυτότητός του Μανδηλαρά Νικηφόρου εξετασθέντος ατόμου, επήλθε συνεπεία πνιγμού εις την θάλασσαν και κατά την νύκτα της 18ης προς 19ην Μαΐου 1967 εις την θαλασσίαν περιοχήν νοτιοανατολικώς των ακτών της Ρόδου, του πνιγμού δε προηγήθη πρόσκρουσις της κεφαλής επί των τοιχωμάτων του πλοίου κατά την πτώσιν του ατόμου εις την θάλασσαν, το δε πτώμα φέρον σωσίβιον και επιπλεύσαν εξευράσθη εις την ακτήν της νήσου την νύκτα της 21ης προς 22αν Μαΐου». Η εκδοχή των πραξικοπηματιών είχε «δεθεί» και ιατροδικαστικά.
Εσπευσμένη κηδεία
Στις 23 Μαΐου η είδηση δημοσιεύεται στις τοπικές εφημερίδες και την επομένη στις αθηναϊκές. Παρουσία ισχυρής δύναμης της Χωροφυλακής, ο Μανδηλαράς κηδεύεται εσπευσμένα στις 24 Μαΐου στη Ρόδο πριν καν προλάβει να καταφθάσει η σύζυγός του Ασπα Μανδηλαρά, παρουσία 4-5 ανθρώπων.
Μεταξύ αυτών και οι φίλοι του δικηγόροι Γρηγόρης Κασιμάτης, Αχιλλέας Αποστόλου και Γιώργος Χιωτάκης οι οποίοι κατάφεραν να μπουν στο νεκροτομείο και είδαν το πτώμα σε κακή κατάσταση – με χτυπήματα στο κεφάλι και με μια εμφανέστατη οπή στο αριστερό στήθος προφανώς από πυροβόλο όπλο. Ενώ στις φωτογραφίες που τράβηξε η Σήμανση φαινόταν να τρέχει αίμα από το αριστερό του αφτί, γεγονός που θεωρήθηκε ότι δεν συνάδει με τον πνιγμό.
Επιπλέον, ο Μανδηλαράς ήταν δεινός κολυμβητής και γεροδεμένος, πρώην καταδρομέας. Το επικρατέστερο σενάριο της εξόντωσής του, όπως προέκυψε και από τις καταθέσεις του πλοιάρχου και αλλά και τις μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, είναι ότι ο Μανδηλαράς όντως ζήτησε από τον πλοίαρχο να τον αφήσει να πέσει στη θάλασσα, κατέβηκε με σχοινί και κολύμπησε μέχρι την παραλία της Λάρδου, όπου κατέφυγε σε καλύβα ζητώντας φαγητό.
Στη συνέχεια φέρεται να συνάντησε έναν χωρικό τον οποίο έστειλε στην πόλη για να βρει τον φίλο του δικηγόρο και πολιτευτή της Ενωσης Κέντρου Γιώργο Χιωτάκη ο οποίος τον αναζήτησε, δίχως όμως να τον βρει. Την ίδια ώρα είχε εξαπολυθεί στο νησί ανθρωποκυνηγητό από ισχυρές δυνάμεις της Χωροφυλακής και του Στρατού, όπως προέκυψε μετά από χρόνια και από τα σήματα που αποκαλύφθηκαν.
Οι ψαράδες που εντόπισαν το πτώμα θα πουν αργότερα ότι δεν είχε εικόνα τυμπανισμού ώστε να επιβεβαιώνεται η εκδοχή του πνιγμού, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που όταν είδαν το πτώμα διαπίστωσαν ότι ήταν κακοποιημένο από χτυπήματα, ότι το χέρι του ήταν σπασμένο και ότι έφερε βαθιά τραύματα από πυροβολισμούς (ή μαχαίρι) ενώ υπήρχε και αίμα στα βότσαλα όπου κείτονταν το άψυχο σώμα.
Στις 31.5.1967 ξεκινά στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Ρόδου η δίκη. Με τις υπ’ αριθμ. 709-710/1967 αποφάσεις του έκρινε ένοχο τον καπετάνιο του πλοίου Πέτρο Πόταγα για ανθρωποκτονία από αμέλεια και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο ετών για την πράξη αυτή και συνολική ποινή δύο ετών και τριών μηνών, περιλαμβανομένων εις αυτήν και των παραβάσεων του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 12.12.1967, το Εφετείο Δωδεκανήσου με την υπ’ αριθμ. 191/1967 απόφασή του μειώνει την ποινή και κρίνει τον Πόταγα ένοχο για ανθρωποκτονία από αμέλεια επιβάλλοντας φυλάκιση 10 μηνών και συνολικά για τις λοιπές παραβάσεις του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου φυλάκιση 12 μηνών.
Ο καπετάνιος του μοιραίου «RITA V» εξαγόρασε το υπόλοιπο της ποινής του και έφυγε οικογενειακώς στη Νότια Αφρική. Λίγες ημέρες μετά, στις 9.1.1968, ο Πόταγας κατά διαβολική σύμπτωση σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Γιοχάνεσμπουργκ, με τους συγγενείς του να υποστηρίζουν ότι αυτοπυροβολήθηκε.
Η υπόθεση στο αρχείο
Η υπόθεση είχε συνέχεια μετά την πτώση της χούντας. Το 1975 η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών ασκεί ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά των πρωταιτίων Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, αδελφού του αρχιπραξικοπηματία Γεωργίου Παπαδόπουλου και Ιωάννη Λαδά, αλλά η υπόθεση οδηγείται το 1978 στο αρχείο, παρότι νεότερα στοιχεία ενίσχυαν την εκδοχή ότι πυροβολήθηκε και ότι αιτία του θανάτου δεν ήταν ο πνιγμός καθώς δεν υπήρχαν σχετικές ενδείξεις.
Το 1983 ο ιατροδικαστής Αντώνης Κουτσελίνης, ως πραγματογνώμονας της οικογένειας Μανδηλαρά, διαπιστώνει εξετάζοντας τα οστά του νεκρού την ύπαρξη συντριπτικού κατάγματος στο κρανίο.
Τον Δεκέμβριο του 1984 η Ολομέλεια του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ασκεί ποινική δίωξη για «ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» εναντίον των πρώην συνταγματαρχών Παπαδόπουλου και Λαδά, ενώ το 1986 το Συμβούλιο Εφετών με την απόφασή του χαρακτηρίζει ως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τον θάνατο του Μανδηλαρά, κατονομάζει ως ηθικούς αυτουργούς τούς Παπαδόπουλο και Λαδά αλλά η υπόθεση τίθεται τελικώς στο αρχείο.
«Εμφορούμενος υπό κομμουνιστικών φρονημάτων»
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς γεννήθηκε το 1928 στην Κόρωνο Νάξου και από τα νεανικά του χρόνια επέδειξε αγωνιστική στάση. Στην Κατοχή ανήκε στην ΕΠΟΝ ενώ ως μαθητής στο γυμνάσιο Σύρου «ετύγχανε πλήρως κατηρτισμένος εις την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν» και «ενήργει προπαγάνδα και προσυλητισμόν των νέων εις τον κομμουνισμόν», όπως αναφέρεται στα «Δελτία δράσης» και στα απόρρητα σημειώματα της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Γενικής Ασφάλειας που υπάρχουν στον φάκελό του. Ο Μανδηλαράς λόγω της μεγάλης δραστηριότητας και της μαχητικότητάς του ήταν σταθερά στο «μικροσκόπιο» της Αστυνομίας. Μάλιστα όπως προκύπτει από τα ενημερωτικά σημειώματα που έφθαναν στην Υπηρεσία Πληροφοριών την περίοδο 1966-67, υπήρχε συγκεκριμένος αστυφύλακας ο οποίος τον παρακολουθούσε στις συγκεντρώσεις που ελάμβανε μέρος, στις συναντήσεις που έκανε κ.λπ.
Το 1949 είχε συντάξει υπόμνημα προς τον Βασιλιά, τον ΟΗΕ κ.λπ. «διά την αποφυλάκισιν του κομμουνιστού Γλέζου Εμμανουήλ, όστις είχε τότε καταδικασθή εις την εσχάτην των ποινών».
Τελείωσε τη Νομική Σχολή Αθηνών το 1954 και ως δικηγόρος διακρίθηκε πολύ σύντομα για τη μαχητική του δράση στην υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των συνταγματικών ελευθεριών. Ηταν δυναμικός, αφοσιωμένος και ακούραστος, πληθωρική προσωπικότητα με μεγάλες κοινωνικές ευαισθησίες και πνευματώδης. Στις μεγάλες δίκες του 1960 ήταν δικηγόρος υπεράσπισης των υπόδικων κομμουνιστών μεταξύ των οποίων και ο Χαρίλαος Φλωράκης ενώ το 1961 ήταν υποψήφιος βουλευτής Κυκλάδων με τον συνασπισμό κομμάτων – μεταξύ των οποίων και η ΕΔΑ – του ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος). Ο Μανδηλαράς ήταν κοντά στην Ενωση Κέντρου, χωρίς ωστόσο να είναι υποψήφιός της στις εκλογές του 1963 και του 1964 ενώ παίρνει δραστήριο μέρος στις μεγάλες κινητοποιήσεις των Ιουλιανών του 1965, υπερασπιζόμενος παράλληλα όσους διώκονταν για την πολιτική και συνδικαλιστική τους δράση ανά την Ελλάδα και εκφωνώντας πύρινους λόγους κατά του Παλατιού και των Αποστατών.
Τον Μάρτιο του 1966 ήταν συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη της ηγεσίας της Εθνικής Φοιτητικής Ενωσης Ελλάδας (Περ. Πάγκαλος, Ι. Μάνος, Μ. Τσαγγαράκης, Δ. Μπέσσας, Μ. Παπούλιας) και μέχρι την εκδήλωση του πραξικοπήματος θα κυριαρχήσει στους αγώνες για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, ενώ θα διακριθεί στη μεγάλη δίκη του «ΑΣΠΙΔΑ» κεραυνοβολώντας τους στρατοδίκες και τους στρατιωτικούς μάρτυρες κατηγορίας, κάποιοι εκ των οποίων λίγο καιρό αργότερα θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο πραξικόπημα.
Ο Μανδηλαράς θα δεχθεί απειλές ενώ εξοργίζει τους στρατοδίκες εμφανίζοντας στο δικαστήριο ψυχιατρική γνωμάτευση σύμφωνα με την οποία ο μετέπειτα πραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος πάσχει από σχιζοφρένεια. Ο ψυχίατρος που εξέδωσε τη γνωμάτευση θα βρεθεί την 21η Απριλίου 1967 κρεμασμένος στην κλινική του. Ο Μανδηλαράς θα ήταν υποψήφιος με την Ενωση Κέντρου στις Κυκλάδες στις εκλογές που είχαν προγραμματισθεί για τον Μάιο του 1967, όμως τον πρόλαβαν οι συνταγματάρχες. Από τις τελευταίες του εμφανίσεις ήταν η συμμετοχή του στη συγκέντρωση της Ενωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδος στο «Ακροπόλ», στην οποία πρωτοστατούσε. Σε μια συγκέντρωση η οποία, αν και είχε απαγορευθεί από την Αστυνομία, έγινε με τον μαχητικό δικηγόρο να καταγγέλλει το παρακράτος και τους σκοτεινούς μηχανισμούς του, οι οποίοι όμως είχαν ήδη προγράψει τον Νικηφόρο Μανδηλαρά.
ΒΗΜΑ