Στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο παραπέμπεται προς κρίση η ένδικη διαφορά αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από τη Ρόδο με το Ελληνικό Δημόσιο με απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου.
Η πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διεκδικεί συγκεκριμένα με αγωγή της ποσά ακαθάριστων αποδοχών της, οι οποίες δεν της καταβλήθηκαν αναδρομικά, εξαιτίας της διάταξης του άρθρου 86 παρ. 6 περ. στ’ του Ν. 4307/2014, κατά την οποία οι διαφορές αποδοχών από 1-8-2012 έως και 30-6-2014, θα καταβληθούν απομειωμένες κατά το ήμισυ.
Το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως και ρητώς στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, την χορήγηση στην ενάγουσα αποδοχών, οι οποίες πρέπει πάντοτε να είναι ανάλογες προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας.
Οι αποδοχές αυτές πρέπει όχι μόνον να είναι τουλάχιστον ίσες προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών, λόγω της ισοτιμίας τους, αλλά και επαρκείς να εξασφαλίσουν αφενός, την αξιοπρεπή διαβίωση των δικαστικών λειτουργών, κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος και την αποστολή τους, λαμβανομένου υπόψη ότι από το άρθρο 89 παρ. 1 του Συντάγματος επιβάλλεται η αποκλειστική απασχόληση τους με την απονομή του δικαίου, και αφετέρου, την απερίσπαστη εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών άσκηση των καθηκόντων τους.
Στο μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, πέραν των βασικών αποδοχών τους, καταβάλλονται επίσης και επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση των δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους, καθώς και πάγια αποζημίωση, λόγω των συνθηκών, υπό τις οποίες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, λόγω πολύωρης παραμονής στην έδρα, απασχόλησης χωρίς ωράριο, κατ’ οίκον εργασίας, και προσφοράς υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές.
Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δυνάμει της διάταξης του Συντάγματος, ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας υπόψη του το λειτούργημα των μελών του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, θέσπισε ως ουσιώδη έκφανση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους, τη γενική και πλήρη εξομοίωση των αποδοχών τους με αυτές των δικαστικών λειτουργών.
Συνεπώς προβάλλεται ότι πρέπει να ισχύσει και έναντι αυτών, με αποτέλεσμα την αναδρομική επιστροφή νομιμοτόκως και του λοιπού ημίσεως των αποδοχών που περικόπηκαν, εν προκειμένου για το χρονικό διάστημα από 1-8-2012 έως και 28-6-2014.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου έκρινε ότι το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, κατά το μέρος που αφορά ειδικά τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για τα οποία το άρθρο 100Α του Συντάγματος παραπέμπει ευθέως στο άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, μπορεί ταυτόχρονα να επηρεάσει την μισθολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, καθώς. πρόκειται για διαφορά που είναι δεκτική επαναλαμβανόμενης εφαρμογής και δεν έχει επιλυθεί, με απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος.
Ως εκ τούτου, η επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου.