Ανεπαρκείς επενδύσεις στον ελληνικό Τουρισμό, οι οποίες οδηγούν σε τουριστικό προϊόν υποδεέστερης ποιότητας και κερδοφορίας, που οδηγεί ακολούθως σε μικρότερες επενδύσεις, κ.ο.κ., διαπιστώνει στο εβδομαδιαίο δελτίο του, ο ΣΕΒ που υπογραμμίζει ότι απαιτούνται ρηξικέλευθες λύσεις.
Οι συντάκτες του δελτίου κάνουν λόγο για κάθοδο των μυρίων στην εφετινή τουριστική περίοδο, για την οποία τονίζουν την αισιοδοξία τους, κρούοντας όμως ταυτόχρονα τον κώδωνα του κινδύνου.
Γράφουν συγκεκριμένα: «Ο τουρισμός (ξενοδοχεία/εστιατόρια) αρχίζει να ανακάμπτει, από το 2012 και μετά, με την σταδιακή σταθεροποίηση της χώρας και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, την προσέλκυση ταξιδιωτών από νέες αγορές, καθώς και την σημαντική αύξηση των αεροπορικών συνδέσεων και την ολοκλήρωση σημαντικών ξενοδοχειακών επενδύσεων. Στην ανάκαμψη αυτή συμβάλει αναμφισβήτητα και η έκρηξη στις αφίξεις ταξιδιωτών λόγω εξωγενών γεωπολιτικών παραγόντων, που μπορεί να έχουν αβέβαιη διάρκεια και ένταση. Παρόλα αυτά, ο κύκλος εργασιών στον κλάδο εξακολουθεί σε όρους όγκου να επιδεικνύει υποτονικούς ρυθμούς επέκτασης. Βρίσκεται, επίσης, σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα που επικρατούσαν πριν την κρίση, αν και σε υψηλότερα σχετικά επίπεδα από εκείνα που επικρατούν σε άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις (τουρισμός εξωτερικού) ανά διανυκτέρευση, παρά τη σταδιακή αύξησή τους από το 2011 μέχρι το 2015, και την συγκυριακή (ελπίζουμε) πτώση τους το 2016, εξακολουθούν σε πραγματικούς όρους να βρίσκονται σήμερα σε χαμηλότερα επίπεδα από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών των καταλυμάτων. Η τελευταία, αν και σε κάποιο βαθμό οφείλεται στην αδυναμία της εσωτερικής τουριστικής ζήτησης, επηρεάζεται και από μια μετατόπιση των διεθνών τουριστικών ρευμάτων σε οικονομικότερες τουριστικές προτάσεις προς νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος.
Η τάση αυτή συμπίπτει στην Ελλάδα και με μια καθήλωση των επενδύσεων στον κλάδο του τουρισμού που επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο την ποιότητα των τουριστικών υποδομών, αλλά και τις τιμές των καταλυμάτων από την πλευρά της προσφοράς, όπως, με άλλα λόγια αλλά με την ίδια έμφαση, επισημαίνει και ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Ανδρέας Ανδρεάδης στο ετήσιο συνέδριο του 2016 του ΣΕΤΕ. Καθώς ανεπαρκείς επενδύσεις οδηγούν σε τουριστικό προϊόν υποδεέστερης ποιότητας και κερδοφορίας, που οδηγεί ακολούθως σε μικρότερες επενδύσεις, κ.ο.κ., απαιτούνται ρηξικέλευθες λύσεις. Πρώτον, με την επιστροφή στις αγορές και με την έξοδο από το Μνημόνιο, να εδραιωθεί η πολιτική και οικονομική σταθερότητα, που η απουσία της μέχρι σήμερα δεν επέτρεψε, λόγω οξυμένης αβεβαιότητας, να γίνουν επενδύσεις που να αξιοποιούν και τις τεράστιες εισροές ταξιδιωτών από το εξωτερικό και την φυγή προς τα εμπρός, δηλαδή προς την ποιότητα και τους ταξιδιώτες υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου και διαφοροποιημένης ζήτησης υπηρεσιών πέραν του καλοκαιρινού τουρισμού. Δεύτερον, να βελτιωθεί ο ανταγωνισμός του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, όπως τονίζεται και στην ομιλία του Προέδρου του ΣΕΤΕ κ. Γιάννη Ρέτσου στην Γενική Συνέλευση του 2017, που, πέραν των τάσεων συμπίεσης των τιμών των καταλυμάτων όπως διαμορφώνονται διεθνώς, έχει να αντιμετωπίσει και τιμωρητικούς φορολογικούς συντελεστές μετά την αύξηση του ΦΠΑ στα καταλύματα στο 13% (από 6,5% προηγουμένως) και την εστίαση και τις μεταφορές επιβατών σε 24% (από 13% προηγουμένως). Και, τρίτον, να διευκολυνθούν οι επενδύσεις σε νέες υποδομές ώστε να γίνουν και με την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, και έτσι, να αποκτήσει ο ελληνικός τουρισμός διαφοροποιημένη τιμολογιακή πολιτική λόγω εξειδικευμένου προϊόντος υψηλών ποιοτικών χαρακτηριστικών».
Οι επενδύσεις
Παράλληλα, ζητούν διοικητική διευκόλυνση των επενδύσεων. Γράφουν χαρακτηριστικά: «Και προς αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η γενικότερη οριζόντια πολιτική διευκόλυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων (αδειοδότηση, χωροταξικό, ευέλικτη αγορά εργασίας, κ.ο.κ.), όχι μόνο στις ξενοδοχειακές/μεταφορικές υποδομές (golf, μαρίνες, υδατοδρόμια, λιμάνια, σιδηρόδρομοι κλπ), αλλά και τις μουσειακές υποδομές μέσω συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (θεματικά μουσεία Δημοκρατίας, Τεχνολογίας, Μεταποίησης, Εμπορίου κ.ά., εικονική εμπειρία επισκεπτών μέσω τεχνολογικών μέσων σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία κλπ., αξιοποίηση ξεναγών, παραχωρησιούχων και αρχαιοφυλάκων σε ένα πλαίσιο καλύτερης εξυπηρέτησης της πελατείας και όχι προσοδοθηρικής εκμετάλλευσης, κ.ο.κ.). Εμπρός, λοιπόν, για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της μιζέριας στη χώρα που έχει όλα τα προσόντα για να μεγαλουργήσει. Τα μηνύματα από το μέτωπο του τουρισμού είναι καλά. Οι μεγάλες προκλήσεις που συνδέονται με τη γιγάντωση του τουριστικού ρεύματος δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Καταλύματα και εστίαση υπό πίεση!
Στο Διάγραμμα Δ01, εμφανίζονται ο δείκτης κύκλου εργασιών στον τουρισμό (ξενοδοχεία, εστιατόρια) και στο σύνολο των υπηρεσιών, καθώς και ο δείκτης ταξιδιωτικών εισπράξεων από τον τουρισμό (εξωτερικός τουρισμός), αποπληθωρισμένοι με τον δείκτη τιμών καταναλωτή στα ξενοδοχεία-εστιατόρια και τον δείκτη τιμών παραγωγού στις υπηρεσίες. Είναι εμφανές ότι η παγκόσμια οικονομία εξασθενεί από το 2008 και μπαίνει σε βαθιά ύφεση το 2009. Ως αποτέλεσμα, στην Ελλάδα οι υπηρεσίες, και ο τουρισμός ειδικότερα, αρχίζουν να συρρικνώνονται ραγδαία, ενώ την ίδια πορεία ακολουθεί και ο εξωτερικός τουρισμός. Ο τελευταίος, όμως, είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζει πτωτικές τάσεις από το 2006 και μετά, καθώς η χώρα δεν μπόρεσε να συντηρήσει τη δυναμική που είχε διαμορφωθεί αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, που έδωσαν τεράστια προβολή στην Ελλάδα. Στην περίοδο του 1ου Μνημονίου, η ύφεση βαθαίνει στην Ελλάδα, ενώ οι άλλες χώρες αρχίζουν να ανακάμπτουν. Παρά την ανάκαμψη στο εξωτερικό, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφανίζουν σχετική στασιμότητα λόγω και της κακής δημοσιότητας, ταραχών, διαδηλώσεων κλπ. που ακολούθησαν την πτώχευση της χώρας το 2010. Από το 2013 και μετά, όμως, και ο δείκτης κύκλου εργασιών στον τουρισμό και ο δείκτης ταξιδιωτικών εισπράξεων αρχίζουν μια ανοδική πορεία, απότοκη των ραγδαίων γεωπολιτικών εξελίξεων που στρέφουν σημαντικές ταξιδιωτικές ροές προς τη χώρα μας (Δ02). Ως ποσοστό της αξίας παραγωγής του τουρισμού, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις, από κοντά στο 60% μέχρι το 2012, ανέρχονται κατακόρυφα τα επόμενα χρόνια, και διαμορφώνονται στο 67% το 2014 και 70% το 2015 (Δ03). Οι ταξιδιωτικές αυτές ροές ξαναδίνουν ζωή στον τουρισμό και, έτσι, ανακόπτεται και η πτωτική πορεία του ευρύτερου κλάδου των υπηρεσιών (Δ01), που σταθεροποιείται έκτοτε χωρίς να εμφανίζει, όμως, δυναμική παρατεταμένης ανόδου. Σημειώνεται ότι η αξία παραγωγής του τουρισμού, μετά το άλμα το 2013, παραμένει στάσιμη τα επόμενα χρόνια. Στο τελευταίο, μάλλον, συνετέλεσε κι η όποια εξασθένιση των ταξιδιωτικών εισπράξεων μετά το 2015, παρά την αύξηση των αφίξεων.
Σε σχετική μελέτη της ΤτΕ, (Νομισματική Πολιτική 2016 – 2017, Ειδικό Θέμα IV.1, σελ. 86), πιστοποιείται ότι οι διανυκτερεύσεις μη κατοίκων και όχι οι αφίξεις, που περιλαμβάνουν και μη καθαρές τουριστικές ροές (από Αλβανία 0,7 εκατ., Σκόπια 1,7 εκατ., Βουλγαρία 2,5 εκατ.), παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συσχέτιση με τα ταξιδιωτικά έσοδα. Σημειώνεται ότι οι αφίξεις και οι ταξιδιωτικές εισπράξεις περιλαμβάνουν και τις κρουαζιέρες, μόνο στο μέρος που αφορά σε παραμονή ή δαπάνη ταξιδιωτών εκτός πλοίου (πχ. άφιξη στον Πειραιά με σκοπό τη μετεπιβίβαση στο κρουαζιερόπλοιο). Το ίδιο συμβαίνει και με τις διανυκτερεύσεις, δηλαδή υπολογίζονται μόνο οι διανυκτερεύσεις επιβατών κρουαζιερόπλοιων εκτός του πλοίου (και όχι οι εντός του πλοίου). Επίσης, στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σε κάθε ημερήσια επίσκεψη, ανεξαρτήτως διάρκειας, αποδίδεται και μία διανυκτέρευση. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ΤτΕ, η μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων το 2016 οφείλεται στην πτώση των τιμών διανυκτέρευσης στα καταλύματα, που αποτυπώνουν μια αναδυόμενη τάση στον παγκόσμιο τουρισμό προς οικονομικότερες τουριστικές προτάσεις σε νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Ανεξαρτήτως, όμως, του τι συνέβη το 2016, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανά διανυκτέρευση σε πραγματικούς όρους (Δ04), αν και αυξάνουν σταδιακά από το 2010 και μετά, δεν έχουν καταφέρει να επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα. Σημειώνεται ότι οι ταξιδιωτικές εισπράξεις δεν περιλαμβάνουν το κόστος ταξιδιού, το οποίο έχει μειωθεί λόγω της δραστηριοποίησης χαμηλού κόστους αεροπορικών εταιριών τα τελευταία χρόνια. Συνεπώς, η συμπίεση των ταξιδιωτικών εισπράξεων ανά διανυκτέρευση οφείλεται μάλλον στις πιέσεις που ασκούνται στις τιμές καταλυμάτων και εστίασης και τη γενικότερη πτωτική τάση του διαθέσιμου εισοδήματος, όπως φαίνεται στα Διαγράμματα Δ05 και Δ06. Ειδικότερα, η κάμψη των τιμών των καταλυμάτων είναι διεθνές φαινόμενο (Δ05), αλλά στην Ελλάδα, το φαινόμενο λαμβάνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ ό,τι στο εξωτερικό.
.Διαβάστε περισσότερα στο money-tourism.gr